Αρχείο μηνός Σεπτέμβριος 2014

Η επιλογή του φύλου

220px-Hans_Baldung_001 Η βιολογική βάση της σεξουαλικής εμπειρίας και συμπεριφοράς

Η ιχνηλάτηση της ανάπτυξης των ανθρώπινων σεξουαλικών χαρακτηριστικών είναι  μία υπόθεση που έχει απασχολήσει πολύ την ψυχιατρική και την ψυχολογία. Δια  της έρευνας διαπιστώνεται ότι όσο προχωρούμε ανοδικά στην βιολογική κλίμακα  του ζωικού βασιλείου (ειδικά συγκρίνοντας θηλαστικά χαμηλότερης τάξης με άλλα  πρωτεύοντα και τους ανθρώπους) οι ψυχοκοινωνικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα  στα παιδιά και τους φροντιστές έχουν αυξημένο ρόλο στον καθορισμό της  σεξουαλικής συμπεριφοράς με ταυτόχρονη μείωση της επίδρασης από γενετικούς  και ορμονικούς παράγοντες.

Στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης των θηλαστικών το έμβρυο έχει το δυναμικό να  εξελιχθεί σε άρρεν ή θήλυ. Οι αδιαφοροποίητες γονάδες μπορούν να εξελιχθούν σε  όρχεις ή ωοθήκες, ανάλογα με το γενετικό κώδικα που αναπαρίσταται στα  χρωμοσώματα καθορισμού του φύλου, ΧΧ για τα θηλυκά και ΧΥ για τα αρσενικά. Η  πρώτη ανάπτυξη των γονάδων στους ανθρώπους συμβαίνει περίπου από την έκτη εβδομάδα της κύησης, όταν κάτω από την επήρεια του γενετικού κώδικα στα αρσενικά εκκρίνονται οι ορμόνες της αρρενοποίησης. Αν το φύλο είναι θηλυκό, η διαφοροποίηση των ωοθηκών ξεκινά τη δωδέκατη εβδομάδα της κύησης. Η διαφοροποίηση ακολουθεί την κατεύθυνση της θηλεοποίησης ανεξάρτητα από το γενετικό προγραμματισμό, εκτός και εάν υπάρχουν επαρκή επίπεδα τεστοστερόνης. Δηλαδή, ακόμα και αν ο γενετικός κώδικας κωδικοποιεί άρρεν φύλο, μη επαρκή επίπεδα τεστοστερόνης οδηγούν στην ανάπτυξη θηλυκών σεξουαλικών χαρακτηριστικών.

Η αρχή της θηλεοποίησης προϋποθέτει ότι ο θηλυκός φαινότυπος έχει προτεραιότητα έναντι του αρσενικού. Κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής θηλυκής διαφοροποίησης από το σύστημα των αρχέγονων πόρων του Muller αναπτύσσονται η μήτρα, οι σάλπιγγες και το έσω τριτημόριο του κόλπου. Στους άρρενες οι πόροι του Muller ατροφούν και εκφυλίζονται και στη θέση τους αναπτύσσεται το σύστημα των πόρων του Wolf, που θα εξελιχθούν στο αρσενικό γεννητικό σύστημα.
Ενώ διαφορετικοί πρόδρομοι για τα αρσενικά και τα θηλυκά εσωτερικά σεξουαλικά όργανα είναι παρόντες για την πιθανή ανάπτυξη, οι πρόδρομοι των εξωτερικών σεξουαλικών οργάνων είναι ομότυποι, δηλαδή τα ίδια πρόδρομα όργανα αναπτύσσονται είτε στα αρσενικά είτε στα θηλυκά σεξουαλικά όργανα.

Αν δεν υπάρχουν επαρκή επίπεδα ανδρογόνων (τεστοστερόνης και διύδροτεστοστερόνης) κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου της διαφοροποίησης που ξεκινά στο έμβρυο των οκτώ εβδομάδων, θα αρχίσει να αναπτύσσεται η κλειτορίδα, τα χείλη και ο κόλπος. Αλλά με την παρουσία επαρκών επιπέδων ανδρογόνων, θα αναπτυχθεί το πέος και ο σάκος των όρχεων.

man_womanΚάτω από την επίδραση των κυκλοφορούντων εμβρυϊκών ορμονών συμβαίνει διμορφική ανάπτυξη ορισμένων περιοχών του εγκεφάλου κατ’ αντιστοιχία με τη διαφοροποίηση των εσωτερικών και εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Ο εγκέφαλος είναι κατ’ αρχάς αμφιτυπικός και επικρατεί η ανάπτυξη των θηλυκών χαρακτηριστικών εκτός και αν υπάρχουν επαρκή επίπεδα κυκλοφορούντων ανδρογόνων. Σε αυτό το στάδιο της διαφοροποίησης καθορίζονται ειδικές υποθαλαμικές και υποφυσιακές λειτουργίες που θα διαφοροποιηθούν σε κυκλικότητα στις γυναίκες και μη κυκλικότητα στους άντρες.

Η διαφοροποίηση αρσενικού-θηλυκού στον εγκέφαλο συμβαίνει μόνο στο τρίτο τρίμηνο, αφού διαφοροποιηθούν τα εξωτερικά γεννητικά όργανα και πιθανόν συνεχίζεται έως και το πρώτο τρίμηνο μετά τη γέννηση. Σε μη πρωτεύοντα θηλαστικά η προγεννητική ορμονική διαφοροποίηση του εγκεφάλου προετοιμάζει την μετέπειτα συμπεριφορά ζευγαρώματος. Ωστόσο στα πρωτεύοντα η πρώιμη κοινωνική επικοινωνία και η μάθηση είναι εξαιρετικά σημαντικά στον καθορισμό της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος της συμπεριφοράς ζευγαρώματος καθορίζεται σημαντικά από τις πρωιμότερες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.

Τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου τα οποία προκύπτουν στην εφηβεία- η κατανομή του σωματικού λίπους και της τριχοφυΐας, αλλαγή της φωνής, ανάπτυξη του στήθους και σημαντική ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων, όλα πυροδοτούνται από συστημικούς παράγοντες και ελέγχονται από σημαντική αύξηση των κυκλοφορούντων ανδρογόνων και οιστρογόνων όπως εξαρτώνται και οι ειδικές λειτουργίες στις γυναίκες της έμμηνου ρύσεως της εγκυμοσύνης και της λοχείας.

Ορμονικές ανισορροπίες μπορεί να μεταβάλλουν τα δευτερογενή σεξουαλικά χαρακτηριστικά φέρνοντας -εφόσον υπάρχει έλλειψη ανδρογόνων- γυναικομαστία στους άντρες και -με υπερβολικά ανδρογόνα- υπερτρίχωση, βάθυνση της φωνής και υπερτροφία της κλειτορίδας στις γυναίκες. Οι επιδράσεις των μεταβολών των επιπέδων των ορμονών στη σεξουαλική επιθυμία και στη συμπεριφορά δεν είναι τόσο καθαρές.

Το πως το κεντρικό νευρικό σύστημα επιδρά στην σεξουαλικότητα κατά την εφηβεία δεν είναι ξεκάθαρο. Στους άρρενες, ανεπαρκής κυκλοφορία ανδρογόνων μειώνει την ένταση της σεξουαλικής επιθυμίας. Όταν τα ανδρογόνα είναι στα φυσιολογικά ή πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα η σεξουαλική επιθυμία και η συμπεριφορά είναι ανεξάρτητες από αυτές τις διακυμάνσεις. Προεφηβικός ευνουχισμός σε άρρενες οι οποίοι δεν λαμβάνουν εξωγενή τεστοστερόνη οδηγεί σε σεξουαλική απάθεια. Αντίθετα, η εξωγενής χορήγηση σε άρρενες με πρωτοπαθή ανεπάρκεια της αρρενοποίησης αποκαθιστά τη φυσιολογική σεξουαλική επιθυμία και συμπεριφορά. Η ανταπόκριση όμως στη θεραπεία σε μεταγενέστερα χρόνια, εφόσον η απάθεια έχει εγκαθιδρυθεί, είναι λιγότερο αποτελεσματική.

Κρίσιμες χρονικές αλληλουχίες φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο εδώ. Αντίστοιχα, παρόλο που μελέτες σε γυναίκες δείχνουν ότι υπάρχει υψηλότερη επιθυμία πριν ή μετά από την έμμηνο ρύση, η εξάρτηση (σύνδεση) της σεξουαλικής επιθυμίας με τις μεταβολές στα επίπεδα των ορμονών είναι λιγότερο σημαντική όταν συγκρίνεται με ψυχοκοινωνικά ερεθίσματα. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η γυναικεία σεξουαλική επιθυμία μπορεί να επηρεάζεται περισσότερο από ψυχοκοινωνικούς παράγοντες απ’ότι η σεξουαλική επιθυμία των ανδρών.

Ωστόσο, στα πρωτεύοντα και σε άλλα θηλαστικά το σεξουαλικό ενδιαφέρον και η σεξουαλική συμπεριφορά ελέγχονται ισχυρά από τις ορμόνες. Η συμπεριφορά του ζευγαρώματος σε τρωκτικά καθορίζεται αυστηρά από το ορμονικό περιβάλλον και ενέσιμη έγχυση ορμονών μετά τη γέννηση μπορεί να την επηρεάσουν με κρίσιμο τρόπο. Ο μετεφηβικός ευνουχισμός οδηγεί σε μείωση της διέγερσης και σεξουαλικού ενδιαφέροντος και εξελίσσεται κατά τη διάρκεια εβδομάδων και μηνών, ενώ είναι αναστρέψιμος άμεσα μετά την έγχυση ενέσεων τεστοστερόνης. Τεστοστερόνη σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση αυξάνει τη σεξουαλική τους επιθυμία χωρίς να μεταβάλλει με κάποιο τρόπο το σεξουαλικό τους προσανατολισμό.

Γενικά τα ανδρογόνα φαίνεται να επηρεάζουν την ένταση της σεξουαλικής επιθυμίας και στα δύο φύλα αλλά πάντα εντός του πλαισίου της επικράτησης των ψυχοκοινωνικών παραγόντων για τη σεξουαλική διέγερση.

Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες

Ενώ ο τρόπος με τον οποίο οι ορμόνες επηρεάζουν τη σεξουαλική συμπεριφορά είναι σε γενικές γραμμές παραδεκτός, οι περιοχή όπου οι βιολογικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με τους ψυχοκοινωνικούς είναι λιγότερο σαφής. Δύο τέτοια θέματα είναι αυτά της πυρηνικής ταυτότητας του φύλου (core gender identity) και της ταυτότητας του ρόλου του φύλου (gender role identity).
Στους ανθρώπους, η πυρηνική ταυτότητα του φύλου (δηλαδή η αίσθηση του ατόμου για το αν είναι αρσενικό ή θηλυκό) δεν καθορίζεται από βιολογικά χαρακτηριστικά αλλά από το φύλο που αναθέτουν οι φροντιστές κατά τη διάρκεια των δύο έως τεσσάρων ετών.

