Αρχείο συντάκτη Psychiatros

Γιατί η μαμά μου αγχώνεται για το αν έφαγα

Πλησιάζω τα πενήντα και η μαμά μου είναι σχεδόν 80. Μένει στην επαρχία. Συχνά όταν μιλάμε στο τηλέφωνο μου λέει τα συνηθισμένα (συμβατά με αυτά που έχουμε συνηθίσει να λέει η Ελληνίδα μάνα). Με ρωτά αν έχω φάει, αν είμαι καλά ντυμένος, αν ξεκουράζομαι αρκετά και αν κοιμάμαι αρκετά. Αν μάλιστα οι απαντήσεις μου είναι ανεπαρκείς ή λάθος, μπορεί να με μαλώσει και λίγο και με μία ψευτοπροστακτική να πει έντονα κάτι όπως: Να κοιμάσαι! Να τρως! να ξεκουράζεσαι! 

Πολλές φορές έχω φέρει αυτό το παράδειγμα σε θεραπευόμενους μου με έντονο άγχος που τους δυσκολεύει η σχέση τους με τους γονείς τους, και τους έχω ρωτήσει τη γνώμη τους, γιατί νομίζουν ότι μπορεί να συμβαίνει αυτό. Κάποιοι απαντούν “γιατί ενδιαφέρεται” κάποιοι άλλοι “γιατί έτσι είναι οι Ελληνίδες μάνες”, κάποιοι άλλοι “γιατί σε αγαπάει” ή τέλωσπάντων κάτι που κυμαίνεται σε αυτό το μοτίβο.

Μπορεί όντως να είναι έτσι; Μπορεί η μαμά του παραδείγματος να ενδιαφέρεται ουσιαστικά και να ρωτά το ενήλικο παιδί της αν έχει φάει ή αν είναι καλά ντυμένο για να μην κρυώσει; ή να του δίνει την οδηγία να ξεκουραστεί; Έχει πραγματικό νόημα να το λες αυτό σε ένα άνθρωπο περίπου πενήντα ετών που ξέρεις ότι πορεύεται μία χαρά στη ζωή του και απαντά επαρκώς στα ζητούμενα της καθημερινότητας; Και γιατί να χρησιμοποιεί τόσο συγκεκριμένες και “κλειστές¨ ερωτήσεις; (οι ανοικτές ερωτήσεις είναι γενικές, μπορεί αυτός που απαντά να χρησιμοποιήσει ελεύθερο συνειρμό, να επεκταθεί τόσο όσο θέλει. Οι κλειστές ερωτήσεις είναι πολύ συγκεκριμένες και το περιθώριο της ελεύθερης απάντησης μικραίνει, μπορεί να είναι απλά ένα ναι ή όχι). 

Αυτές λοιπόν οι τυπικές ερωτήσεις εξυπηρετούν απλά μία τυπική επαφή; Μία επαφή που δε θέλει να εμβαθύνει πολύ στην πληροφορία που μπορεί να δώσει ο ερωτώμενος; Ενδεχομένως ναι. 

Άρα, η μαμά του παραδείγματος, κάνοντας τακτικά τις ίδιες επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις χωρίς σημαντικό νόημα, μάλλον δεν εξυπηρετεί ιδιαίτερα το παιδί της, ίσως τελικά να  εξυπηρετεί μόνο το δικό της άγχος (περιμένοντας να καθησυχαστεί ότι όλα βαίνουν καλώς). Ίσως μάλιστα αυτές οι τυπικές ερωτήσεις να εξυπηρετούν το ρόλο της μαμάς, όπως τον αντιλαμβάνεται αυτή. Ίσως μάλιστα να εξυπηρετούν το ρόλο της όχι στο παρόν, αλλά όπως αυτός ήταν διαμορφωμένος πριν 40-45 χρόνια. Τότε που ήταν νέα, που το παιδί της ήταν μικρό και φυσικά ήθελε καθοδήγηση. 

Ίσως αυτό να προσπαθεί να κάνει και τώρα. Ισως μπερδεύοντας τους χρόνους (πράγμα πολύ σημαντικό όπως έχω αναδείξει πολλές φορές στο βιβλίο μου η ανατομία του άγχους και όπως πολύ συχνά κάνουν οι αγχώδεις άνθρωποι), να μπορεί φαντασιακά και ίσως ασυνείδητα να μεταφερθεί πιο παλιά, εκεί που τα πράγματα πήγαν καλά (αυτό είναι δεδομένο αφού αυτή και το παιδί της είναι και οι δύο στο παρόν και μιλάνε ο ένας στον άλλο) και αυτό θέλει να συνεχιστεί στο διηνεκές. Φέρνει δηλαδή ένα παλιό πρότυπο λειτουργίας στο παρόν, ένα πρότυπο που μπορεί να μην έχει και πολλή λειτουργικότητα ή ιδιαίτερο νόημα τώρα.

Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό λοιπόν, η μαμά μου κάνει αυτές τις “μαμαδίστικες” ερωτήσεις, γιατί ίσως τελικά θέλει περισσότερο να εξυπηρετήσει τον εαυτό της (χωρίς να το καταλαβαίνει) και να αισθανθεί όπως αισθανόταν τότε, νέα και ζωηρή, χωρίς να φοβάται για το αύριο που ενδεχομένως το συνδέει με το άγχος του αβέβαιου και το άγχος του θανάτου. Σε αυτή την περίπτωση, η ερώτηση για το αν έφαγε το παιδί χρησιμοποιείται με αυτό το σκεπτικό ως σημείο ελέγχου, που μειώνει την αβεβαιότητα και που θέλει να δημιουργήσει αίσθημα ασφάλειας.

Μοιραστείτε!

