Αρχείο μηνός Νοέμβριος 2022

Το τυχαίο, το γεγονός και το πρόβλημα. Γιατί τα πρόσημα κάνουν κακό στην Ψυχική Υγεία

Το τυχαίο, το γεγονός, το πρόβλημα

Ο αγχώδης άνθρωπος έχει μία δυσαρμονική σχέση με το πρόβλημα. Λόγω της εμμονής του με την έλλειψη ασφάλειας που τον διακατέχει, συνδέει το πρόβλημα με μία επερχόμενη καταστροφή, που θα είναι η επιβεβαίωση της αμφιθυμίας του για το πόσο ασφαλής είναι (ή δεν είναι). Μέσα από αυτή τη διαδικασία δίνει εμφατικά αρνητικό πρόσημο στο πρόβλημα, το οποίο θεωρεί την πηγή των δεινών του. Και όπως έχει γραφτεί και σε προηγούμενο κείμενο, για το πώς η μάθηση επηρεάζει την ανάπτυξη του άγχους, ο αγχώδης είναι ένας άνθρωπος που σκέφτεται σε μεγάλο βαθμό διχοτομικά. Έχει την ανάγκη να χωρίζει τον κόσμο και αυτά που του συμβαίνουν σε θετικά και αρνητικά. 

Αυτή η διχοτομική σκέψη είναι μία προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου, που για να πούμε την αλήθεια έχει και βάση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό μας και κυριότερα η μνήμη μας. Αυτός ο μηχανισμός κατά βάση είναι συνειρμικός, δηλαδή τείνει να συνδυάζει κάτι με κάτι άλλο, το οποίο είναι ήδη εγγεγραμμένο στη μνήμη.  Με αυτό τον τρόπο αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον και τον κόσμο και επιχειρούμε να λύνουμε τα προβλήματα που προκύπτουν.

Λόγω αυτής της συνειρμικής διεργασίας (που καθορίζεται από τις εμπειρίες μας), όταν ερχόμαστε σε επαφή με ένα γεγονός (και όταν είμαστε αγχώδεις προσωπικότητες), ερμηνεύουμε το συμβάν μέσα από αυτό το φίλτρο του θετικού ή αρνητικού προσήμου, για να αποφανθούμε για τη σημασία του για εμάς. Κάπου εκεί, σε αυτό το σημείο  αρχίζει και χτίζεται και το μεγάλο άγχος και ο τρόμος για το πρόβλημα. 

Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσω να εννοιοδοτήσω το πρόβλημα με ένα λίγο διαφορετικό τρόπο που να είναι έγκυρος, αλλά να μην ταλαιπωρεί τόσο το άτομο ή τουλάχιστον να μην το ταλαιπωρεί πάντα.

Συχνά συγχέουμε τρία πράγματα: Το τυχαίο, το γεγονός και το πρόβλημα. Αυτές οι τρεις έννοιες μπορεί κάποιες φορές να είναι κοντινές, άλλοτε όμως μπορεί να απέχουν σημαντικά. 

Το τυχαίο είναι αυτό που μας φέρνει η τύχη, αυτό που δεν μπορούμε να προβλέψουμε ή που δεν είχαμε τα κατάλληλα εργαλεία για να ξέρουμε ότι θα συμβεί. Το τυχαίο είναι αυτό που δεν είναι προϊόν σκοπιμότητας, αυτό το οποίο δεν είμαστε προετοιμασμένοι να απαντήσουμε, αυτό για το οποίο δεν έχουμε μία διαμορφωμένη στρατηγική.  

Το γεγονός είναι το αποτέλεσμα του τυχαίου και είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι έχει συμβεί.

Το πρόβλημα, έτσι όπως ορίζεται εδώ, είναι το γεγονός για το οποίο κανείς καλείται να αναλάβει μία δράση με σκοπό την λύση του και την αντιμετώπισή του.

Η σχέση γεγονότος και προβλήματος δεν είναι δεδομένη. Δεν είναι δεδομένο ότι κάθε γεγονός που συμβαίνει δίπλα μου ή στο περιβάλλον μου συνιστά πρόβλημα για εμένα. Ίσως ένα παράδειγμα θα απλοποιούσε περισσότερο τα πράγματα:

Ας υποθέσουμε ότι περπατώ στο δρόμο και μπροστά μου, στα 30 μέτρα βλέπω ένα μικρό αντικείμενο να βρίσκεται στο δρόμο. Αυτό είναι ένα καθαρά τυχαίο γεγονός. Δεν θα μπορούσα να προβλέψω ότι σήμερα στη βόλτα μου θα υπήρχε μπροστά μου ένα τέτοιο αντικείμενο. Το πλησιάζω και βλέπω ότι είναι ένα πεσμένο πορτοφόλι. Αυτό είναι πια ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Το προσπερνώ και συνεχίζω το δρόμο μου προς το σπίτι. Φτάνοντας εκεί, περιγράφω στους δικούς μου το γεγονός που βίωσα σήμερα, ένα πεσμένο πορτοφόλι στο δρόμο. 