Αντίστοιχα, η ταυτότητα του ρόλου του φύλου (δηλαδή η ταύτιση του ατόμου με συγκεκριμένες συμπεριφορές που είναι τυπικές για τα αρσενικά ή τα θηλυκά σε κάθε κοινωνία) επίσης επηρεάζεται σημαντικά από ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Επιπρόσθετα, η ψυχαναλυτική διερεύνηση αποκαλύπτει ότι η επιλογή του σεξουαλικού αντικειμένου- του στόχου της σεξουαλικής επιθυμίας-επίσης επηρεάζεται ισχυρά από την πρώιμη ψυχοκοινωνική εμπειρία.
core gender

Πυρηνική ταυτότητα φύλου

Η έρευνα έχει αναδείξει ότι  γονείς, ακόμα και κάτω  από συνηθισμένες  συνθήκες ακόμα και αν  πιστεύουν  ότι  συμπεριφέρονται στα μικρά τους αγόρια και  κορίτσια με ακριβώς τον ίδιο τρόπο δείχνουν  διαφορετικές συμπεριφορές ανάλογα με το φύλο.  Παρόλο που εντοπίζονται διαφορές με βάση το  προγεννητικό ορμονολογικό ιστορικό, αυτές οι  διαφορές δεν σημαίνουν αυτόματα διαφοροποίησηστη συμπεριφορά αγοριών/κοριτσιών. Η θηλεοποιητική ορμονική παθολογία στους άρρενες και η αρρενοποιητική στα θήλεα εκτός από περιπτώσεις βαριάς ορμονικής ανωμαλίας μπορεί να επηρεάσει περισσότερο την ταυτότητα του ρόλου του φύλου, παρά τον πυρηνική ταυτότητα του φύλου.

Υπερβολικά επίπεδα ανδρογόνων κατά την προγεννητική περίοδο σε ένα κορίτσι μπορεί να είναι υπεύθυνα για τη συμπεριφορά του ως «αγοροκόριτσου» και για αυξημένη κατανάλωση ενέργειας για αναψυχή και επιθετικότητα. Ανεπαρκής διέγερση προγεννητικά από ανδρογόνα σε ένα αγόρι μπορεί να προκαλούν βαθμού παθητικότητα και μη επιθετικότητα, αλλά δεν επηρεάζουν την πυρηνική ταυτότητα του φύλου. Επιπλέον, ερμαφρόδιτα παιδιά τα οποία τα μεγαλώνουν χωρίς με το περιβάλλον τους να τα αντιμετωπίζει σταθερά ως αρσενικά ή θηλυκά θα αναπτύξουν ισχυρή ταυτότητα ως αρσενικά ή θηλυκά σε συμφωνία με τον τρόπο ανατροφής τους, ανεξάρτητα από το γενετικό τους υπόβαθρο, το ορμονικό περιβάλλον και ακόμα και σε κάποιο βαθμό- την εξωτερική εμφάνιση των γενετικών τους οργάνων.

Κατά το παρελθόν έχει ερευνηθεί η σχέση μεταξύ πρώιμης παθολογίας στην αλληλεπίδραση γονιού παιδιού και τη διαμόρφωση της πυρηνικής ταυτότητας του φύλου. Ο τρανσεξουαλισμός, δηλαδή η ανάπτυξη μίας πυρηνικής ταυτότητας φύλου η οποία είναι αντίθετη με τη βιολογική -σε άτομα με ξεκάθαρα καθορισμένο βιολογικό γένος- δεν έχει βρεθεί να σχετίζεται με γενετικές, ορμονικές ή άλλες φυσικές ανωμαλίες των γεννητικών οργάνων. Παρόλο που η έρευνα σε λεπτές βιολογικές μεταβλητές ειδικά στα θηλυκά τρανσέξουαλ θέτει ερωτήματα μερικών δυνητικών ορμονικών επιδράσεων, η βασική παθολογία που παίζει ρόλο είναι αυτή των πρώιμων ψυχοκοινωνικών επιδράσεων.

Με αυτό τον τρόπο η ψυχαναλυτική διερεύνηση των παιδιών με μη φυσιολογική σεξουαλική ταυτότητα όπως επίσης και το ιστορικό των ενήλικων τρανσέξουαλ μας παρέχει πληροφορίες για σημαντικά πρότυπα όπως έχουν περιγραφεί από σημαντικούς ερευνητές (Stoler).

Αυτά περιλαμβάνουν για τους άρρενες τρανσέξουαλ (βιολογικούς άρρενες που βιώνουν τους εαυτούς τους ως έχοντες πυρηνική ταυτότητα γυναίκας) μία μητέρα με ισχυρά αμφισεξουαλικά στοιχεία προσωπικότητας που είναι μακριά από τον παθητικό ή μη διαθέσιμο σύζυγο και που απορροφά το γιό της ως συμβολική ολοκλήρωση του εαυτού της. Η αρμονική τους συμβίωση η οποία εμμέσως εκμηδενίζει την αρρενωπότητα του αγοριού τον οδηγεί σε υπερβολική ταύτιση με τη μητέρα και σε απόρριψη του ρόλου του αρσενικού που γι’ αυτή είναι απαράδεκτος και ο οποίος δεν έχει μοντελοποιηθεί επαρκώς από τον απόντα πατέρα.

Στα θήλεα τρανσέξουαλ, η απορριπτική συμπεριφορά της μητέρας και η μη διαθεσιμότητα του πατέρα οδηγούν τη μικρή κόρη που δεν νιώθει την ενίσχυση ως μικρό κορίτσι να γίνει ένα υποκατάστατο αρσενικό και με αυτό τον τρόπο να ανακουφίσει την αίσθηση της μοναξιάς και της κατάθλιψης της μητέρας. Η αρσενική αυτή συμπεριφορά ενισχύεται από τη μητέρα της οποίας μειώνεται η απελπισία, με αποτέλεσμα τη βελτιωμένη οικογενειακή αλληλεγγύη.