Ο έρωτας του άγχους και η αγάπη της καθημερινότητας

Ο έρωτας για πολλούς είναι ένα αίσθημα κινητοποιητικό, αναζωογονητικό, ενδεχομένως και ριζοσπαστικό. Αυτή η λειτουργία είναι παροδική και ταυτίζεται με την προσπάθεια της επιφανειακής του περιγραφής ή της περιγραφής της αρχικής του φάσης, εκεί που ο έρωτας ταυτίζεται με τη δημιουργία μίας αρχικής φαντασίωσης (π.χ. εκεί που κοιτάζονται δύο άνθρωποι και ο ένας σκέφτεται για τον άλλο: “Αυτός/Αυτή είναι τέλειος για εμένα!!!). Αυτό είναι το στάδιο που ο έρωτας αφορά στην εικόνα που φτιάχνουμε για τον άλλο χωρίς τον άλλο (πριν ακόμα τον γνωρίσουμε και  πριν να έχουμε μία πραγματική βιωματική εμπειρία από αυτόν).

Ο έρωτας κατοικεί στη φαντασία μας

Στη συνέχεια και εφόσον πλησιάσουμε πραγματικά το αντικείμενο του έρωτα μας (άνθρωπο ή οτιδήποτε άλλο) ή ακόμα και αν δεν το πλησιάσουμε αλλά παρέλθει χρόνος ενασχόλησης με την ερωτική μας φαντασίωση, τα πράγματα αλλάζουν. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα ο έρωτας μεταλλάσσεται. Γίνεται ένα συναίσθημα αρνητικό, δυσφορικό, σκοτεινό, που συνεχίζει όμως να αναπτύσσεται στο χώρο της φαντασίας μας, στις νοερές μας αναζητήσεις. 

Ο έρωτας εξαρτάται από την απόσταση.

Όσο μεγαλώνει η απόσταση σε σχέση με το αντικείμενο του έρωτα μας (φυσικό ή συμβολικό), τόσο μεγαλώνει και η δυσφορία που αισθανόμαστε (δε νομίζω ότι υπάρχει διάσταση απόψεων για αυτό το ζήτημα). 

Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τον έρωτα μέσα από ένα παράδειγμα, αυτό  ενός ζευγαριού. Το ζευγάρι είναι Αυτή και Αυτός. Αυτός, θέλει πολύ να πηγαίνει στο γήπεδο και να παρακολουθεί σπορ. Αυτή αντίθετα, σιχαίνεται τα σπορ και σιχαίνεται το γήπεδο, αλλά ταυτόχρονα είναι τρελά ερωτευμένη μαζί του. Τί πρέπει να κάνει; 

Μα φυσικά να πάει μαζί του και ας σιχαίνεται τα σπορ. Αυτή της η πράξη θα κρατήσει την απόσταση τους στο ελάχιστο (άρα αυτή θα βιώνει την ελάχιστη δυσφορία). Το να πάει στο γήπεδο όμως δεν είναι η μοναδική διαθέσιμη επιλογή γι’ Αυτήν. Εναλλακτικά, μπορεί να απαγορεύσει το γήπεδο σε Αυτόν. Αν σιχαίνεται πολύ το γήπεδο και είναι πολύ ερωτευμένη μ’ εκείνον, θα κάνει ό,τι μπορεί για να του κόψει το γήπεδο, γιατί ο έρωτας χρειάζεται την ελάχιστη απόσταση και εκείνη την ικανοποίηση της.

Ο έρωτας συναίσθημα κατ’ εξοχήν εγωιστικό. 

Από την άλλη πλευρά, η αγάπη είναι αίσθημα θετικό, συνεργατικό, ευωδοτικό. Η αγάπη εμπεριέχει αλτρουϊσμό. Στη λογική του προηγούμενου παραδείγματος αν Αυτή τον αγαπά, θέλει να είναι χαρούμενος. Χαίρεται με τη χαρά του, θέλει το καλό του. Θα τον αφήσει να πάει στο γήπεδο χωρίς να είναι και αυτή παρούσα, αφού δεν νιώθει απαραίτητο να είναι μαζί του (και αφού σιχαίνεται το γήπεδο). Χαίρεται με τη χαρά του και κατ’ επέκταση κατανοεί ότι αν αυτός είναι χαρούμενος θα μπορεί να την κάνει και εκείνη πιο χαρούμενη. 

Στο κείμενο για τη μάθηση του άγχους (https://psychiatriki.com/?p=939), δίνεται ένα παράδειγμα του πως ένας άνθρωπος από μικρό παιδί μαθαίνει ν’ αγχώνεται. Σε αυτό το κείμενο η εστίαση και το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι στο παιδί και στο τί συμβαίνει σ’ εκείνο. Δε σχολιάζεται όμως η μητέρα. Γιατί η μητέρα είναι τόσο αγχώδης, κανονιστική και ελεγκτική; Γιατί λέει στο μικρό παιδί της τόσο επίμονα ότι το μέλλον θα είναι καταστροφικό; (Το εν λόγω παράδειγμα αφορά στην εκδήλωση της ανησυχίας μίας μαμάς για το τί θα συμβεί αν το τετράχρονο παιδί της ανέβει παίζοντας σε μία καρέκλα του σπιτιού- δηλαδή το άγχος της και την πεποίθηση της ότι αν το κάνει σίγουρα θα πέσει και θα χτυπήσει-και τον αντίκτυπο που έχει μία τέτοια κανονιστική συμπεριφορά στη μάθηση του άγχους στο παιδί). 

Η μαμά του παραδείγματος στ’ αλήθεια εκφοβίζει το παιδί της γιατί δεν θέλει να αφήσει καμία πιθανότητα να πέσει και να χτυπήσει. Δεν το μισεί, ταλαιπωρείται όμως από τη νοερή εικόνα του μυαλού της, στην οποία το μικρό της πέφτει και χτυπά. Ως αγχώδης άνθρωπος δίνει πολλή σημασία στις νοερές της εικόνες, τις αντιμετωπίζει όχι ως ενδεχόμενες εξελίξεις, αλλά ως πραγματικές εκβάσεις (στην ψυχολογικά του άγχους αυτό λέγεται μαγική σκέψη). 

