Το αποτέλεσμα των πιέσεων που μας ασκούνται έχει ως συνέπεια το βίωμα του άγχους (και όταν οι πιέσεις είναι πολλές και επιβαρυντικές, στην περίπτωση όπου δεν αντιρροπούνται επαρκώς, λόγω αυξημένης έντασης, συχνότητας ή διάρκειας, το αποτέλεσμα είναι το παθολογικό άγχος). Το βίωμα του άγχους είναι διπλό. Έχει σωματική και νοητική παράμετρο.
Σωματικά, το άγχος έχει παρόμοια συμπτώματα με το φόβο. Αυτά τα συμπτώματα συνοψίζονται σε μία αυξημένη αντίδραση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος (το συμπαθητικό νευρικό σύστημα σε γενικές γραμμές “διεγείρει” τον οργανισμό και αν ξέρει κανείς τι περιλαμβάνει αυτή η διέγερση του μπορεί να κατανοήσει την εμφάνιση των συμπτωμάτων του άγχους). Στο πλαίσιο αυτού του κειμένου δεν κρίνεται απαραίτητο να εξηγηθεί πολύ αναλυτικά αυτή η αντίδραση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος του οργανισμού μας.
Η σωματική συνιστώσα της αντίδρασης του άγχους, όπως αναφέρουν τα βιβλία της ιατρικής μπορεί να μιμηθεί οποιοδήποτε άλλο παθολογικό πρόβλημα. Αυτό είναι εύκολα κατανοητό, αν λάβουμε υπόψιν ότι τα προβλήματα του οργανισμού μας τα βιώνουμε, τα αισθανόμαστε και τα κατανοούμε μέσω του νευρικού μας συστήματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το σωματικό βίωμα του άγχους που είναι αποτέλεσμα πιέσεων που έχουν “υπερφορτώσει” το νευρικό σύστημα, το βιώνουμε μέσα από τον ίδιο μεσολαβητή (το νευρικό μας σύστημα) που πάσχει και ταυτόχρονα προσπαθεί να τα βγάλει πέρα ενώ δυσλειτουργεί. Η συνέπεια είναι πολλές φορές το νευρικό μας σύστημα να μας δίνει σήματα που είναι “λανθασμένα” (αυτό θα μπορούσαμε να το φανταστούμε ενδεχομένως σαν μία ηλεκτρική εγκατάσταση σπιτιού με παροχή ρεύματος από ηλεκτρολόγο που δεν ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του. Τα ηλεκτρικά “βραχυκυκλώνουν”, καλούνται να λειτουργούν σε άλλα επίπεδα τάσης από αυτά που πρέπει, με αποτέλεσμα πολλές από τις ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού να δυσλειτουργούν).
Το σωματικό βίωμα του άγχους συνήθως εμφανίζεται με αθροίσεις ή αλλιώς ”μπουκέτα” συμπτωμάτων. Μερικές φορές επικρατούν τα συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα. Μπορεί λοιπόν όταν κάποιοι αγχώνονται, να εμφανίζουν στομαχικά ή κοιλιακά συμπτώματα και πόνους, αίσθηση “κοψιμάτων” ή ανάγκης για τουαλέτα. Άλλες φορές επικρατούν τα καρδιαγγειακά-αγγειοκινητικά συμπτώματα, όπως είναι ταχυκαρδίες, αίσθημα έντονων καρδιακών παλμών, αυξήσεις ή μειώσεις της αρτηριακής πίεσης, εφιδρώσεις.
Εναλλακτικά, κάποιες φορές επικρατούν συμπτώματα από το αναπνευστικό, με δυσκολία στην ανάσα, αίσθημα μη επαρκούς αερισμού, πίεσης/βάρους στο στήθος κ.ο.κ. Κάποιες φορές προεξάρχουν ψευδονευρολογικού τύπου συμπτώματα, όπως ζάλη, αστάθεια, δυσκολία στη βάδιση, αποδιοργάνωση ή ψυχικά συμπτώματα (αίσθημα αποπραγματοποίησης ή αποπροσωποποίησης, η αίσθηση ότι κανείς θα χάσει το μυαλό του ή θα τρελαθεί). Πολλές φορές όλα τα παραπάνω συμπτώματα παρουσιάζονται αναμεμειγμένα σε ποικίλους συνδυασμούς.