Η πρώιμη γονεϊκή συμπεριφορά (κυρίως η μητρική) η οποία επηρεάζει την πυρηνική ταυτότητα του φύλου και η σεξουαλική λειτουργικότητα γενικότερα δεν είναι ειδική για τους ανθρώπους. Οι Harlow & Harlow στις κλασικές τους εργασίες με πρωτεύοντα επέδειξαν ότι η δημιουργία επαρκούς δεσμού μέσω ασφαλούς και φυσικά στενής επαφής ανάμεσα στο παιδί και την μητέρα είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη φυσιολογικής σεξουαλικής απάντησης σε ενήλικες πιθήκους. Η απουσία της φυσιολογικής μητρικής φροντίδας και δευτερογενώς η αλληλεπίδραση με ομάδες συνομήλικων σε σημαντικές αναπτυξιακές περιόδους διακόπτει τη δυνατότητα επαρκούς μεταγενέστερης ενήλικης σεξουαλικής απάντησης. Αυτοί οι πίθηκοι είναι επίσης δυσπροσαρμοστικοί και σε άλλες κοινωνικές διαντιδράσεις.

Παρόλο που ο Freud πρότεινε ψυχολογική αμφισεξουαλικότητα και για τα δύο γένη, υπέθεσε ότι η πρώτη σεξουαλική ταυτότητα και για τα δύο φύλα ήταν αρσενική. Πρότεινε ότι τα κορίτσια τα οποία στην αρχή καθηλώνονται στην κλειτορίδα ως πηγή ευχαρίστησης παράλληλα με το πέος- μετέβαλλαν την πρωτογενή του σεξουαλική ταυτότητα(και τον έμμεσο ομοφυλοφιλικό τους προσανατολισμό) από την μητέρα στον πατέρα σε ένα θετικό οιδιπόδειο προσανατολισμό ως έκφρασης της απογοήτευσης για τη μη ύπαρξη πέους, άγχους ευνουχισμού και της συμβολικής ευχής αντικατάστασης του πέους από το παιδί του πατέρα.

Ο Stoller υποστήριξε ότι δεδομένης της στενής σχέσης και της συμβιωτικής σχέσης με τη μητέρα οι πιο πρώιμη ταύτιση είναι και για τα δύο φύλα με τη μητέρα, με μία σταδιακή μεταβολή ως τμήμα μίας διαδικασίας αποχωρισμού, εξατομίκευσης. Οι Person και Oversey με βάση τις μελέτες τους σε άτομα με ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό, τραβεστί και τρανσέξουαλ υπέθεσαν ότι υπάρχει ταυτότητα του φύλου που είναι αρσενική ή θηλυκή από την αρχή.

Δυο άλλοι ερευνητές, οι Braunschweig και fain σε συμφωνία με την υπόθεση του Freud για την αρχική αμφισεξουαλικότητα και στα δύο φύλα υποστήριζαν ότι στην αρχή υπάρχει ψυχολογική αμφισεξουαλικότητα η οποία προκύπτει από την ασυνείδητη ταύτιση του παιδιού και με τους δύο γονείς. Δεν πειράζει αν ο πατέρας μαγειρεύει το φαγητό και η μητέρα οδηγεί το τρακτέρ (δηλαδή οι κοινωνικοί ρόλοι) αν οι γονείς επιδεικνύουν ισχυρή ταυτότητα του φύλου, τα παιδιά θα μπορέσουν να διαφοροποιηθούν σύμφωνα με το φύλο τους.

brain areas

Ταυτότητα του ρόλου του φύλου

Σε μία κλασική πια μελέτη οι Maccoby και Jacklin συμπεραίνουν ότι υπάρχουν αβάσιμες απόψεις για την ταυτότητα του ρόλου του φύλου, μερικές από τις οποίες είναι αρκετά κοινές. Τέτοιες είναι παραδείγματος χάριν ότι τα κορίτσια είναι περισσότερο κοινωνικά και υποβόλιμα από τα αγόρια, ότι  έχουν χαμηλότερη αυτοπεποίθηση, ότι μειονεκτούν στην ύπαρξη κινήτρων για να επιτύχουν στόχους και ότι είναι καλύτερα στην εκμάθηση επαναληπτικών δραστηριοτήτων. Τα αγόρια θεωρείται ότι είναι περισσότερο αναλυτικά, είναι καλύτερα σε έργα τα οποία απαιτούν υψηλότερη γνωστική επεξεργασία και στην αναστολή προηγούμενα μαθημένων διαδικασιών. Τα κορίτσια θεωρείται ότι επηρεάζονται περισσότερο από την κληρονομικότητα, τα αγόρια από το περιβάλλον, τα κορίτσια είναι περισσότερο ακουστικά, τα αγόρια οπτικά.

Οι αποδεδειγμένες διαφορές στα φύλα είναι οι ακόλουθες: Τα κορίτσια έχουν μεγαλύτερη γλωσσική ικανότητα από τα αγόρια, τα αγόρια τα πάνε καλύτερα σε οπτικοχωρικά και μαθηματικά ερεθίσματα και τα αγόρια είναι περισσότερο επιθετικά. Ανοικτά είναι τα ερωτήματα διαφορών σε απτική ευαισθησία, φόβο, άγχος, ανταγωνιστικότητα, κυριαρχία, «μητρική» συμπεριφορά.