Γιατί συμπεριφέρεται έτσι και ποιό είναι το βασικό της ελατήριο όταν αυτή διακατέχεται από υπερβολή και υπερπροστατευτικότητα;

Δυστυχώς το ελατήριο είναι ο εγωισμός της. Δε θέλει με τίποτα να νιώσει άσχημα, δε θέλει να τρέχει σε γιατρούς, δε θέλει να ταλαιπωρηθεί με κανένα τρόπο. Θέλει βάση θυσία, με όποιο κόστος να πάνε όλα τέλεια. Αυτή είναι η επιθυμία της και ταυτόχρονα η φαντασίωση της. Ταυτόχρονα προσεγγίζει τη σχέση με το παιδί της συγχωνευτικά, το αντιμετωπίζει ως προέκταση του εαυτού της. Αν πονέσει εκείνο, θα πονέσει και αυτή, αν ταλαιπωρηθεί εκείνο, θα ταλαιπωρηθεί και αυτή. Μπορεί να είναι και η μαμά που προβάλλει αυτή τη συγχωνευτική σχέση στις συζητήσεις της με τους φίλους και τις φίλες της λέγοντας: (“ διαβάζουμε τα μαθήματα μας”, “δώσαμε εξετάσεις”, “τα πήγαμε τέλεια!”).

Αυτή είναι μία αγχώδης μαμά. τα χαρακτηριστικά όμως της συμπεριφοράς της, δεν είναι ταυτόχρονα και τα χαρακτηριστικά του έρωτα που προαναφέρθηκαν;

Ο έρωτας όπως σημειώθηκε έχει εγωιστικά χαρακτηριστικά (την ικανοποίηση του εαυτού), εμπεριέχει μέσα του την πεποίθηση και ανάγκη της τελειότητας (την είδα και σκέφτηκα ότι είναι τέλεια για εμένα), αυξάνει τη δυσφορία όταν αυξάνεται η απόσταση (στην περίπτωση της αγχώδους μαμάς η απόσταση εκφράζεται μέσα από το άγχος του τί αρνητικό σενάριο μπορεί να επισυμβεί σε σχέση με την ιδανική εξέλιξη την οποία απαιτεί να έχουν τα πράγματα-να μην πάθει τίποτα το παιδί- φοβούμενη ταυτόχρονα πάντα το χειρότερο. Ουσιαστικά αυτό που επιβαρύνει τη μαμά του παραδείγματος είναι η απόσταση της καταστροφικής της φαντασίωσης από την ιδανική φαντασιακή κατάσταση). 

Σύμφωνα με τα παραπάνω, έρωτας και άγχος έχουν πολύ παρόμοια χαρακτηριστικά και μάλιστα κατοικούν και στον ίδιο χώρο (αυτό της φαντασίας μας-αφού ψυχονοητικά ο θεμελιώδης λίθος του άγχους είναι η αρνητική μας προσδοκία για το μέλλον και αυτό συνιστά μία συγκεκριμένη φαντασιακή εικονοπλασία).

Όπως λοιπόν ο έρωτας μπορεί να είναι το αλατοπίπερο στη ζωή μας (και το άγχος δυνητικά είναι το αλατοπίπερο των φαντασιώσεων μας), ποιό μπορεί να είναι το αντίπαλο δέος; Τι μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά προς αυτή την ταλαιπωρητική διεργασία;

Ίσως θα ήταν χρήσιμο να επιστρέψουμε στη λογική του παραδείγματος του ζευγαριού που σχολιάστηκε πιο πάνω: Αυτή, για να ισορροπήσει η σχέση τους από τη δική της πλευρά θα πρέπει να μάθει να τον αποχωρίζεται και να τον εμπιστεύεται.  Θα πρέπει να ανέχεται Αυτός να απομακρύνεται από κοντά της και να ξαναγυρνά όταν εκπληρώνει τις επιθυμίες του (το γήπεδο που πηγαίνει για να παρακολουθήσει τον αγώνα) ωθούμενη από την αγάπη της γι’ αυτόν και απορρίπτοντας τον εγωισμό της δικής της ικανοποίησης (που σηματοδοτεί και την επένδυση μόνο στον έρωτα της).

Κατ’ αντιστοιχία, ίσως ένα από τα σημαντικότερα φάρμακα κατά του άγχους να είναι τελικά η αγάπη της καθημερινότητας μας. Αγάπη κατά την έννοια του ότι ένας άνθρωπος πρέπει να μπορεί να αποδέχεται το περιβάλλον του, την καθημερινότητά του και τα πραγματικά γεγονότα που αυτή φέρνει. Να μπορεί να αγκαλιάσει τις ποικίλες εκφάνσεις των γεγονότων και να αποδεχτεί τη σημασία και το νόημα τους χωρίς συνεχώς να διαφεύγει φαντασιακά από αυτές. 

Αν μάλιστα δει κανείς ότι όσο και να προσπαθήσει υπάρχουν σημαντικά στοιχεία της καθημερινότητας που αδυνατεί να αποδεχτεί, αδυνατεί ν’ αγαπήσει, ίσως αυτό να συνιστά και ένα σημείο-οδηγό που σηματοδοτεί την αναγκαιότητα αλλαγής. Ίσως αυτό να είναι το σημείο που θα πρέπει να αλλάξει ρότα και να κάνει διαφορετικές επιλογές, πάλι χωρίς περίσσεια άγχους, αφού θα έχει πια την πεποίθηση ότι ο τρόπος με τον οποίο ζει δεν του/της ταιριάζει.

(Η Ανατομία του Άγχους είναι διαθέσιμη από το site, από τα βιβλιοπωλεία Πολιτεία και Ιανός)

Μοιραστείτε!

Το τυχαίο, το γεγονός και το πρόβλημα. Γιατί τα πρόσημα κάνουν κακό στην Ψυχική Υγεία

Το τυχαίο, το γεγονός, το πρόβλημα

Ο αγχώδης άνθρωπος έχει μία δυσαρμονική σχέση με το πρόβλημα. Λόγω της εμμονής του με την έλλειψη ασφάλειας που τον διακατέχει, συνδέει το πρόβλημα με μία επερχόμενη καταστροφή, που θα είναι η επιβεβαίωση της αμφιθυμίας του για το πόσο ασφαλής είναι (ή δεν είναι). Μέσα από αυτή τη διαδικασία δίνει εμφατικά αρνητικό πρόσημο στο πρόβλημα, το οποίο θεωρεί την πηγή των δεινών του. Και όπως έχει γραφτεί και σε προηγούμενο κείμενο, για το πώς η μάθηση επηρεάζει την ανάπτυξη του άγχους, ο αγχώδης είναι ένας άνθρωπος που σκέφτεται σε μεγάλο βαθμό διχοτομικά. Έχει την ανάγκη να χωρίζει τον κόσμο και αυτά που του συμβαίνουν σε θετικά και αρνητικά. 