Η άλλη μεγάλη παράμετρος του άγχους, το νοητικό βίωμα, θα μπορούσε να συνοψιστεί και περιγραφεί ως εξής: Το άγχος είναι ουσιαστικά μία αρνητική προσδοκία για το μέλλον. Ο άνθρωπος που αγχώνεται, πιστεύει ότι κάτι στο μέλλον θα πάει άσχημα, κάπου θα έχει πρόβλημα, με συνέπεια μην τα καταφέρει και/ ή να αποτύχει. Ενώ το νοητικό κομμάτι του άγχους ουσιαστικά είναι τόσο απλό όσο περιγράφεται, οι εκφάνσεις ή αλλιώς οι εκδηλώσεις του άγχους στην καθημερινότητα είναι ποικίλες, όπως και οι σωματικές. Ο λόγος γι’ αυτό είναι η δόμηση.
Στη ζωή, τα πάντα χτίζονται. Το καλό και το προβληματικό αποτέλεσμα δεν είναι τυχαίο. Τα χτίζει κανείς είτε το κατανοεί είτε όχι.
Το ίδιο συμβαίνει και με το χτίσιμο του άγχους που ξεκινά από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας μέσα από την καθοδήγηση του περιβάλλοντός μας. Οπότε, ανάλογα με το είδος και τα αντικείμενα της δόμησης αυτής της αρνητικής προσδοκίας, ανάλογες είναι και οι εκδηλώσεις του άγχους μέσα στην καθημερινότητά μας.
Στα σύγχρονα Ψυχιατρικά ταξινομητικά συστήματα η κατηγοριοποίηση των εκδηλώσεων του άγχους έχει γίνει με βάση την προσπάθεια να συσχετιστούν διαφορετικές οι πιθανές εκδηλώσεις του άγχους με διαφορετικά χαρακτηριστικά της καθημερινότητας και με τη διαφορετική πιθανή πορεία που μπορέι να έχει (χωρίς όμως αυτή η προσπάθεια να έχει ιδιαίτερα πετυχημένα αποτελέσματα, αφού από το σύμπτωμα /άγχος/), δεν συνάγεται πάντα εύκολα η αιτία του προβλήματος. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει κανείς τη διαφορά μεταξύ συμπτώματος και προβλήματος και το γεγονός ότι αυτά τα δύο στον ανθρώπινο οργανισμό και γενικότερα στη ζωή δεν ταυτίζονται πάντα.
Ίσως εδώ να είναι βοηθητικό ένα παράδειγμα από την ιατρική σημειολογία για να αντιληφθούμε τη διαφορά ανάμεσα στο σύμπτωμα και το πρόβλημα. Μερικές φορές μπορεί να συμβεί να αισθάνεται κανείς πόνο στην κάτω αριστερή πλευρά της κοιλιάς. Αυτός ο πόνος συνιστά ένα σύμπτωμα. Λογικά σκεπτόμενος, ο άνθρωπος που πονά μπορεί να θεωρήσει ότι αφού η ενόχληση είναι στο συγκεκριμένο σημείο στην αριστερή πλευρά, το πρόβλημα θα βρίσκεται επίσης εκεί. Και συνήθως έτσι είναι.
Μερικές φορές όμως, το πρόβλημα δεν είναι εκεί, αλλά στην αντίθετη πλευρά, στο κάτω δεξί τεταρτημόριο της κοιλιάς, εκεί που βρίσκεται η σκωληκοειδής απόφυση (η φλεγμονή της οποίας δημιουργεί το πρόβλημα της σκωληκοειδίτιδας). Αυτός ο πόνος, που αλλού τον νιώθει κάποιος και αλλού είναι το πρόβλημα ονομάζεται αντανακλαστικός και υπάρχουν ανατομικοί λόγοι που μπορεί να εξηγούν το γιατί συμβαίνει. Αυτούς τους λόγους τους διδάσκεται κάποιος που εκπαιδεύεται στην ιατρική. Κάποιος όμως χωρίς ιατρικές γνώσεις είναι αναμενόμενο να μην τους ξέρει. Προς τί αυτή η συζήτηση, μπορεί εύλογα να αναρωτηθεί κάποιος. Διότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το σύμπτωμα δεν ταυτίζεται πάντα με το πρόβλημα είναι η απάντηση.