Ποιες από αυτές τις συμπεριφορές είναι γενετικά καθορισμένες και ποιες κοινωνικά; Βιολογικοί παράγοντες σίγουρα εμπλέκονται στην οπτικοχωρική αντίληψη και την επιθετικότητα. Αυτά είναι χαρακτηριστικά στους άρρενες σε όλες τις κουλτούρες και στα πρωτεύοντα.

Η συμπεριφορά η οποία συνδέεται με το άλλο φύλο, που μπορεί να είναι θηλυπρέπεια στα αγόρια ή αγορίστικη συμπεριφορά στα κορίτσια συχνά σχετίζεται με την ομοφυλόφιλη επιλογή αντικειμένου. Ο προσανατολισμός προς το ίδιο φύλο μπορεί να επηρεάζει την υιοθέτηση ρόλων που σχετίζονται με το αντίθετο φύλο.

 

road mapsΗ επιλογή σεξουαλικού αντικειμένου

Οι Money και Perper χρησιμοποιούν τον όρο πρότυπα ανθρωπίνων συμπεριφορών για τις  αναφορές στα αντικείμενα της σεξουαλικής διέγερσης του ατόμου. Ο Money αναφέρεται στους  ερωτικούς χάρτες, που περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των σεξουαλικών αντικειμένων που επιλέγει  κάποιος. Πιστεύει ότι αυτά συμπληρώνονται έως την ηλικία των οκτώ ετών.
Ο Meyer υποστήριξε ότι όταν το νήπιο ή το μικρό παιδί υποσυνείδητα ταυτίζεται με τον γονιό του  ίδιου φύλο, τότε ταυτίζεται και με το σεξουαλικό ενδιαφέρον στον άλλο γονιό.

Ένταση της σεξουαλικής επιθυμίας

Το βιολογικό μας υλικό, υπεύθυνο για τη σεξουαλική διέγερση και τη σεξουαλική πράξη είναι σχετικά καλά ταυτοποιημένο. Υπό διερεύνηση είναι τα ερεθίσματα που προκαλούν τη σεξουαλική απάντηση και η υποκειμενική ποιότητα του ερεθισμού. Επίσης δεν υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στους ερευνητές για τη ποσοτική μέτρηση του ερεθισμού και την ένταση της διέγερσης. αλλά και η συγκριτική μελέτη της διέγερσης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Σε γενικές γραμμές είναι προαπαιτούμενο ένα ικανό επίπεδο ανδρογόνων  για να υπάρχει δυναμικό σεξουαλικής απάντησης επηρεάζοντας την σεξουαλική επιθυμία τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες.

Αλλά αν οι ορμόνες είναι σε υψηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα, η σεξουαλική επιθυμία και συμπεριφορά ανεξαρτητοποιούνται από τις μεταβολές τους. Για τους ανθρώπους ο παράγοντας που επικρατεί και καθορίζει το βαθμό της σεξουαλικής επιθυμίας είναι γνωσιακός-η γνώση του σεξουαλικού ενδιαφέροντος η οποία αντανακλάται σε σεξουαλικές φαντασιώσεις, αναμνήσεις και ανταπόκριση σε σεξουαλικά ερεθίσματα. Η εμπειρία καθεαυτή δεν είναι ολοκληρωτικά γνωσιακή. Περιλαμβάνει ισχυρό συναισθηματικό στοιχείο.

 

Πηγή: Love relations, from normality to pathology by Otto Kernberg

Μοιραστείτε!

Μία δόση αντικαταθλιπτικού “αλλάζει” τον εγκέφαλο

psychtherapist

Την Παρασκευή μία Νευροεπιστημονική εργασία βρέθηκε στους τίτλους πολλών και σημαντικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι Times έγραφαν: «Μελέτη σημειώνει ότι μία δόση αντικαταθλιπτικού αλλάζει τον εγκέφαλο», για να συνεχίσει το κυρίως άρθρο:

 

Μία δόση αντικαταθλιπτικού είναι αυτό που χρειάζεται για να αλλάξει ο εγκέφαλος, αναφέρει μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Current biology. Η ερευνητική ομάδα αυτής της μελέτης έλαβε απεικονιστικές εξετάσεις 22 υγιών ατόμων. Μερικοί από αυτούς τυχαιοποιήθηκαν και έλαβαν μία δόση ενός συχνά χρησιμοποιούμενου αντικαταθλιπτικού, ενός SSRI. Μετά από τρεις ώρες, έγινε μία νέα εξέταση όπου οι ερευνητές είδαν μία δραματική αλλαγή, μία διάχυτη μείωση της συνδεσιμότητας στον εγκέφαλο εκτός από δύο περιοχές όπου η συνδεσιμότητα ήταν βελτιωμένη, στον θάλαμο και στην παρεγκεφαλίδα.

Πολλές άλλες ειδησεογραφικές πηγές κάλυψαν αυτό το γεγονός περίπου με τον ίδιο τρόπο ή με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Ειδικά χρησιμοποιώντας τις λέξεις «αλλάζει τον εγκέφαλο». Αυτή η παραδοχή του ότι “μεταβάλλεται με κάποιο τρόπο ο εγκέφαλος” ακούγεται σαν μία επιστημονική αναφορά που έχει νόημα. Αλλά στην πραγματικότητα είναι θολή και ασαφής. Και έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη να δώσει τις ερμηνείες του. Οι ερμηνείες αυτές στο δικό μας παράδειγμα μπορεί να κατηγοριοποιηθούν σε δύο γενικές ομάδες.