Αυτή η διχοτομική σκέψη είναι μία προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου, που για να πούμε την αλήθεια έχει και βάση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό μας και κυριότερα η μνήμη μας. Αυτός ο μηχανισμός κατά βάση είναι συνειρμικός, δηλαδή τείνει να συνδυάζει κάτι με κάτι άλλο, το οποίο είναι ήδη εγγεγραμμένο στη μνήμη.  Με αυτό τον τρόπο αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον και τον κόσμο και επιχειρούμε να λύνουμε τα προβλήματα που προκύπτουν.

Λόγω αυτής της συνειρμικής διεργασίας (που καθορίζεται από τις εμπειρίες μας), όταν ερχόμαστε σε επαφή με ένα γεγονός (και όταν είμαστε αγχώδεις προσωπικότητες), ερμηνεύουμε το συμβάν μέσα από αυτό το φίλτρο του θετικού ή αρνητικού προσήμου, για να αποφανθούμε για τη σημασία του για εμάς. Κάπου εκεί, σε αυτό το σημείο  αρχίζει και χτίζεται και το μεγάλο άγχος και ο τρόμος για το πρόβλημα. 

Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσω να εννοιοδοτήσω το πρόβλημα με ένα λίγο διαφορετικό τρόπο που να είναι έγκυρος, αλλά να μην ταλαιπωρεί τόσο το άτομο ή τουλάχιστον να μην το ταλαιπωρεί πάντα.

Συχνά συγχέουμε τρία πράγματα: Το τυχαίο, το γεγονός και το πρόβλημα. Αυτές οι τρεις έννοιες μπορεί κάποιες φορές να είναι κοντινές, άλλοτε όμως μπορεί να απέχουν σημαντικά. 

Το τυχαίο είναι αυτό που μας φέρνει η τύχη, αυτό που δεν μπορούμε να προβλέψουμε ή που δεν είχαμε τα κατάλληλα εργαλεία για να ξέρουμε ότι θα συμβεί. Το τυχαίο είναι αυτό που δεν είναι προϊόν σκοπιμότητας, αυτό το οποίο δεν είμαστε προετοιμασμένοι να απαντήσουμε, αυτό για το οποίο δεν έχουμε μία διαμορφωμένη στρατηγική.  

Το γεγονός είναι το αποτέλεσμα του τυχαίου και είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι έχει συμβεί.

Το πρόβλημα, έτσι όπως ορίζεται εδώ, είναι το γεγονός για το οποίο κανείς καλείται να αναλάβει μία δράση με σκοπό την λύση του και την αντιμετώπισή του.

Η σχέση γεγονότος και προβλήματος δεν είναι δεδομένη. Δεν είναι δεδομένο ότι κάθε γεγονός που συμβαίνει δίπλα μου ή στο περιβάλλον μου συνιστά πρόβλημα για εμένα. Ίσως ένα παράδειγμα θα απλοποιούσε περισσότερο τα πράγματα:

Ας υποθέσουμε ότι περπατώ στο δρόμο και μπροστά μου, στα 30 μέτρα βλέπω ένα μικρό αντικείμενο να βρίσκεται στο δρόμο. Αυτό είναι ένα καθαρά τυχαίο γεγονός. Δεν θα μπορούσα να προβλέψω ότι σήμερα στη βόλτα μου θα υπήρχε μπροστά μου ένα τέτοιο αντικείμενο. Το πλησιάζω και βλέπω ότι είναι ένα πεσμένο πορτοφόλι. Αυτό είναι πια ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Το προσπερνώ και συνεχίζω το δρόμο μου προς το σπίτι. Φτάνοντας εκεί, περιγράφω στους δικούς μου το γεγονός που βίωσα σήμερα, ένα πεσμένο πορτοφόλι στο δρόμο. 

Αν όμως όταν πλησίαζα το πορτοφόλι δεν το προσπερνούσα αλλά κοντοστεκόμουν, τότε ενδεχομένως να είχα ένα πρώτο πρόβλημα (ένα γεγονός που θα με αφορούσε και για το οποίο θα έπρεπε να κάνω κάτι). Το παίρνω ή το αφήνω στο δρόμο; Και αν τελικά αποφάσιζα να το πάρω, τότε θα είχα ένα δεύτερο πρόβλημα: κρατώ τα χρήματα και πετώ το πορτοφόλι στα σκουπίδια ή το παραδίδω στην αστυνομία;

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι για να είναι κάτι πρόβλημα, πρέπει να αποφασίσω ότι με αφορά, γεγονός που έχει δύο άμεσες συνέπειες: Η πρώτη συνέπεια είναι ότι μου δίνεται η επιλογή να αποφασίζω απέναντι σε αυτό που μου φέρνει το τυχαίο, χωρίς να δεσμεύομαι οριστικά και απαρέγκλιτα από αυτό που συμβαίνει, (από το γεγονός δηλαδή) και να το θεωρώ απαραίτητα πρόβλημα. Η δεύτερη συνέπεια, είναι ότι το πρόβλημα όπως περιγράφεται εδώ δεν είναι κάτι εξ’ ορισμού αρνητικό, αλλά είναι πλήρως ενταγμένο στην καθημερινότητα. Είναι κομμάτι της διαδικασίας της ζωής και δυνητικά είναι πρόκληση: είναι μία πρόκληση να δράσω με τον τρόπο που εγώ θεωρώ πιο αρμοστό ή ταιριαστό σε εμένα, για την εκάστοτε κατάσταση που αντιμετωπίζω. 