Αν όμως όταν πλησίαζα το πορτοφόλι δεν το προσπερνούσα αλλά κοντοστεκόμουν, τότε ενδεχομένως να είχα ένα πρώτο πρόβλημα (ένα γεγονός που θα με αφορούσε και για το οποίο θα έπρεπε να κάνω κάτι). Το παίρνω ή το αφήνω στο δρόμο; Και αν τελικά αποφάσιζα να το πάρω, τότε θα είχα ένα δεύτερο πρόβλημα: κρατώ τα χρήματα και πετώ το πορτοφόλι στα σκουπίδια ή το παραδίδω στην αστυνομία;

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι για να είναι κάτι πρόβλημα, πρέπει να αποφασίσω ότι με αφορά, γεγονός που έχει δύο άμεσες συνέπειες: Η πρώτη συνέπεια είναι ότι μου δίνεται η επιλογή να αποφασίζω απέναντι σε αυτό που μου φέρνει το τυχαίο, χωρίς να δεσμεύομαι οριστικά και απαρέγκλιτα από αυτό που συμβαίνει, (από το γεγονός δηλαδή) και να το θεωρώ απαραίτητα πρόβλημα. Η δεύτερη συνέπεια, είναι ότι το πρόβλημα όπως περιγράφεται εδώ δεν είναι κάτι εξ’ ορισμού αρνητικό, αλλά είναι πλήρως ενταγμένο στην καθημερινότητα. Είναι κομμάτι της διαδικασίας της ζωής και δυνητικά είναι πρόκληση: είναι μία πρόκληση να δράσω με τον τρόπο που εγώ θεωρώ πιο αρμοστό ή ταιριαστό σε εμένα, για την εκάστοτε κατάσταση που αντιμετωπίζω. 

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πρόβλημα δεν έχει απαραίτητα πρόσημο, δεν σημαίνει απαραίτητα καταστροφή ή επιβάρυνση. Το πρόβλημα ωστόσο σηματοδοτεί όμως την ανάγκη επένδυσης χρόνου και την ανάγκη ενασχόλησης με αυτό, εφόσον όπως έχει ήδη τονιστεί αποφασίσω ότι με αφορά.

Επίσης, το ίδιο γεγονός για διαφορετικούς ανθρώπους μπορεί να σηματοδοτεί διαφορετικά προβλήματα: Ας υποθέσουμε ότι τρεις φίλοι παρακολουθούν στην τηλεόραση το χρηματιστήριο. Βλέπουν τη μετοχή μίας εταιρείας που έχει πάρει την κάτω βόλτα. Αυτό είναι ένα γεγονός. Ο πρώτος δυσφορεί και στεναχωριέται, μπορεί και να νιώθει απελπισία. Είναι έτσι, διότι έχει πολλές μετοχές της εταιρείας που χάνει αξία, άρα αυτός χάνει τα χρήματα που έχει επενδύσει. Ο δεύτερος, έχει και αυτός ένα πρόβλημα, αλλά διαφορετικό. Έχει πολλά χρήματα, δεν έχει μετοχές αυτής της εταιρείας και το πρόβλημα του είναι αν με τα χρήματά του θα άξιζε να πάρει μετοχές της εν λόγω εταιρείας με το σκεπτικό ότι θα αγοράσει φτηνά και αυτό ενδέχεται να είναι μία καλή ευκαιρία. Ο τρίτος της παρέας δεν έχει ούτε μετοχές ούτε χρήματα. Το πρόβλημα του είναι αν θα πρέπει να λυπηθεί για την στενοχώρια του φίλου του που χάνει χρήματα ή να χαρεί με τη χαρά του δεύτερου φίλου του, που βρίσκεται απέναντι σε μία καλή ευκαιρία να κερδίσει χρήματα.

Όπως είναι ελπίζω σαφές από τα παραπάνω, η έννοια του προβλήματος και το περιεχόμενο που δίνουμε σε αυτό μπορεί να είναι ισχυρά κυμαινόμενο, ακόμα και το σημείο αναφοράς είναι το ίδιο γεγονός.