Η πρώτη είναι αυτή μίας πραγματικότητας που είναι δεδομένη, αλλά έχει περιορισμένο νόημα, λόγω του τρόπου που λειτουργεί ο εγκέφαλος. Σχεδόν τα πάντα αλλάζουν τον εγκέφαλο. Οποιαδήποτε μυρωδιά, οποιοσδήποτε ήχος,  οποιαδήποτε σκέψη μεταβάλλει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου όπως αυτή καταγράφεται από κάποια απεικονιστική εξέταση. Αυτή είναι και φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου μας. Ανταποκρίνεται σε γεγονότα. Η δραστηριότητα του εγκεφάλου μεταβάλλεται συνεχώς, και για αυτό το λόγο οι μεταβολές του είναι πάντα αναστρέψιμες. Κάθε φορά που ανοίγουμε τα μάτια μας συμβαίνουν μεγάλες αλλαγές της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Και κάθε φορά που τα κλείνουμε, αυτές οι αλλαγές αντιστρέφονται. Κατ’ αυτή την έννοια ο τίτλος των Times είναι σωστός. Οι Schaefer και συν., πραγματικά βρήκαν τέτοιες αλλαγές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου (που ονομάζεται λειτουργική συνδεσιμότητα) σε απάντηση σε μία δόση αντικαταθλιπτικού SSRI φαρμάκου. Αυτό όμως δεν συνιστά συγκλονιστικό νεό γιατί το ίδιο ισχύει για πολλά άλλα πράγματα που “αλλάζουν” την εικόνα του εγκεφάλου όπως αυτή καταγράφεται σε μία εξέταση.

Ίσως αυτή η μελέτη βρέθηκε στις πρώτες ειδήσεις διότι ο τίτλος “αλλαγές στον εγκέφαλο” μπορεί να έχει και μία άλλη ανάγνωση, αυτή του ενδεχόμενου προβλήματος. Μπορεί δηλαδή ανάλογα με την πρόθεση του, κάποιος να υπονοήσει ότι μπορεί να συμβεί κάποια μόνιμη και σημαντική μη αναστρέψιμη αλλαγή στον εγκέφαλο. Το δεδομένο που υπονοείται εδώ είναι ότι ο εγκέφαλος είναι κάτι στατικό, ότι έχει κάποια αρχική δεδομένη «συμπεριφορά». Και εδώ βασίζεται ίσως ο λόγος που αυτό το άρθρο έγινε δημοφιλές στις ειδήσεις. Ορισμένοι από τους δημοσιογράφους που έγραψαν γι’ αυτό το άρθρο θεώρησαν δεδομένο ότι η μοναδική δόση αντικαταθλιπτικού άλλαξε τη δομή του εγκεφάλου, πράγμα που δεν σχετίζεται με τα ευρήματα της μελέτης.

Έτσι, παρουσιάστηκε μία μελέτη στο ευρύ κοινό η οποία μπορεί να παρεξηγηθεί και στην πραγματικότητα δεν έχει ενδιαφέρον για το μέσο άνθρωπο. Τα φάρμακα αυτά (αντικαταθλιπτικά, SSRI’s) χρειάζονται ημέρες ή και εβδομάδες ακόμα για να αρχίσουν να δείχνουν επαρκή αποτελεσματικότητα στη βελτίωση της διάθεσης. Αυτή η μελέτη δεν είναι η πρώτη αναφορά ταχείας δράσης των φαρμάκων αυτών. Αντίστοιχα αποτελέσματα φάνηκαν πέντε χρόνια πριν σε μελέτες fMRI σε ανθρώπους, και δέκα χρόνια πριν σε μελέτες τρωκτικών.

Πρέπει όμως να δοθεί προσοχή στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται επιστημονικά δεδομένα. Πολλοί άνθρωποι με αγχώδεις και καταθλιπτικές εκδηλώσεις έχουν ενστάσεις στην πιθανότητα αντικαταθλιπτικής αγωγής, ενώ είναι προθυμότατοι να λαμβάνουν για μακρά χρονικά διαστήματα αγχολυτικά φάρμακα που μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμα περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες, σχετίζονται δε με εξάρτηση και ανοχή. Πολλές φορές επίσης οι άνθρωποι για κάποιους όχι τόσο σαφείς σε εμένα λόγους διαχωρίζουν αυθαίρετα τα φάρμακα σε “βαριά” και  “ελαφρά”, με τα αντικαταθλιπτικά να ανήκουν προφανώς στα “βαριά”. Τέτοια άρθρα λοιπόν σίγουρα δεν βοηθούν στο να δημιουργηθεί μία εκπαιδευμένη κοινή συνείδηση που θα αντιμετωπίζει με σοβαρότητα τέτοια ζητήματα, δεν θα πανικοβάλει και δεν θα παραπλανεί.

Μοιραστείτε!

Ο ρόλος των συμπλεγμάτων γονιδίων στη σχιζοφρένεια

geneΝεότερα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι η σχιζοφρένεια μπορεί να συνίσταται σε οκτώ διακριτές διαταραχές. Η σχιζοφρένεια είναι μία πολύπλοκη ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται κυρίως από αποδιοργάνωση του ατόμου, παραληρητικές ιδέες και/ή ψευδαισθήσεις. Προσβάλει περίπου το 1% του πληθυσμού σε κάθε χρονική στιγμή και τυπικά παρουσιάζει έναρξη κατά την πρώιμη ενηλικίωση του ατόμου. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Washington ανέλυσαν το DNA 4.000 ατόμων με διάγνωση σχιζοφρένειας. Μετά την ανάλυση συμπέραναν ότι στο υπό εξέταση δείγμα ατόμων υπήρχαν οκτώ διακριτές γενετικές διαταραχές.