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πρόβλημα δεν έχει απαραίτητα πρόσημο, δεν σημαίνει απαραίτητα καταστροφή ή επιβάρυνση. Το πρόβλημα ωστόσο σηματοδοτεί όμως την ανάγκη επένδυσης χρόνου και την ανάγκη ενασχόλησης με αυτό, εφόσον όπως έχει ήδη τονιστεί αποφασίσω ότι με αφορά.

Επίσης, το ίδιο γεγονός για διαφορετικούς ανθρώπους μπορεί να σηματοδοτεί διαφορετικά προβλήματα: Ας υποθέσουμε ότι τρεις φίλοι παρακολουθούν στην τηλεόραση το χρηματιστήριο. Βλέπουν τη μετοχή μίας εταιρείας που έχει πάρει την κάτω βόλτα. Αυτό είναι ένα γεγονός. Ο πρώτος δυσφορεί και στεναχωριέται, μπορεί και να νιώθει απελπισία. Είναι έτσι, διότι έχει πολλές μετοχές της εταιρείας που χάνει αξία, άρα αυτός χάνει τα χρήματα που έχει επενδύσει. Ο δεύτερος, έχει και αυτός ένα πρόβλημα, αλλά διαφορετικό. Έχει πολλά χρήματα, δεν έχει μετοχές αυτής της εταιρείας και το πρόβλημα του είναι αν με τα χρήματά του θα άξιζε να πάρει μετοχές της εν λόγω εταιρείας με το σκεπτικό ότι θα αγοράσει φτηνά και αυτό ενδέχεται να είναι μία καλή ευκαιρία. Ο τρίτος της παρέας δεν έχει ούτε μετοχές ούτε χρήματα. Το πρόβλημα του είναι αν θα πρέπει να λυπηθεί για την στενοχώρια του φίλου του που χάνει χρήματα ή να χαρεί με τη χαρά του δεύτερου φίλου του, που βρίσκεται απέναντι σε μία καλή ευκαιρία να κερδίσει χρήματα.

Όπως είναι ελπίζω σαφές από τα παραπάνω, η έννοια του προβλήματος και το περιεχόμενο που δίνουμε σε αυτό μπορεί να είναι ισχυρά κυμαινόμενο, ακόμα και το σημείο αναφοράς είναι το ίδιο γεγονός.

Εδώ κάπου έρχεται στη συζήτηση η επιστήμη της στρατηγικής με ένα απλό της σχήμα, που όμως είναι πολύ σημαντικό για την καθημερινότητά μας. Η στρατηγική λοιπόν μας λέει ότι για ένα δεδομένο πρόβλημα, όταν ασκήσουμε μία δράση, έχουμε ένα αποτέλεσμα, με ένα σχήμα αυτής της μορφής:

Πρόβλημα ————— Επιλεγμένη δράση—————–   Αποτέλεσμα

Τι κάνουμε αν το αποτέλεσμα με βάση την επιλεγμένη δράση δεν είναι το επιθυμητό ή το ανεκτό;

Η προφανής απάντηση είναι αλλάζουμε δράση. Και αν το αποτέλεσμα επιμένει να είναι μη ανεκτό; Μα ξανα-αλλάζουμε δράση, φυσικά. Και μετά από λίγο αν αρχίσουν να εκλείπουν οι δράσεις; Τότε τί μπορούμε να κάνουμε;  Πολλοί θεραπευόμενοι μου απαντούν ότι τότε βιώνουμε την αίσθηση του αδιεξόδου (που παρεπιπτόντως είναι ένας από τους βασικούς ψυχολογικούς παράγοντες διόγκωσης-εκτίναξης του άγχους)  και έχουν δίκιο. Θα μπορούσαμε σε μία τέτοια συνθήκη να κάνουμε κάτι άλλο;

Η απάντηση εδώ, που ίσως δεν είναι καθόλου προφανής αρχικά είναι ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο: Θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε μία άλλη περιγραφή και προσέγγιση του προβλήματος (κάτι που είναι και από τα βασικά ζητούμενα της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας).

Πως γίνεται να περιγράψει κανείς ένα πρόβλημα με άλλο τρόπο; ένα παράδειγμα ίσως απλοποιήσει αυτή τη διαδικασία. Ας υποθέσουμε ότι είμαι γονιός και το πρόβλημά μου είναι το πώς θα ωθήσω το παιδί μου σε μία συγκεκριμένη επαγγελματική κατεύθυνση, π.χ. να γίνει μουσικός (γιατί είμαι μουσικός και θεωρώ ότι το επάγγελμα μου θα είναι καλό και για εκείνο). Προσπαθώ λοιπόν να το διδάξω μουσική (αυτή είναι η πρώτη μου δράση), αλλά το παιδί μου δε φαίνεται να ανταποκρίνεται επαρκώς (μη αποδεκτό αποτέλεσμα), οπότε αλλάζω δράση, δηλαδή το στέλνω σε ωδείο. Όμως, ούτε αυτό φαίνεται να λειτουργεί καλά. Οπότε ξανααλλάζω δράση: παίρνω δάσκαλο για κατ ‘ οίκον διδασκαλία. Αν και αυτή μου η δράση δεν αποδώσει, αρχίζω να ξεμένω από δράσεις και αρχίζω να βιώνω το προαναφερθέν αδιέξοδο που με πιέζει και με αγχώνει. 

Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η εναλλακτική περιγραφή του προβλήματος: Αντί να σκέφτομαι πως θα πείσω το παιδί μου να κάνει αυτό που εγώ θέλω, διερευνώ αυτό που θέλει να κάνει εκείνο ή αυτό που ενδεχομένως του ταιριάζει καλύτερα. Η μεταβολή στην περιγραφή του προβλήματος είναι ότι δεν ασχολούμαι αποκλειστικά με εμένα, (όπου το πρόβλημα μου είναι το πώς το παιδί μου θα κάνει αυτό που θέλω), αλλά η περιγραφή του προβλήματός μου στρέφεται πλέον στο πώς το παιδί μου θα είναι ευτυχισμένο. Συνέπεια στης διαφορετικής περιγραφής είναι η ανάδυση νέων πιθανών δράσεων με συνέπεια τα νέα διαφοροποιημένα αποτελέσματα, που μπορεί να είναι καλύτερα αποδεκτά όχι μόνο για εμένα, αλλά και για εκείνο. 