Εδώ κάπου έρχεται στη συζήτηση η επιστήμη της στρατηγικής με ένα απλό της σχήμα, που όμως είναι πολύ σημαντικό για την καθημερινότητά μας. Η στρατηγική λοιπόν μας λέει ότι για ένα δεδομένο πρόβλημα, όταν ασκήσουμε μία δράση, έχουμε ένα αποτέλεσμα, με ένα σχήμα αυτής της μορφής:

Πρόβλημα ————— Επιλεγμένη δράση—————–   Αποτέλεσμα

Τι κάνουμε αν το αποτέλεσμα με βάση την επιλεγμένη δράση δεν είναι το επιθυμητό ή το ανεκτό;

Η προφανής απάντηση είναι αλλάζουμε δράση. Και αν το αποτέλεσμα επιμένει να είναι μη ανεκτό; Μα ξανα-αλλάζουμε δράση, φυσικά. Και μετά από λίγο αν αρχίσουν να εκλείπουν οι δράσεις; Τότε τί μπορούμε να κάνουμε;  Πολλοί θεραπευόμενοι μου απαντούν ότι τότε βιώνουμε την αίσθηση του αδιεξόδου (που παρεπιπτόντως είναι ένας από τους βασικούς ψυχολογικούς παράγοντες διόγκωσης-εκτίναξης του άγχους)  και έχουν δίκιο. Θα μπορούσαμε σε μία τέτοια συνθήκη να κάνουμε κάτι άλλο;

Η απάντηση εδώ, που ίσως δεν είναι καθόλου προφανής αρχικά είναι ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο: Θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε μία άλλη περιγραφή και προσέγγιση του προβλήματος (κάτι που είναι και από τα βασικά ζητούμενα της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας).

Πως γίνεται να περιγράψει κανείς ένα πρόβλημα με άλλο τρόπο; ένα παράδειγμα ίσως απλοποιήσει αυτή τη διαδικασία. Ας υποθέσουμε ότι είμαι γονιός και το πρόβλημά μου είναι το πώς θα ωθήσω το παιδί μου σε μία συγκεκριμένη επαγγελματική κατεύθυνση, π.χ. να γίνει μουσικός (γιατί είμαι μουσικός και θεωρώ ότι το επάγγελμα μου θα είναι καλό και για εκείνο). Προσπαθώ λοιπόν να το διδάξω μουσική (αυτή είναι η πρώτη μου δράση), αλλά το παιδί μου δε φαίνεται να ανταποκρίνεται επαρκώς (μη αποδεκτό αποτέλεσμα), οπότε αλλάζω δράση, δηλαδή το στέλνω σε ωδείο. Όμως, ούτε αυτό φαίνεται να λειτουργεί καλά. Οπότε ξανααλλάζω δράση: παίρνω δάσκαλο για κατ ‘ οίκον διδασκαλία. Αν και αυτή μου η δράση δεν αποδώσει, αρχίζω να ξεμένω από δράσεις και αρχίζω να βιώνω το προαναφερθέν αδιέξοδο που με πιέζει και με αγχώνει. 

Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η εναλλακτική περιγραφή του προβλήματος: Αντί να σκέφτομαι πως θα πείσω το παιδί μου να κάνει αυτό που εγώ θέλω, διερευνώ αυτό που θέλει να κάνει εκείνο ή αυτό που ενδεχομένως του ταιριάζει καλύτερα. Η μεταβολή στην περιγραφή του προβλήματος είναι ότι δεν ασχολούμαι αποκλειστικά με εμένα, (όπου το πρόβλημα μου είναι το πώς το παιδί μου θα κάνει αυτό που θέλω), αλλά η περιγραφή του προβλήματός μου στρέφεται πλέον στο πώς το παιδί μου θα είναι ευτυχισμένο. Συνέπεια στης διαφορετικής περιγραφής είναι η ανάδυση νέων πιθανών δράσεων με συνέπεια τα νέα διαφοροποιημένα αποτελέσματα, που μπορεί να είναι καλύτερα αποδεκτά όχι μόνο για εμένα, αλλά και για εκείνο. 

Ας μη φοβόμαστε λοιπόν τα προβλήματα, ας επιλέγουμε με ποια από τα γεγονότα αξίζει να επενδύσουμε το χρόνο μας και την προσπάθεια μας και ας είμαστε διατεθειμένοι να σκεφτούμε εναλλακτικές περιγραφές για προβλήματα που έως εχθές θεωρούσαμε δυσεπίλητα. Ποιος ξέρει, αν το κάνουμε αυτό ίσως λίγο αργότερα να λυθούν!

Μοιραστείτε!