Αν προσπαθούσαμε να λύσουμε το πρόβλημα του παραδείγματος μας χειρουργώντας στην αριστερή πλευρά, δεν θα επιτυγχάναμε κάτι ωφέλιμο, διότι δε θα βρίσκαμε κάποιο πρόβλημα εκεί. Αν αντίθετα χειρουργήσουμε δεξιά και αφαιρέσουμε τη σκωληκοειδή απόφυση, θα έχουμε λύσει το πρόβλημα και στη συνέχεια -ως δια μαγείας- θα εξαφανιστεί και το σύμπτωμα της άλλης πλευράς.
Οι διαταραχές άγχους έχουν οριστεί με βάση την εκδήλωση του αγχώδους συμπτώματος στην καθημερινότητα του ατόμου και περιγράφουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται αυτό το σύμπτωμα κάθε φορά.
Έτσι, σύμφωνα με τη σύγχρονη ψυχιατρική ορολογία, όταν ένας άνθρωπος εμφανίζει άγχος πάνω από το μέσο όρο, το οποίο διατηρείται για το μεγαλύτερο μέρος του 24ώρου, αυτός είναι ένας άνθρωπος που παρουσιάζει γενικευμένο άγχος (ή διαταραχή γενικευμένου άγχους όπως κατηγοριοποιείται ψυχιατρικά). Αν ένας άνθρωπος εμφανίζει αιχμές ή αλλιώς εξάρσεις παροξυσμικού άγχους, διαγιγνώσκονται κρίσεις άγχους ή κρίσεις πανικού. Οι κρίσεις άγχους σηματοδοτούν άγχος υψηλής έντασης, που μειώνει τη λειτουργικότητα του ατόμου και το κάνει να δυσφορεί. Οι κρίσεις άγχους βιώνονται με αρνητικό τρόπο από το άτομο, οι κρίσεις πανικού βιώνονται με καταστροφικό τρόπο και εγγράφονται ισχυρότατα στη μνήμη του ατόμου ως απευκταία σημεία αναφοράς. Στις κρίσεις αυτές το άτομο δε δυσφορεί απλά, αλλά έχει την αίσθηση ή και τη βεβαιότητα ακόμα-που ευτυχώς δεν επαληθεύεται-ότι θα πεθάνει, ότι θα χάσει το μυαλό του ή ότι δεν θα μπορέσει να διαφύγει χωρίς σημαντική βλάβη από αυτή την καταστροφική κατάσταση.
Αντίστοιχα, αν ένα άτομο εμφανίζει άγχος όταν βρίσκεται σε αθροίσεις ατόμων μαζί με πολλούς άλλους ανθρώπους και μπορεί να βιώνει έντονο αίσθημα ντροπής, δυσφορίας ή συστολής, λέμε ότι το άτομο εμφανίζει κοινωνικό άγχος. Αν το άγχος εμφανίζεται σε συγκεκριμένα μέρη (ή τόπους), λέμε ότι το άτομο παρουσιάζει αγοραφοβικό άγχος.
Αν κανείς εμφανίζει έντονα αρνητική προσδοκία για την υγεία του, ανησυχώντας ότι μπορεί να εμφανίσει κάποια βλάβη ή να πάθει κάτι κακό, παρόλο που έχει εξεταστεί επαρκώς και δεν έχει επιβεβαιωθεί κάποια παθολογική διεργασία, περιγραφικά χαρακτηρίζουμε αυτό το άγχος ως άγχος υγείας.
Όταν ένα άτομο εμφανίζει άγχος σύνδεσης ή της σχέσης του με το αντικείμενο, όπου το αντικείμενο μπορεί να είναι κυριολεκτικά το αντικείμενο (π.χ. το στιλό, το αυτοκίνητο, το κόσμημα) ή το ψυχικό ή το συμβολικό αντικείμενο (ο/ή σύντροφος, η εργασία, τα χόμπι, η φίλοι), αυτό το είδος του άγχους το χαρακτηρίζουμε ψυχαναγκαστικό.