Επιπρόσθετα, εντόπισαν πως αυτές οι διαταραχές συνδυάζονται σε γονιδιακά συμπλέγματα καθένα από τα οποία επιφέρει διαφορετικό κίνδυνο νόσησης από τη διαταραχή. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ένα είδος σχιζοφρένειας. Υπάρχουν διαφορετικά σύνδρομα όπου συνδέονται με εμφάνιση άλλοτε θετικών συμπτωμάτων, (ψευδαισθήσεων, παραληρητικών ιδεών κ.ο.κ.), άλλοτε αρνητικών συμπτωμάτων (κλινοφιλίας, κοινωνικής απόσυρσης, ανηδονίας κ.ο.κ.) και τα οποία σχετίζονται με διαφορετικές ομάδες γονιδίων.

Η μελέτη αυτή παρουσιάζει μία σημαντική διαφορά από τις προηγούμενες.  Τυπικά,  εξετάζεται ένα ύποπτο για τη διαταραχή γονίδιο και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι παραλλαγές του. Όμως αυτή η ερευνητική εργασία εξέτασε το πως συμπτώματα φαίνεται να σχετίζονται με συγκεκριμένη ποικιλομορφία γονιδίων (genetic variation).

Η ανάλυση έγινε σε 700.000 περίπου γονιδιακούς τόπους. Διαπιστώθηκε ότι υπήρχε ταυτοποίηση διακριτών γενετικών χαρακτηριστικών του είδους των συμπτωμάτων που παρουσίαζαν οι ασθενείς με ειδικές γενετικές ποικιλομορφίες που αλληλεπιδρούσαν για να δημιουργήσουν 95% πιθανότητα εμφάνισης σχιζοφρένειας.

Φαίνεται λοιπόν ότι ενώ συγκεκριμένα γονίδια παρουσιάζουν ασθενή συσχέτιση με την εμφάνιση σχιζοφρένειας, ομάδες αλληλεπιδρόντων γονιδίων δημιουργούν ένα εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο της τάξης του 70-100%, καθιστώντας σχεδόν αδύνατο για αυτούς τους ανθρώπους να αποφύγουν την διαταραχή. Στη μελέτη αυτή εντοπίστηκαν 42 τόποι γενετικών ποικιλομορφιών που αύξαναν σημαντικά τον κίνδυνο για τη διαταραχή.

Αφού έγινε η βασική ταυτοποίηση τους, οι ασθενείς χωρίστηκαν περαιτέρω σε οκτώ ομάδες με βάση το προφίλ της συμπτωματολογίας τους και τις υποκείμενες γενετικές ποικιλομορφίες. Η ερευνητές μπόρεσαν να αναπαράγουν τα αποτελέσματά τους σε δύο επιπρόσθετες βάσεις δεδομένων ανθρώπων με σχιζοφρένεια, ως ένδειξη ότι η υπόθεσή τους είναι σωστή.

Η ταυτοποίηση και συσχέτιση συμπτωμάτων και σημείων (δηλαδή αυτού που ονομάζεται φαινότυπος) με τα υπεύθυνα γι’ αυτά τα συμπτώματα γονίδια (γονότυπος)  αποτελεί εδώ και αρκετά χρόνια το άγιο δισκοπότηρο της Ψυχιατρικής. Έως τώρα όμως αυτό που έχει βρεθεί είναι γενετική επιβάρυνση, δηλαδή το υπό μελέτη γονίδιο φαίνεται ότι είναι υπεύθυνο σε ένα ποσοστό για την αύξηση του κινδύνου να εμφανιστεί ψυχική νόσος. Το να γνωρίζουμε ότι ένα συγκεκριμένο σύμπλεγμα γονιδίων μπορεί να προκαλέσει αυτή ή την άλλη εικόνα σχιζοφρένειας είναι προφανώς εξαιρετικά σημαντικό. Αναρωτιέμαι όμως, που μπορεί να οδηγήσει αυτή η δυνατότητα. Θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει σε μία ιδιότυπη ευγονική; Και που θα έμπαινε το όριο; Θα μπορούσαν να υπάρχουν συστάσεις για εκτρώσεις; Θα ήταν αυτό ένα ερώτημα που θα αφορούσε μόνο στην κλινική εικόνα της βαριάς αποδιοργανωτικής σχιζοφρένειας ή θα υπήρχε ο  πειρασμός να  επεκταθεί και στις υπόλοιπες επτά εικόνες που ταυτοποιεί αυτή η μελέτη; Είναι σίγουρα πρώιμα τα ερωτήματα αυτά, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά σημαντικά.

Γιατί όπως συνηθίζει να λέει ένας συνάδελφος τον οποίο εκτιμώ πολύ, ” Πρέπει να προσέχουμε πολύ, διότι πολλές φορές όποιος έχει το σφυρί, τα βλέπει όλα καρφιά”.

 

 

Μοιραστείτε!

Εποχιακή διαταραχή της διάθεσης

seasonal affective disorderΗ εποχιακή διαταραχή της διάθεσης  είναι μία υποτροπιάζουσα μείζων κατάθλιψη, που συσχετίζεται με τις εποχές του χρόνου και παρουσιάζεται συνήθως το φθινόπωρο και το χειμώνα. Περιλαμβάνει καταθλιπτικά συμπτώματα, αύξηση της κατανάλωσης τροφής (υπερφαγία), έλλειψη ενέργειας, τάση για αύξηση της διάρκειας του ύπνου. Επίσης υπάρχει συμπεριφορά αναζήτησης (craving) υδρογονανθράκων και αύξηση του απαιτούμενου χρόνου για  το στάδιο του REM ύπνου.