Ας μη φοβόμαστε λοιπόν τα προβλήματα, ας επιλέγουμε με ποια από τα γεγονότα αξίζει να επενδύσουμε το χρόνο μας και την προσπάθεια μας και ας είμαστε διατεθειμένοι να σκεφτούμε εναλλακτικές περιγραφές για προβλήματα που έως εχθές θεωρούσαμε δυσεπίλητα. Ποιος ξέρει, αν το κάνουμε αυτό ίσως λίγο αργότερα να λυθούν!

Μοιραστείτε!

Η ψυχική γραφειοκρατία

Γραφειοκρατία και άγχος. Ίσως να φαίνεται παράξενο να υπάρχουν αυτές οι λέξεις η μία δίπλα στην άλλη. Πως μπορεί να σχετίζεται η γραφειοκρατία με τη διαδικασία του άγχους; Για να κατανοήσουμε αυτή τη συσχέτιση, θα πρέπει κατ’ αρχάς να εξετάσουμε το νόημα και τη λειτουργία της γραφειοκρατίας. Ίσως για πρακτικούς λόγους και για οικονομία χρόνου, αυτό να είναι πιο εύκολο όπως συνήθως με ένα παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε ότι ένα ζευγάρι γεννά ένα μωρό. Ο πατέρας πρέπει να δηλώσει το μωρό σε κάποια δημόσια υπηρεσία, π.χ. στα ΚΕΠ (Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών). Πρέπει να φέρει εις πέρας μία διαδικασία, που τα προηγούμενα χρόνια μπορεί να απαιτούσε να έχει ένα έγγραφο από το μαιευτήριο, ένα έγγραφο από το ληξιαρχείο, ένα έγγραφο από το Δήμο, απαιτούσε δηλαδή μία γραφειοκρατία (σε πολλές περιπτώσεις γεγονότων της καθημερινότητας, ιδιαίτερα στο παρελθόν, τέτοιες διαδικασίες μπορεί να ήταν αρκετά κουραστικές και χρονοβόρες και να απαιτούσαν περισσότερα ακόμα έγγραφα).

Εδώ θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κάποιος, γιατί δεν θα μπορούσε ο πατέρας του παραδείγματος μας απλά να πάει στο ΚΕΠ και να δηλώσει το όνομα του παιδιού του; Δεν θα ήταν κατά πολύ απλούστερο να πάει στην εν λόγω υπηρεσία (τα ΚΕΠ) και να πει ότι είμαι ο τάδε και έκανα ένα παιδί που θα το ονομάσουμε έτσι; Το παράδειγμα μάλλον φαίνεται απλό, λογικό και λειτουργικό, παρόλα αυτά δυστυχώς  δε γίνεται ποτέ έτσι. Ποτέ ένας υπάλληλος ΚΕΠ δεν θα έλεγε “αφού το λές εσύ κύριε τάδε, έτσι είναι”. Καταπώς φαίνεται, υπάρχει κάποια δυσκολία από μέρους του υπαλλήλου. Γιατί λοιπόν να μην μπορεί απλά να εμφανιστεί κανείς σε μία υπηρεσία και δηλώνοντας προφορικά αυτά που επιθυμεί, να διεκπεραιώσει την υπόθεση που τον απασχολεί; Πρέπει κάπου να υπάρχει κάποιο σημαντικό εμπόδιο, κάποιου τύπου αναστολή. 

Η αναστολή έχει να κάνει με ένα βασικό πρόβλημα που αναδύεται σε μία τέτοια διαδικασία, που είναι μία σχεσιακή διαδικασία (έστω και σύντομη) και είναι ο παράγοντας της εμπιστοσύνης. Ο υπάλληλος του ΚΕΠ δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε αυτό που του λέει ο οποιοσδήποτε άγνωστος (ή και γνωστός του επίσης). Πάνω σε αυτό το πρόβλημα αναπτύσσεται η γραφειοκρατία, που έχει ως βασικό σκοπό να διασφαλίσει μία διαδικασία, να καλύψει το υπάρχον έλλειμμα εμπιστοσύνης, να αποτελεί μία δικλείδα ασφαλείας σε κάτι που θεωρείται σημαντικό.

Αν δεχθούμε την έλλειψη εμπιστοσύνης ως δεδομένο αίτιο της γραφειοκρατίας, τότε στην πορεία του συλλογισμού μας αναδύεται ένα καινούργιο ερώτημα: Αρχικά ας δεχτούμε ότι ο υπάλληλος δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στον καθένα που προσέρχεται στο χώρο εργασίας του και υποστηρίζει το οτιδήποτε. Στη σύγχρονη όμως εποχή και με την εξέλιξη της τεχνολογίας, δεν είναι εφικτό στο μαιευτήριο να υπάρχει τοποθετημένος ένας υπάλληλος (ενδεχομένως κρατικός), ο οποίος έχει αυτή ακριβώς την ευθύνη, να διεκπεραιώνει και να ολοκληρώνει ακριβώς τέτοιου τύπου διαδικασίες; Ποια θα ήταν τα προαπαιτούμενα για να λειτουργούν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση;

Αυτό ακριβώς είναι ένα κρίσιμο σημείο. Όντως θα μπορούσε η διαδικασία να έχει αλλάξει προς μία άλλη ενδεχομένως πιο αποδοτική κατεύθυνση, μία κατεύθυνση που με ελάχιστο κόπο θα μπορούσε να μειώσει κατά πολύ τη γραφειοκρατία και τον περιττό (για τα σύγχρονα δεδομένα) κόπο που αυτή συνεπάγεται. 

