Ο έρωτας για πολλούς είναι ένα αίσθημα κινητοποιητικό, αναζωογονητικό, ενδεχομένως και ριζοσπαστικό. Αυτή η λειτουργία είναι παροδική και ταυτίζεται με την προσπάθεια της επιφανειακής του περιγραφής ή της περιγραφής της αρχικής του φάσης, εκεί που ο έρωτας ταυτίζεται με τη δημιουργία μίας αρχικής φαντασίωσης (π.χ. εκεί που κοιτάζονται δύο άνθρωποι και ο ένας σκέφτεται για τον άλλο: “Αυτός/Αυτή είναι τέλειος για εμένα!!!). Αυτό είναι το στάδιο που ο έρωτας αφορά στην εικόνα που φτιάχνουμε για τον άλλο χωρίς τον άλλο (πριν ακόμα τον γνωρίσουμε και πριν να έχουμε μία πραγματική βιωματική εμπειρία από αυτόν).
Ο έρωτας κατοικεί στη φαντασία μας
Στη συνέχεια και εφόσον πλησιάσουμε πραγματικά το αντικείμενο του έρωτα μας (άνθρωπο ή οτιδήποτε άλλο) ή ακόμα και αν δεν το πλησιάσουμε αλλά παρέλθει χρόνος ενασχόλησης με την ερωτική μας φαντασίωση, τα πράγματα αλλάζουν. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα ο έρωτας μεταλλάσσεται. Γίνεται ένα συναίσθημα αρνητικό, δυσφορικό, σκοτεινό, που συνεχίζει όμως να αναπτύσσεται στο χώρο της φαντασίας μας, στις νοερές μας αναζητήσεις.
Ο έρωτας εξαρτάται από την απόσταση.
Όσο μεγαλώνει η απόσταση σε σχέση με το αντικείμενο του έρωτα μας (φυσικό ή συμβολικό), τόσο μεγαλώνει και η δυσφορία που αισθανόμαστε (δε νομίζω ότι υπάρχει διάσταση απόψεων για αυτό το ζήτημα).
Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τον έρωτα μέσα από ένα παράδειγμα, αυτό ενός ζευγαριού. Το ζευγάρι είναι Αυτή και Αυτός. Αυτός, θέλει πολύ να πηγαίνει στο γήπεδο και να παρακολουθεί σπορ. Αυτή αντίθετα, σιχαίνεται τα σπορ και σιχαίνεται το γήπεδο, αλλά ταυτόχρονα είναι τρελά ερωτευμένη μαζί του. Τί πρέπει να κάνει;
Μα φυσικά να πάει μαζί του και ας σιχαίνεται τα σπορ. Αυτή της η πράξη θα κρατήσει την απόσταση τους στο ελάχιστο (άρα αυτή θα βιώνει την ελάχιστη δυσφορία). Το να πάει στο γήπεδο όμως δεν είναι η μοναδική διαθέσιμη επιλογή γι’ Αυτήν. Εναλλακτικά, μπορεί να απαγορεύσει το γήπεδο σε Αυτόν. Αν σιχαίνεται πολύ το γήπεδο και είναι πολύ ερωτευμένη μ’ εκείνον, θα κάνει ό,τι μπορεί για να του κόψει το γήπεδο, γιατί ο έρωτας χρειάζεται την ελάχιστη απόσταση και εκείνη την ικανοποίηση της.
Ο έρωτας συναίσθημα κατ’ εξοχήν εγωιστικό.
Από την άλλη πλευρά, η αγάπη είναι αίσθημα θετικό, συνεργατικό, ευωδοτικό. Η αγάπη εμπεριέχει αλτρουϊσμό. Στη λογική του προηγούμενου παραδείγματος αν Αυτή τον αγαπά, θέλει να είναι χαρούμενος. Χαίρεται με τη χαρά του, θέλει το καλό του. Θα τον αφήσει να πάει στο γήπεδο χωρίς να είναι και αυτή παρούσα, αφού δεν νιώθει απαραίτητο να είναι μαζί του (και αφού σιχαίνεται το γήπεδο). Χαίρεται με τη χαρά του και κατ’ επέκταση κατανοεί ότι αν αυτός είναι χαρούμενος θα μπορεί να την κάνει και εκείνη πιο χαρούμενη.