Αυτή η διαταραχή φαίνεται πως σχετίζεται με τη μείωση των φωτοπεριόδων, δηλαδή με τη διάρκεια της ημέρας. Όταν η διάρκεια της ημέρας μειώνεται όπως συμβαίνει το φθινόπωρο και το χειμώνα, η διαταραχή αυτή μπορεί να κάνει την εμφάνισή της. Αντίστοιχα, με την αύξηση του φωτός, κατά τη διάρκεια της άνοιξης ή του καλοκαιριού φαίνεται υποχώρηση της κατάθλιψης και σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να παρατηρηθεί και  αλλαγή φάσης σε υπομανία.

Η εποχική διαταραχή της διάθεσης (ΕΔΔ) σε κάποιες περιπτώσεις παρουσιάζεται και ως καλοκαιρινή ΕΔΔ, με αντίστροφη εικόνα από πριν. Η μειωμένη διάθεση (κατάθλιψη) εμφανίζεται το καλοκαίρι και η βελτίωση της διάθεσης τους χειμερινούς μήνες. Σε αυτή την περίπτωση φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση της διάθεσης με την αύξηση της θερμοκρασίας.

Φωτοθεραπεία

Φωτοθεραπεία

Παρουσίαση

Συνήθως προσβάλλονται νεότερα στην ηλικία άτομα, κυρίως γυναίκες. Τα ποσοστά αυξάνουν όσο αυξάνει το γεωγραφικό πλάτος και όσο αυξάνει η απομάκρυνση από τον Ισημερινό προς του πόλους. Δεν φαίνεται να επηρεάζει αυτή τη διαταραχή η φυλή ή η εθνικότητα. Παρατηρούνται χαμηλότερα από τα αναμενόμενα για το γεωγραφικό πλάτος ποσοστά στην Ισλανδία και Ιαπωνία, αποδιδόμενα στην αυξημένη από τη δίαιτα λήψη πολυακόρεστων ω-3 λιπαρών οξέων.

Η ΕΔΔ εμφανίζεται στο 4-9% περίπου του γενικού πληθυσμού και μπορεί να αποτελεί περίπου το 10% του συνόλου των διαταραχών της διάθεσης.

Οι γυναίκες προσβάλλονται τέσσερις φορές συχνότερα σε σχέση με τους άντρες, με το 20% του γενικού πληθυσμού να παρουσιάζει κάποια συμπτώματα ΕΔΔ. Είναι ελαφρά συχνότερη σε συγγενείς ατόμων με ΕΔΔ (ίσως σχετικό με γενετικές ή κοινές περιβαλλοντικές επιδράσεις)  και αποτελεί παράγοντα κινδύνου για διπολική διαταραχή.

Στα άτομα με εποχιακή διαταραχή της διάθεσης υπάρχουν συχνά διαταραχές της ρύθμισης της μελατονίνης (έκκρισης και ποσότητας), μίας ουσίας που εκκρίνεται στον εγκέφαλο, επηρεάζεται (η έκκριση της) από το φως και παίζει ρόλο στην εγρήγορση (ξύπνημα) και στον ύπνο. Σε αυτούς λοιπόν που πάσχουν από ΕΔΔ υπάρχει συχνά και μετάλλαξη του γονιδίου της μελανοψίνης που είναι φωτοχρωστική στον αμφιβληστροειδή, με ρόλο στους κιρκαδικούς ρυθμούς.

Θεραπεία

Η θεραπεία της εποχιακής διαταραχής της διάθεσης γίνεται με φως (gold standard), ενώ  η φωτοθεραπεία σε συνδυασμό με γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία μπορεί να έχει καλύτερα αποτελέσματα. Κάποιες φορές, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ελεγχόμενη στέρηση ύπνου. Η φαρμακευτική αγωγή, περιλαμβάνει την βουπροπριόνη (Wellbutrin, το μοναδικό αντικαταθλιπτικό με ένδειξη για την πρόληψη υποτροπών της διαταραχής στις ΗΠΑ) και αντικαταθλιπτικά συνήθως της κατηγορίας των SSRI’s (π.χ. Σερτραλίνη ή Φλουοξετίνη) και παρουσιάζει αποτελέσματα παρόμοια με τη φωτοθεραπεία. Κάποιες φορές χρησιμοποιούνται και ειδικά μηχανήματα που ονομάζονται προσομοιωτές αυγής (dawn simulators) ή αρνητικά ιόντα. Βοηθητική φαίνεται πως μπορεί να είναι η λήψη βιταμίνης D – που βελτιώνει τη διάθεση στα  400-800  IU (επίπεδα D3 πλάσματος μεγαλύτερα ή ίσα με 35 ng/mL), ενώ η μελατονίνη (Circadin) δεν έχει σταθερά βοηθητικά αποτελέσματα

Επικουρικά η κοινωνική στήριξη και η βελτίωση της αυτοεκτίμησης μειώνουν τη βαρύτητα των συμπτωμάτων ενώ είναι σημαντικό σε εποχές καλοκαιρίας να παραμένει κανείς ικανό χρονικό διάστημα έξω από κλειστούς χώρους.

Στην αϋπνία και στις αφυπνίσεις κατά τις βραδυνές ώρες μπορεί να βοηθήσουν η προσπάθεια τήρησης βελτιωμένης υγιεινής ύπνου και η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία. Ο συνδυασμός αντικαταθλιπτικού και η περιορισμένη χρονικά χρήση υπνωτικού-κατασταλτικού επίσης μπορεί επίσης να είναι βοηθητικά (αν και παρουσιάζονται παράδοξες αντιδράσεις στο φάρμακο-ανησυχία αντί ηρεμίας- για αυτή την ομάδα ασθενών).

Μοιραστείτε!