Για να συμβεί όμως αυτό, θα έπρεπε κάποιος να αναλάβει την ευθύνη της αλλαγής

Αυτός ο κάποιος θα ήταν ένα άτομο που θα είχε την απαραίτητη δύναμη/κύρος  και τους αντίστοιχους πόρους. Θα μπορούσε λ.χ. να είναι υπουργός ή γραμματέας υπουργείου ή κάτι αντίστοιχο. Γιατί ένας άνθρωπος με αυτή την εξουσία δεν κάνει το προφανές; Γιατί δε διευκολύνει αυτή την εξαντλητική κατάσταση; 

Ίσως η πιο σωστή απάντηση είναι γιατί δυσκολεύεται να αναλάβει την αντίστοιχη ευθύνη. Ίσως να είναι δύσκολο για ένα υπουργό να πάρει μία τέτοια απόφαση, γιατί χωρίς την αντίστοιχη μελέτη, δεν δύναται να ξέρει τι αποτελέσματα θα μπορούσε να έχει η πράξη του. Δεν είναι επαρκώς ενήμερος αν η απόφαση του θα λύσει μόνο προβλήματα ή αν θα δημιουργήσει ενδεχομένως άλλα νέα, όπως π.χ. αν θα έχει ως αποτέλεσμα απολύσεις πολλών εργαζόμενων που εργάζονται στο πλαίσιο της υπάρχουσας γραφειοκρατίας.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γραφειοκρατία είναι μία διαδικασία που έχει ξεκινήσει από μία ανάγκη και που κάποτε είχε βάση και αξία και δημιουργήθηκε για κάποιο σημαντικό λόγο (στο παράδειγμα μας την εμπιστοσύνη). Στο παρόν όμως και ενώ έχουν αλλάξει οι συνθήκες, η αξία αυτής της διαδικασίας έχει μειωθεί ή έχει εκλείψει. 

Παρόλα αυτά, ως διαδικασία συνεχίζει να υφίσταται, αφενός γιατί μπορεί να μην έχει υπάρξει η συνειδητοποίηση ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει ή γιατί κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της αλλαγής

Η ίδια ακριβώς διαδικασία συμβαίνει και στον ψυχισμό μας και μας επηρεάζει σαν ψυχοπιεστικός παράγοντας.  Κατ’ αναλογία λοιπόν, αυτή είναι μία διαδικασία “ψυχικής γραφειοκρατίας”. Η ψυχική γραφειοκρατία όπως την εννοιοδοτώ, αναφέρεται σε ένα σύνολο κανόνων που έχουν ξεκινήσει από παλιά. Τότε ίσως εξυπηρετούσαν κάποια δεδομένη κατάσταση, ίσως απαντούσαν στα προβλήματα που τότε απασχολούσαν το άτομο. 

Αυτό το σύνολο κανόνων όμως ίσως πια δεν είναι τόσο αποδοτικό (το αντίθετο), γιατί οι συνθήκες της καθημερινότητας έχουν αλλάξει. Ωστόσο, για να αλλάξει κανείς αυτές τις ψυχικές διαδικασίες, πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της αλλαγής. Όσο αυτό δε συμβαίνει, τόσο οι κανόνες αυτοί αναδύονται μέσα από τη συμπεριφορά μας και την καθημερινή μας διαβίωση, δυνατοί, άκαμπτοι και χωρίς σαφή λόγο ύπαρξης. 

Η ψυχική γραφειοκρατία παίζει σημαντικό ρόλο στο άγχος μας και σηματοδοτεί, δημιουργημένα ψυχικά αντανακλαστικά τα οποία αναδύονται σε συνθήκες πίεσης, εκεί που δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη της αλλαγής, σε πράγματα που έχουμε αντιμετωπίσει ξανά και ξανά και επιμένουμε να τα αντιμετωπίζουμε με τον ίδιο αντιπαραγωγικό τρόπο, που μπορεί να μην εξυπηρετεί ούτε εμάς, ούτε τους άλλους (αναλαμβάνοντας την ευθύνη τους και κρατώντας τους με αυτό τον τρόπο σε κατάσταση “μικρού παιδιού” ).

(Από το βιβλίο “Η Ανατομία του Άγχους”)

Μοιραστείτε!

Η ανάληψη της ευθύνης του άλλου, το άγχος και το μικρό παιδί

Μερικές φορές οι άνθρωποι που ταλαιπωρούνται πολύ από το άγχος τους μοιάζουν με έκθαμβα φοβισμένα παιδιά, μπροστά σε καταστάσεις που τους φαίνονται ανοίκειες.  Είναι σα να τους έχει τοποθετήσει κανείς σε ένα χώρο με άγνωστα αντικείμενα που τους προκαλούν για κάποιο λόγο δυσφορία. Τα αντικείμενα αυτά δεν είναι εξ’ ορισμού αντιληπτά στο μυαλό τους ως βλαπτικά ή επικίνδυνα. Μπορεί απλά να τους φαίνονται άγνωστα. 

Αυτή η εικόνα του φοβισμένου παιδιού, είναι ένα χαρακτηριστικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω μερικές φορές όταν παρατηρώ ένα άνθρωπο που περιγράφει όλα όσα τον δυσκολεύουν και που κατά τεκμήριο έχει έρθει να ζητήσει βοήθεια και θεραπεία για το πρόβλημα του άγχους του.

Από την άλλη πλευρά όμως, η πρότυπη εικόνα που έχουμε για τα παιδιά είναι ότι είναι αθώα, ζωηρά, ανώριμα, παρορμητικά, με εκφραστικότητα. Το παιδί (που μπορεί να είναι δύο, τριών ή τεσσάρων ετών) είναι διερευνητικό. Θέλει να μάθει τον κόσμο, να ψάξει το χώρο, να πιάσει τα αντικείμενα του, να νοιώσει την υφή τους, να προσπαθήσει να καταλάβει τη χρήση τους, να κατανοήσει εντέλει το περιβάλλον γύρω του. 

 Η επιστήμη της Ψυχολογίας, υποστηρίζει ότι υπάρχουν ορισμένα εγγενή χαρακτηριστικά για τον καθένα από εμάς, που ορίζουν τη χαρακτηριοδομή μας. Αυτά μπορεί να είναι λόγου χάρη η ευαισθησία στον πόνο, η εσωστρέφεια ή η εξωστρέφεια, η τάση προς διερεύνηση του περιβάλλοντος. Αυτές οι υποθέσεις της αναπτυξιακής Ψυχολογίας μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ακριβείς και δεν θα ήταν σκόπιμο να αναπτυχθούν περισσότερο εδώ. 