Στο κείμενο για τη μάθηση του άγχους (https://psychiatriki.com/?p=939), δίνεται ένα παράδειγμα του πως ένας άνθρωπος από μικρό παιδί μαθαίνει ν’ αγχώνεται. Σε αυτό το κείμενο η εστίαση και το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι στο παιδί και στο τί συμβαίνει σ’ εκείνο. Δε σχολιάζεται όμως η μητέρα. Γιατί η μητέρα είναι τόσο αγχώδης, κανονιστική και ελεγκτική; Γιατί λέει στο μικρό παιδί της τόσο επίμονα ότι το μέλλον θα είναι καταστροφικό; (Το εν λόγω παράδειγμα αφορά στην εκδήλωση της ανησυχίας μίας μαμάς για το τί θα συμβεί αν το τετράχρονο παιδί της ανέβει παίζοντας σε μία καρέκλα του σπιτιού- δηλαδή το άγχος της και την πεποίθηση της ότι αν το κάνει σίγουρα θα πέσει και θα χτυπήσει-και τον αντίκτυπο που έχει μία τέτοια κανονιστική συμπεριφορά στη μάθηση του άγχους στο παιδί).
Η μαμά του παραδείγματος στ’ αλήθεια εκφοβίζει το παιδί της γιατί δεν θέλει να αφήσει καμία πιθανότητα να πέσει και να χτυπήσει. Δεν το μισεί, ταλαιπωρείται όμως από τη νοερή εικόνα του μυαλού της, στην οποία το μικρό της πέφτει και χτυπά. Ως αγχώδης άνθρωπος δίνει πολλή σημασία στις νοερές της εικόνες, τις αντιμετωπίζει όχι ως ενδεχόμενες εξελίξεις, αλλά ως πραγματικές εκβάσεις (στην ψυχολογικά του άγχους αυτό λέγεται μαγική σκέψη).
Γιατί συμπεριφέρεται έτσι και ποιό είναι το βασικό της ελατήριο όταν αυτή διακατέχεται από υπερβολή και υπερπροστατευτικότητα;
Δυστυχώς το ελατήριο είναι ο εγωισμός της. Δε θέλει με τίποτα να νιώσει άσχημα, δε θέλει να τρέχει σε γιατρούς, δε θέλει να ταλαιπωρηθεί με κανένα τρόπο. Θέλει βάση θυσία, με όποιο κόστος να πάνε όλα τέλεια. Αυτή είναι η επιθυμία της και ταυτόχρονα η φαντασίωση της. Ταυτόχρονα προσεγγίζει τη σχέση με το παιδί της συγχωνευτικά, το αντιμετωπίζει ως προέκταση του εαυτού της. Αν πονέσει εκείνο, θα πονέσει και αυτή, αν ταλαιπωρηθεί εκείνο, θα ταλαιπωρηθεί και αυτή. Μπορεί να είναι και η μαμά που προβάλλει αυτή τη συγχωνευτική σχέση στις συζητήσεις της με τους φίλους και τις φίλες της λέγοντας: (“ διαβάζουμε τα μαθήματα μας”, “δώσαμε εξετάσεις”, “τα πήγαμε τέλεια!”).
