Μερικές φορές οι άνθρωποι που ταλαιπωρούνται πολύ από το άγχος τους μοιάζουν με έκθαμβα φοβισμένα παιδιά, μπροστά σε καταστάσεις που τους φαίνονται ανοίκειες. Είναι σα να τους έχει τοποθετήσει κανείς σε ένα χώρο με άγνωστα αντικείμενα που τους προκαλούν για κάποιο λόγο δυσφορία. Τα αντικείμενα αυτά δεν είναι εξ’ ορισμού αντιληπτά στο μυαλό τους ως βλαπτικά ή επικίνδυνα. Μπορεί απλά να τους φαίνονται άγνωστα.
Αυτή η εικόνα του φοβισμένου παιδιού, είναι ένα χαρακτηριστικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω μερικές φορές όταν παρατηρώ ένα άνθρωπο που περιγράφει όλα όσα τον δυσκολεύουν και που κατά τεκμήριο έχει έρθει να ζητήσει βοήθεια και θεραπεία για το πρόβλημα του άγχους του.
Από την άλλη πλευρά όμως, η πρότυπη εικόνα που έχουμε για τα παιδιά είναι ότι είναι αθώα, ζωηρά, ανώριμα, παρορμητικά, με εκφραστικότητα. Το παιδί (που μπορεί να είναι δύο, τριών ή τεσσάρων ετών) είναι διερευνητικό. Θέλει να μάθει τον κόσμο, να ψάξει το χώρο, να πιάσει τα αντικείμενα του, να νοιώσει την υφή τους, να προσπαθήσει να καταλάβει τη χρήση τους, να κατανοήσει εντέλει το περιβάλλον γύρω του.
Η επιστήμη της Ψυχολογίας, υποστηρίζει ότι υπάρχουν ορισμένα εγγενή χαρακτηριστικά για τον καθένα από εμάς, που ορίζουν τη χαρακτηριοδομή μας. Αυτά μπορεί να είναι λόγου χάρη η ευαισθησία στον πόνο, η εσωστρέφεια ή η εξωστρέφεια, η τάση προς διερεύνηση του περιβάλλοντος. Αυτές οι υποθέσεις της αναπτυξιακής Ψυχολογίας μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ακριβείς και δεν θα ήταν σκόπιμο να αναπτυχθούν περισσότερο εδώ.
Επιστρέφοντας στα δύο διαφορετικά παιδιά της συζήτησης μας, το αμήχανο/σαστισμένο και το άλλο, αυτό που είναι διερευνητικό, εφόσον προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τη διαφορετική τους στάση θα βρούμε μία σημαντική διαφορά: Το παιδί που είναι σαστισμένο και δεν είναι “αθώο” ή διερευνητικό ή χαρούμενο, συνήθως είναι αυτό που νιώθει ότι έχει αναλάβει μία ευθύνη. Αυτή η ευθύνη του φέρνει άγχος και αυτό το άγχος ευθύνεται για την παρατηρούμενη εικόνα του.
Ας υποθέσουμε ότι μία μαμά και το μικρό της παιδί 4 ή 5 ετών ετοιμάζονται να κάνουν μία επίσκεψη σε φιλικό σπίτι. Η μαμά ως καθωσπρέπει κυρία δίνει τις τελευταίες οδηγίες στο παιδί της:
“Τώρα που θα πάμε στο σπίτι επίσκεψη, αν σου προσφέρουν κάτι να φας, π.χ. ένα γλυκάκι, θα πεις ευχαριστώ και θα αρνηθείς ευγενικά. Έτσι προστάζει το savoir vivre, δεν θέλουμε να μας περάσουν για τίποτε πεινασμένα λιγούρια! Εντάξει καλό μου;”
Έπειτα φτάνουν στο φιλικό σπίτι και η οικοδέσποινα προσφέρει όντως στο μικρό παιδάκι ένα μπολάκι με τα αγαπημένα του σοκολατάκια. Τί θα κάνει το παιδάκι; Αν το παιδάκι έχει αναλάβει την ευθύνη να ευχαριστήσει τη μαμά του, θα πει όχι ευγενικά και η μαμά του θα χαρεί πολύ! Το πρόβλημα είναι ότι όσο περισσότερο το παιδάκι αναλαμβάνει την ευθύνη του άλλου (να ικανοποιήσει δηλαδή τον άλλο, τη μαμά του στο παράδειγμα μας), τόσο λιγότερο αναλαμβάνει τη δική του ευθύνη (να κάνει χαρούμενο τον εαυτό του, τρώγοντας τα αγαπημένα του σοκολατάκια).