Επιστρέφοντας στα δύο διαφορετικά παιδιά της συζήτησης μας, το αμήχανο/σαστισμένο και το άλλο, αυτό που είναι διερευνητικό, εφόσον προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τη διαφορετική τους στάση θα βρούμε μία σημαντική διαφορά: Το παιδί που είναι σαστισμένο και δεν είναι “αθώο” ή διερευνητικό ή χαρούμενο, συνήθως είναι αυτό που νιώθει ότι έχει αναλάβει μία ευθύνη. Αυτή η ευθύνη του φέρνει άγχος και αυτό το άγχος ευθύνεται για την παρατηρούμενη εικόνα του. 

Ας υποθέσουμε ότι μία μαμά και το μικρό της παιδί 4 ή 5 ετών ετοιμάζονται να κάνουν μία επίσκεψη σε φιλικό σπίτι. Η μαμά ως καθωσπρέπει κυρία δίνει τις τελευταίες οδηγίες στο παιδί της:

“Τώρα που θα πάμε στο σπίτι επίσκεψη, αν σου προσφέρουν κάτι να φας, π.χ. ένα γλυκάκι, θα πεις ευχαριστώ και θα αρνηθείς ευγενικά. Έτσι προστάζει το savoir vivre, δεν θέλουμε να μας περάσουν για τίποτε πεινασμένα λιγούρια! Εντάξει καλό μου;”

Έπειτα φτάνουν στο φιλικό σπίτι και η οικοδέσποινα προσφέρει όντως στο μικρό παιδάκι ένα μπολάκι με τα αγαπημένα του σοκολατάκια. Τί θα κάνει το παιδάκι; Αν το παιδάκι έχει αναλάβει την ευθύνη να ευχαριστήσει τη μαμά του, θα πει όχι ευγενικά και η μαμά του θα χαρεί πολύ! Το πρόβλημα είναι ότι όσο περισσότερο το παιδάκι αναλαμβάνει την ευθύνη του άλλου (να ικανοποιήσει δηλαδή τον άλλο, τη μαμά του στο παράδειγμα μας), τόσο λιγότερο αναλαμβάνει τη δική του ευθύνη (να κάνει χαρούμενο τον εαυτό του, τρώγοντας τα αγαπημένα του σοκολατάκια). 

Το μικρό παιδί δεν ξέρει τι είναι το savoir vivre. Tο μόνο που μπορεί να καταλάβει σε αυτή την ηλικία είναι το ότι μπορεί με τη συμπεριφορά του να ικανοποιεί ή να δυσαρεστεί τον άλλο που είναι σημαντικός για εκείνο (π.χ. τη μαμά του). Αν το παιδί του παραδείγματός μας αναλάμβανε την ευθύνη του εαυτού του, θα έπρεπε να δεχτεί το σοκολατάκι, ίσως μάλιστα θα έπρεπε να δεχτεί και δύο σοκολατάκια λέγοντας “ευχαριστώ!” Όταν η μαμά του μετά θα το ρωτούσε γιατί δεν έκανε όπως του είπε, θα μπορούσε να απαντήσει: “Μα το ήθελα!” ή “Μα μου άρεσε!” ή εναλλακτικά “Ξέχασα τι μου είχες πει στο σπίτι!”

Η ανάληψη της ευθύνης του άλλου είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης συμπεριφορών σχετιζόμενων με το άγχος και θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα νόμισμα που έχει δύο όψεις. Η μία όψη είναι η ανάληψη της ευθύνης ευχαρίστησης του άλλου, η άλλη όψη είναι η ανάληψη ευθύνης να προκαλέσει δυσαρέσκεια στον άλλο. (Αν το παιδί νιώθει ότι η μαμά του το εκνευρίζει, μπορεί να δεχτεί να πάρει το σοκολατάκι για να τη θυμώσει, όχι γιατί το θέλει το ίδιο. Και πάλι όμως αναλαμβάνει την ευθύνη του άλλου, μην αναλαμβάνοντας την ευθύνη να κάνει αυτό που θα ευχαριστήσει το ίδιο).

 Οι άνθρωποι που αγχώνονται συνήθως είναι έτοιμοι να μπουν σε καταστάσεις που δεν έχουν απόλυτα κατανοήσει και να αναλάβουν ευθύνες που ενδεχομένως (ή σχεδόν σίγουρα) δεν είναι δικές τους ή τελοσπάντων δεν είναι αποκλειστικά δικές τους.

 Αυτός είναι ενδεχομένως ένας μηχανισμός που ανάγεται στην παιδική ηλικία, όταν το περιβάλλον αυτών των ανθρώπων μεταφέρει τις διδαχές του για την ερμηνεία του κόσμου και τους βοηθά να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι αυτός ο κόσμος είναι επικίνδυνος, αυτοί πρέπει να είναι προστατευμένοι και ο έλεγχος του περιβάλλοντος είναι η βασική μέθοδος απόκτησης ασφάλειας. 

Έτσι επιλέγουν από μικροί την ευθύνη δημιουργίας αυτού του ασφαλούς περιβάλλοντος για τον εαυτό τους και το διευρυμένο περιβάλλον τους. Κατ’ αυτή την έννοια ένα μικρό παιδί μπορεί να έχει αναλάβει την ευθύνη της σχέσης των γονιών του, των προβλημάτων της καθημερινότητας, την ευθύνη να συμπεριφέρεται σύμφωνα με το savoir vivre και το savoir faire που του προτείνουν οι δικοί του. Το κάνει αυτό,  αναλαμβάνοντας την ευθύνη και το συνεπαγόμενο άγχος που φέρει αυτή, ώστε να ικανοποιήσει και να φροντίσει τους αγαπημένους του. Αυτή η μαθημένη συμπεριφορά συνεχίζεται και μετά, εκεί που το παιδί δεν είναι πια τόσο παιδί και πολλές φορές εκεί που είναι πια μεγάλος σε ηλικία ενήλικας.

Μοιραστείτε!