Αυτή είναι μία αγχώδης μαμά. τα χαρακτηριστικά όμως της συμπεριφοράς της, δεν είναι ταυτόχρονα και τα χαρακτηριστικά του έρωτα που προαναφέρθηκαν;
Ο έρωτας όπως σημειώθηκε έχει εγωιστικά χαρακτηριστικά (την ικανοποίηση του εαυτού), εμπεριέχει μέσα του την πεποίθηση και ανάγκη της τελειότητας (την είδα και σκέφτηκα ότι είναι τέλεια για εμένα), αυξάνει τη δυσφορία όταν αυξάνεται η απόσταση (στην περίπτωση της αγχώδους μαμάς η απόσταση εκφράζεται μέσα από το άγχος του τί αρνητικό σενάριο μπορεί να επισυμβεί σε σχέση με την ιδανική εξέλιξη την οποία απαιτεί να έχουν τα πράγματα-να μην πάθει τίποτα το παιδί- φοβούμενη ταυτόχρονα πάντα το χειρότερο. Ουσιαστικά αυτό που επιβαρύνει τη μαμά του παραδείγματος είναι η απόσταση της καταστροφικής της φαντασίωσης από την ιδανική φαντασιακή κατάσταση).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, έρωτας και άγχος έχουν πολύ παρόμοια χαρακτηριστικά και μάλιστα κατοικούν και στον ίδιο χώρο (αυτό της φαντασίας μας-αφού ψυχονοητικά ο θεμελιώδης λίθος του άγχους είναι η αρνητική μας προσδοκία για το μέλλον και αυτό συνιστά μία συγκεκριμένη φαντασιακή εικονοπλασία).
Όπως λοιπόν ο έρωτας μπορεί να είναι το αλατοπίπερο στη ζωή μας (και το άγχος δυνητικά είναι το αλατοπίπερο των φαντασιώσεων μας), ποιό μπορεί να είναι το αντίπαλο δέος; Τι μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά προς αυτή την ταλαιπωρητική διεργασία;
Ίσως θα ήταν χρήσιμο να επιστρέψουμε στη λογική του παραδείγματος του ζευγαριού που σχολιάστηκε πιο πάνω: Αυτή, για να ισορροπήσει η σχέση τους από τη δική της πλευρά θα πρέπει να μάθει να τον αποχωρίζεται και να τον εμπιστεύεται. Θα πρέπει να ανέχεται Αυτός να απομακρύνεται από κοντά της και να ξαναγυρνά όταν εκπληρώνει τις επιθυμίες του (το γήπεδο που πηγαίνει για να παρακολουθήσει τον αγώνα) ωθούμενη από την αγάπη της γι’ αυτόν και απορρίπτοντας τον εγωισμό της δικής της ικανοποίησης (που σηματοδοτεί και την επένδυση μόνο στον έρωτα της).
Κατ’ αντιστοιχία, ίσως ένα από τα σημαντικότερα φάρμακα κατά του άγχους να είναι τελικά η αγάπη της καθημερινότητας μας. Αγάπη κατά την έννοια του ότι ένας άνθρωπος πρέπει να μπορεί να αποδέχεται το περιβάλλον του, την καθημερινότητά του και τα πραγματικά γεγονότα που αυτή φέρνει. Να μπορεί να αγκαλιάσει τις ποικίλες εκφάνσεις των γεγονότων και να αποδεχτεί τη σημασία και το νόημα τους χωρίς συνεχώς να διαφεύγει φαντασιακά από αυτές.
Αν μάλιστα δει κανείς ότι όσο και να προσπαθήσει υπάρχουν σημαντικά στοιχεία της καθημερινότητας που αδυνατεί να αποδεχτεί, αδυνατεί ν’ αγαπήσει, ίσως αυτό να συνιστά και ένα σημείο-οδηγό που σηματοδοτεί την αναγκαιότητα αλλαγής. Ίσως αυτό να είναι το σημείο που θα πρέπει να αλλάξει ρότα και να κάνει διαφορετικές επιλογές, πάλι χωρίς περίσσεια άγχους, αφού θα έχει πια την πεποίθηση ότι ο τρόπος με τον οποίο ζει δεν του/της ταιριάζει.
(Η Ανατομία του Άγχους είναι διαθέσιμη από το site, από τα βιβλιοπωλεία Πολιτεία και Ιανός)