Πλησιάζω τα πενήντα και η μαμά μου είναι σχεδόν 80. Μένει στην επαρχία. Συχνά όταν μιλάμε στο τηλέφωνο μου λέει τα συνηθισμένα (συμβατά με αυτά που έχουμε συνηθίσει να λέει η Ελληνίδα μάνα). Με ρωτά αν έχω φάει, αν είμαι καλά ντυμένος, αν ξεκουράζομαι αρκετά και αν κοιμάμαι αρκετά. Αν μάλιστα οι απαντήσεις μου είναι ανεπαρκείς ή λάθος, μπορεί να με μαλώσει και λίγο και με μία ψευτοπροστακτική να πει έντονα κάτι όπως: Να κοιμάσαι! Να τρως! να ξεκουράζεσαι!
Πολλές φορές έχω φέρει αυτό το παράδειγμα σε θεραπευόμενους μου με έντονο άγχος που τους δυσκολεύει η σχέση τους με τους γονείς τους, και τους έχω ρωτήσει τη γνώμη τους, γιατί νομίζουν ότι μπορεί να συμβαίνει αυτό. Κάποιοι απαντούν “γιατί ενδιαφέρεται” κάποιοι άλλοι “γιατί έτσι είναι οι Ελληνίδες μάνες”, κάποιοι άλλοι “γιατί σε αγαπάει” ή τέλωσπάντων κάτι που κυμαίνεται σε αυτό το μοτίβο.
Μπορεί όντως να είναι έτσι; Μπορεί η μαμά του παραδείγματος να ενδιαφέρεται ουσιαστικά και να ρωτά το ενήλικο παιδί της αν έχει φάει ή αν είναι καλά ντυμένο για να μην κρυώσει; ή να του δίνει την οδηγία να ξεκουραστεί; Έχει πραγματικό νόημα να το λες αυτό σε ένα άνθρωπο περίπου πενήντα ετών που ξέρεις ότι πορεύεται μία χαρά στη ζωή του και απαντά επαρκώς στα ζητούμενα της καθημερινότητας; Και γιατί να χρησιμοποιεί τόσο συγκεκριμένες και “κλειστές¨ ερωτήσεις; (οι ανοικτές ερωτήσεις είναι γενικές, μπορεί αυτός που απαντά να χρησιμοποιήσει ελεύθερο συνειρμό, να επεκταθεί τόσο όσο θέλει. Οι κλειστές ερωτήσεις είναι πολύ συγκεκριμένες και το περιθώριο της ελεύθερης απάντησης μικραίνει, μπορεί να είναι απλά ένα ναι ή όχι).
Αυτές λοιπόν οι τυπικές ερωτήσεις εξυπηρετούν απλά μία τυπική επαφή; Μία επαφή που δε θέλει να εμβαθύνει πολύ στην πληροφορία που μπορεί να δώσει ο ερωτώμενος; Ενδεχομένως ναι.
Άρα, η μαμά του παραδείγματος, κάνοντας τακτικά τις ίδιες επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις χωρίς σημαντικό νόημα, μάλλον δεν εξυπηρετεί ιδιαίτερα το παιδί της, ίσως τελικά να εξυπηρετεί μόνο το δικό της άγχος (περιμένοντας να καθησυχαστεί ότι όλα βαίνουν καλώς). Ίσως μάλιστα αυτές οι τυπικές ερωτήσεις να εξυπηρετούν το ρόλο της μαμάς, όπως τον αντιλαμβάνεται αυτή. Ίσως μάλιστα να εξυπηρετούν το ρόλο της όχι στο παρόν, αλλά όπως αυτός ήταν διαμορφωμένος πριν 40-45 χρόνια. Τότε που ήταν νέα, που το παιδί της ήταν μικρό και φυσικά ήθελε καθοδήγηση.
Ίσως αυτό να προσπαθεί να κάνει και τώρα. Ισως μπερδεύοντας τους χρόνους (πράγμα πολύ σημαντικό όπως έχω αναδείξει πολλές φορές στο βιβλίο μου η ανατομία του άγχους και όπως πολύ συχνά κάνουν οι αγχώδεις άνθρωποι), να μπορεί φαντασιακά και ίσως ασυνείδητα να μεταφερθεί πιο παλιά, εκεί που τα πράγματα πήγαν καλά (αυτό είναι δεδομένο αφού αυτή και το παιδί της είναι και οι δύο στο παρόν και μιλάνε ο ένας στον άλλο) και αυτό θέλει να συνεχιστεί στο διηνεκές. Φέρνει δηλαδή ένα παλιό πρότυπο λειτουργίας στο παρόν, ένα πρότυπο που μπορεί να μην έχει και πολλή λειτουργικότητα ή ιδιαίτερο νόημα τώρα.
Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό λοιπόν, η μαμά μου κάνει αυτές τις “μαμαδίστικες” ερωτήσεις, γιατί ίσως τελικά θέλει περισσότερο να εξυπηρετήσει τον εαυτό της (χωρίς να το καταλαβαίνει) και να αισθανθεί όπως αισθανόταν τότε, νέα και ζωηρή, χωρίς να φοβάται για το αύριο που ενδεχομένως το συνδέει με το άγχος του αβέβαιου και το άγχος του θανάτου. Σε αυτή την περίπτωση, η ερώτηση για το αν έφαγε το παιδί χρησιμοποιείται με αυτό το σκεπτικό ως σημείο ελέγχου, που μειώνει την αβεβαιότητα και που θέλει να δημιουργήσει αίσθημα ασφάλειας.