Το μικρό παιδί δεν ξέρει τι είναι το savoir vivre. Tο μόνο που μπορεί να καταλάβει σε αυτή την ηλικία είναι το ότι μπορεί με τη συμπεριφορά του να ικανοποιεί ή να δυσαρεστεί τον άλλο που είναι σημαντικός για εκείνο (π.χ. τη μαμά του). Αν το παιδί του παραδείγματός μας αναλάμβανε την ευθύνη του εαυτού του, θα έπρεπε να δεχτεί το σοκολατάκι, ίσως μάλιστα θα έπρεπε να δεχτεί και δύο σοκολατάκια λέγοντας “ευχαριστώ!” Όταν η μαμά του μετά θα το ρωτούσε γιατί δεν έκανε όπως του είπε, θα μπορούσε να απαντήσει: “Μα το ήθελα!” ή “Μα μου άρεσε!” ή εναλλακτικά “Ξέχασα τι μου είχες πει στο σπίτι!”
Η ανάληψη της ευθύνης του άλλου είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης συμπεριφορών σχετιζόμενων με το άγχος και θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα νόμισμα που έχει δύο όψεις. Η μία όψη είναι η ανάληψη της ευθύνης ευχαρίστησης του άλλου, η άλλη όψη είναι η ανάληψη ευθύνης να προκαλέσει δυσαρέσκεια στον άλλο. (Αν το παιδί νιώθει ότι η μαμά του το εκνευρίζει, μπορεί να δεχτεί να πάρει το σοκολατάκι για να τη θυμώσει, όχι γιατί το θέλει το ίδιο. Και πάλι όμως αναλαμβάνει την ευθύνη του άλλου, μην αναλαμβάνοντας την ευθύνη να κάνει αυτό που θα ευχαριστήσει το ίδιο).
Οι άνθρωποι που αγχώνονται συνήθως είναι έτοιμοι να μπουν σε καταστάσεις που δεν έχουν απόλυτα κατανοήσει και να αναλάβουν ευθύνες που ενδεχομένως (ή σχεδόν σίγουρα) δεν είναι δικές τους ή τελοσπάντων δεν είναι αποκλειστικά δικές τους.
Αυτός είναι ενδεχομένως ένας μηχανισμός που ανάγεται στην παιδική ηλικία, όταν το περιβάλλον αυτών των ανθρώπων μεταφέρει τις διδαχές του για την ερμηνεία του κόσμου και τους βοηθά να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι αυτός ο κόσμος είναι επικίνδυνος, αυτοί πρέπει να είναι προστατευμένοι και ο έλεγχος του περιβάλλοντος είναι η βασική μέθοδος απόκτησης ασφάλειας.
Έτσι επιλέγουν από μικροί την ευθύνη δημιουργίας αυτού του ασφαλούς περιβάλλοντος για τον εαυτό τους και το διευρυμένο περιβάλλον τους. Κατ’ αυτή την έννοια ένα μικρό παιδί μπορεί να έχει αναλάβει την ευθύνη της σχέσης των γονιών του, των προβλημάτων της καθημερινότητας, την ευθύνη να συμπεριφέρεται σύμφωνα με το savoir vivre και το savoir faire που του προτείνουν οι δικοί του. Το κάνει αυτό, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και το συνεπαγόμενο άγχος που φέρει αυτή, ώστε να ικανοποιήσει και να φροντίσει τους αγαπημένους του. Αυτή η μαθημένη συμπεριφορά συνεχίζεται και μετά, εκεί που το παιδί δεν είναι πια τόσο παιδί και πολλές φορές εκεί που είναι πια μεγάλος σε ηλικία ενήλικας.