Δηλαδή, το ψυχαναγκαστικό δεν είναι απλά ένα άγχος που έχει ιδεοληψίες ή ψυχαναγκασμούς και καταναγκασμούς όπως αναφέρουν πολλά βιβλία, αυτά μπορούμε κάλλιστα να τα αντιληφθούμε ως παράγωγα, συμπτώματα ή αλλιώς μεσολαβητές της δυσλειτουργικής σύνδεσης με το αντικείμενο. Το χαρακτηριστικό του ψυχαναγκαστικού άγχους είναι ότι το άτομο αντί να εστιάζει στη σχέση του με το αντικείμενο, εστιάζει στην αρνητική του προσδοκία για το πως θα εξελιχθεί αυτή η σχέση και με αυτό τον τρόπο αλλοιώνει εντέλει τα χαρακτηριστικά της σχέσης αυτής.
Τρία είδη άγχους, το κοινωνικό, το άγχος υγείας και το ψυχαναγκαστικό άγχος είναι και τα πιο δύσκολα να αντιμετωπιστούν και αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους. Συνήθως έχουν αναπτυχθεί για σημαντικό χρονικό διάστημα προτού γίνουν αντικείμενο προσοχής από το άτομο ή το θεραπευτή. Επίσης, εμπεριέχουν πιο πολύπλοκες συμπεριφορές, που πολλές φορές στον εξωτερικό παρατηρητή φαντάζουν ανεξήγητες. Έτσι, το άτομο μπορεί να έχει δυσκολία να ερμηνεύσει το γιατί ή το πώς του εμφανίζονται τα συγκεκριμένα συμπτώματα (ενώ λ.χ. μία κρίση πανικού μπορεί να εμφανιστεί σε ένα συγκεκριμένο μέρος, με αποτέλεσμα το άτομο να ξέρει ποιο μέρος να αποφύγει, το άγχος υγείας αντίθετα μπορεί να εμφανιστεί οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή).
Το άτομο πιθανότατα θα αναζητήσει βοήθεια από το γιατρό για αυτό που αντιλαμβάνεται ως “παθολογικό” πρόβλημα, ο γιατρός θα πει ότι “όλα είναι καλά” και ότι δεν υπάρχουν παθολογικά ευρήματα, το άτομο όμως θα συνεχίσει να έχει συμπτώματα-πραγματικά μία πολύ αρνητική κατάσταση για αυτόν που ταλαιπωρείται από το σύμπτωμα και που θα αναπτυχθεί σε ακόλουθο κεφάλαιο.
Εξάλλου, πολλές φορές ο άνθρωπος με ψυχαναγκαστικά χαρακτηριστικά τείνει να αντιλαμβάνεται τη βάση των ψυχαναγκασμών του σαν ένα υγιές δικό του επιθυμητό κομμάτι (είμαι τελειομανής και το ευχαριστιέμαι) και δεν αντιλαμβάνεται ότι το παθολογικό κομμάτι- αυτό που τον ταλαιπωρεί- (δεν αντέχω που τα παιδιά είναι ακατάστατα και δεν τακτοποιούν όπως τα συμβουλεύω) είναι συνέπεια της προηγούμενης διαδικασίας και κομμάτι ενός συνεχούς φάσματος.
Το άγχος υγείας όμως δεν περιγράφει απλώς το πρόβλημα του ότι “ο γιατρός μου λέει ότι δεν έχω τίποτε παθολογικό, αλλά εγώ νιώθω ότι είμαι άρρωστος/η”, και το ψυχαναγκαστικό άγχος δεν είναι απλά “ροπή προς ελέγχους, τάξη ή συμμετρία ή πολλά άλλα”, ούτε είναι απλά μία βιολογικού τύπου “ροπή” ή “επιβάρυνση”, όπως υπονοεί το πιο πρόσφατο εγχειρίδιο ψυχιατρικών διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (το γνωστό DSM-5), που έχει ξεχωρίσει την ψυχαναγκαστική διαταραχή από τις υπόλοιπες αγχώδεις διαταραχές.
Όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, το ψυχαναγκαστικό άγχος σηματοδοτεί μία δυσκολία σύνδεσης ή αλλιώς επένδυσης του αντικειμένου κυριολεκτικά και του αντικειμένου μεταφορικά, του ψυχικού ή συμβολικού αντικειμένου δηλαδή. Τα δύο τελευταία είδη άγχους λοιπόν, έχουν ιδιαιτερότητες και στη θεραπευτική τους, χρειάζονται συνήθως περισσότερο χρόνο και ισχυρότερη αγωγή (εκεί που επιλέγεται φαρμακοθεραπεία) για να ανταποκριθούν.
Αυτό, μεταξύ άλλων οφείλεται και στον εξής πολύ σημαντικό λόγο: Η κρίση άγχους, η κρίση πανικού, το αγοραφοβικό άγχος και το κοινωνικό άγχος έχουν συνήθως σαφή σημεία αναφοράς. Μπορεί κανείς να εμφανίσει μία κρίση πανικού στο σουπερμάρκετ ή στον αυτοκινητόδρομο, έπειτα “ξέρει” τι είναι αυτό που τον ενοχλεί και “ξέρει” τί είναι αυτό που πρέπει να αποφύγει (ακόμα και αν αυτό βασίζεται σε λάθος ερμηνεία των πληροφοριών που έχει λάβει το νευρικό σύστημα).
Το άγχος υγείας και το ψυχαναγκαστικό άγχος δεν έχουν εύκολα εντοπίσιμα σημεία αναφοράς. Αυτό γίνεται εύκολα σαφές στην περίπτωση όπου οι γιατροί τους οποίους αναζητά ο πάσχων λόγω του άγχους υγείας τον διαβεβαιώνουν ότι δεν βρίσκουν τίποτε παθολογικό, εκείνος όμως αισθάνεται πληθώρα παθολογικών δυσαισθησιών, πόνων και ενοχλημάτων, με αποτέλεσμα να αναζητά δεύτερη, τρίτη, τέταρτη κ.ο.κ. γνώμη, στην προσπάθεια του να αναδειχθεί η αιτία του αρνητικού του βιώματος. Στην περίπτωση του ψυχαναγκαστικού άγχους, το βίωμα δεν είναι τόσο ταλαιπωρητικό σωματικά όσο νοητικά.
Ο ψυχαναγκασμός ή αλλιώς ιδεοληψία όπως ονομάζεται εναλλακτικά, σηματοδοτεί μία σκέψη, νοητική εικόνα ή ιδέα, η προέλευση της οποίας (ή η βάση της) δεν εντοπίζεται πάντα από το άτομο. Αυτή η ιδέα (ή καλύτερα η συνέπεια/ες της) είναι εγωδυστονική (δηλαδή μη αποδεκτή από το εγώ του ατόμου) και προκαλεί ισχυρό άγχος σε αυτό.
Στην προσπάθεια του να μειώσει το άγχος του, το άτομο οδηγείται σε συμπεριφορές οι οποίες αποσκοπούν στο να “μειώσουν” ή να “ακυρώσουν” το άγχος και αυτές οι συμπεριφορές ονομάζονται καταναγκασμοί. Αρχικά οι καταναγκασμοί προκαλούν φαινομενική ανακούφιση στο άτομο και είναι αυτή η ανακούφιση που τους συντηρεί, όμως αυτή η ανακούφιση δυστυχώς δεν διατηρείται επί μακρό χρονικό διάστημα, οπότε για να διατηρήσουν τον ανακουφιστικό τους ρόλο οι καταναγκασμοί θα πρέπει να επαναληφθούν και αυτό σταδιακά οδηγεί στην αύξηση τους σε χρόνο, έκταση και αριθμό.
Είναι οι καταναγκασμοί που γίνονται ορατοί απο το περιβάλλον του ατόμου και που πολλές φορές είναι ακατανόητοι ή και σχεδόν “μαγικοί” και που ουσιαστικά επιβαρύνουν την καθημερινή λειτουργικότητα και που περιορίζουν το ίδιο το άτομο (στ’ αλήθεια όμως οι καταναγκασμοί είναι αυτοί που “ρίχνουν νερό” στο “μύλο” του ψυχαναγκαστικού άγχους).