Η ψυχική γραφειοκρατία

Γραφειοκρατία και άγχος. Ίσως να φαίνεται παράξενο να υπάρχουν αυτές οι λέξεις η μία δίπλα στην άλλη. Πως μπορεί να σχετίζεται η γραφειοκρατία με τη διαδικασία του άγχους; Για να κατανοήσουμε αυτή τη συσχέτιση, θα πρέπει κατ’ αρχάς να εξετάσουμε το νόημα και τη λειτουργία της γραφειοκρατίας. Ίσως για πρακτικούς λόγους και για οικονομία χρόνου, αυτό να είναι πιο εύκολο όπως συνήθως με ένα παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε ότι ένα ζευγάρι γεννά ένα μωρό. Ο πατέρας πρέπει να δηλώσει το μωρό σε κάποια δημόσια υπηρεσία, π.χ. στα ΚΕΠ (Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών). Πρέπει να φέρει εις πέρας μία διαδικασία, που τα προηγούμενα χρόνια μπορεί να απαιτούσε να έχει ένα έγγραφο από το μαιευτήριο, ένα έγγραφο από το ληξιαρχείο, ένα έγγραφο από το Δήμο, απαιτούσε δηλαδή μία γραφειοκρατία (σε πολλές περιπτώσεις γεγονότων της καθημερινότητας, ιδιαίτερα στο παρελθόν, τέτοιες διαδικασίες μπορεί να ήταν αρκετά κουραστικές και χρονοβόρες και να απαιτούσαν περισσότερα ακόμα έγγραφα).

Εδώ θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κάποιος, γιατί δεν θα μπορούσε ο πατέρας του παραδείγματος μας απλά να πάει στο ΚΕΠ και να δηλώσει το όνομα του παιδιού του; Δεν θα ήταν κατά πολύ απλούστερο να πάει στην εν λόγω υπηρεσία (τα ΚΕΠ) και να πει ότι είμαι ο τάδε και έκανα ένα παιδί που θα το ονομάσουμε έτσι; Το παράδειγμα μάλλον φαίνεται απλό, λογικό και λειτουργικό, παρόλα αυτά δυστυχώς  δε γίνεται ποτέ έτσι. Ποτέ ένας υπάλληλος ΚΕΠ δεν θα έλεγε “αφού το λές εσύ κύριε τάδε, έτσι είναι”. Καταπώς φαίνεται, υπάρχει κάποια δυσκολία από μέρους του υπαλλήλου. Γιατί λοιπόν να μην μπορεί απλά να εμφανιστεί κανείς σε μία υπηρεσία και δηλώνοντας προφορικά αυτά που επιθυμεί, να διεκπεραιώσει την υπόθεση που τον απασχολεί; Πρέπει κάπου να υπάρχει κάποιο σημαντικό εμπόδιο, κάποιου τύπου αναστολή. 

Η αναστολή έχει να κάνει με ένα βασικό πρόβλημα που αναδύεται σε μία τέτοια διαδικασία, που είναι μία σχεσιακή διαδικασία (έστω και σύντομη) και είναι ο παράγοντας της εμπιστοσύνης. Ο υπάλληλος του ΚΕΠ δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε αυτό που του λέει ο οποιοσδήποτε άγνωστος (ή και γνωστός του επίσης). Πάνω σε αυτό το πρόβλημα αναπτύσσεται η γραφειοκρατία, που έχει ως βασικό σκοπό να διασφαλίσει μία διαδικασία, να καλύψει το υπάρχον έλλειμμα εμπιστοσύνης, να αποτελεί μία δικλείδα ασφαλείας σε κάτι που θεωρείται σημαντικό.

Αν δεχθούμε την έλλειψη εμπιστοσύνης ως δεδομένο αίτιο της γραφειοκρατίας, τότε στην πορεία του συλλογισμού μας αναδύεται ένα καινούργιο ερώτημα: Αρχικά ας δεχτούμε ότι ο υπάλληλος δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στον καθένα που προσέρχεται στο χώρο εργασίας του και υποστηρίζει το οτιδήποτε. Στη σύγχρονη όμως εποχή και με την εξέλιξη της τεχνολογίας, δεν είναι εφικτό στο μαιευτήριο να υπάρχει τοποθετημένος ένας υπάλληλος (ενδεχομένως κρατικός), ο οποίος έχει αυτή ακριβώς την ευθύνη, να διεκπεραιώνει και να ολοκληρώνει ακριβώς τέτοιου τύπου διαδικασίες; Ποια θα ήταν τα προαπαιτούμενα για να λειτουργούν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση;

Αυτό ακριβώς είναι ένα κρίσιμο σημείο. Όντως θα μπορούσε η διαδικασία να έχει αλλάξει προς μία άλλη ενδεχομένως πιο αποδοτική κατεύθυνση, μία κατεύθυνση που με ελάχιστο κόπο θα μπορούσε να μειώσει κατά πολύ τη γραφειοκρατία και τον περιττό (για τα σύγχρονα δεδομένα) κόπο που αυτή συνεπάγεται. 

Για να συμβεί όμως αυτό, θα έπρεπε κάποιος να αναλάβει την ευθύνη της αλλαγής

Αυτός ο κάποιος θα ήταν ένα άτομο που θα είχε την απαραίτητη δύναμη/κύρος  και τους αντίστοιχους πόρους. Θα μπορούσε λ.χ. να είναι υπουργός ή γραμματέας υπουργείου ή κάτι αντίστοιχο. Γιατί ένας άνθρωπος με αυτή την εξουσία δεν κάνει το προφανές; Γιατί δε διευκολύνει αυτή την εξαντλητική κατάσταση; 

Ίσως η πιο σωστή απάντηση είναι γιατί δυσκολεύεται να αναλάβει την αντίστοιχη ευθύνη. Ίσως να είναι δύσκολο για ένα υπουργό να πάρει μία τέτοια απόφαση, γιατί χωρίς την αντίστοιχη μελέτη, δεν δύναται να ξέρει τι αποτελέσματα θα μπορούσε να έχει η πράξη του. Δεν είναι επαρκώς ενήμερος αν η απόφαση του θα λύσει μόνο προβλήματα ή αν θα δημιουργήσει ενδεχομένως άλλα νέα, όπως π.χ. αν θα έχει ως αποτέλεσμα απολύσεις πολλών εργαζόμενων που εργάζονται στο πλαίσιο της υπάρχουσας γραφειοκρατίας.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γραφειοκρατία είναι μία διαδικασία που έχει ξεκινήσει από μία ανάγκη και που κάποτε είχε βάση και αξία και δημιουργήθηκε για κάποιο σημαντικό λόγο (στο παράδειγμα μας την εμπιστοσύνη). Στο παρόν όμως και ενώ έχουν αλλάξει οι συνθήκες, η αξία αυτής της διαδικασίας έχει μειωθεί ή έχει εκλείψει. 

Παρόλα αυτά, ως διαδικασία συνεχίζει να υφίσταται, αφενός γιατί μπορεί να μην έχει υπάρξει η συνειδητοποίηση ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει ή γιατί κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της αλλαγής

Η ίδια ακριβώς διαδικασία συμβαίνει και στον ψυχισμό μας και μας επηρεάζει σαν ψυχοπιεστικός παράγοντας.  Κατ’ αναλογία λοιπόν, αυτή είναι μία διαδικασία “ψυχικής γραφειοκρατίας”. Η ψυχική γραφειοκρατία όπως την εννοιοδοτώ, αναφέρεται σε ένα σύνολο κανόνων που έχουν ξεκινήσει από παλιά. Τότε ίσως εξυπηρετούσαν κάποια δεδομένη κατάσταση, ίσως απαντούσαν στα προβλήματα που τότε απασχολούσαν το άτομο. 

Αυτό το σύνολο κανόνων όμως ίσως πια δεν είναι τόσο αποδοτικό (το αντίθετο), γιατί οι συνθήκες της καθημερινότητας έχουν αλλάξει. Ωστόσο, για να αλλάξει κανείς αυτές τις ψυχικές διαδικασίες, πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της αλλαγής. Όσο αυτό δε συμβαίνει, τόσο οι κανόνες αυτοί αναδύονται μέσα από τη συμπεριφορά μας και την καθημερινή μας διαβίωση, δυνατοί, άκαμπτοι και χωρίς σαφή λόγο ύπαρξης. 

Η ψυχική γραφειοκρατία παίζει σημαντικό ρόλο στο άγχος μας και σηματοδοτεί, δημιουργημένα ψυχικά αντανακλαστικά τα οποία αναδύονται σε συνθήκες πίεσης, εκεί που δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη της αλλαγής, σε πράγματα που έχουμε αντιμετωπίσει ξανά και ξανά και επιμένουμε να τα αντιμετωπίζουμε με τον ίδιο αντιπαραγωγικό τρόπο, που μπορεί να μην εξυπηρετεί ούτε εμάς, ούτε τους άλλους (αναλαμβάνοντας την ευθύνη τους και κρατώντας τους με αυτό τον τρόπο σε κατάσταση “μικρού παιδιού” ).

(Από το βιβλίο “Η Ανατομία του Άγχους”)

Μοιραστείτε!