Αρχείο ετικέτας Στίγμα

Μύθοι και μη ενημερωμένες (δυσπροσαρμοστικές) απόψεις για την ψυχική υγεία

HeadΕδώ σταχυολογούνται μερικές προβληματικές απόψεις για την ψυχική υγεία και γίνεται προσπάθεια διευκρίνησης του τι ισχύει. (Θα γίνεται ενημέρωση αυτού του μικρού καταλόγου εκεί που διαφαίνεται ανάγκη).

Δυσπροσαρμοστική άποψη 1: Οι άνθρωποι με μείζονα ψυχοπαθολογία είναι επικίνδυνοι

Εδώ ουσιαστικά μιλάμε για το στίγμα του ψυχικά πάσχοντα (βλέπε εδώ-link). Η σχιζοφρένεια είναι η διαταραχή με υψηλή στιγματοποίηση. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι που πάσχουν από σχιζοφρένεια (η ψυχική νόσος με το ισχυρότερο στίγμα) δεν είναι περισσότερο επικίνδυνοι από το μέσο όρο, ούτε υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος διάπραξης κάποιου αδικήματος από το μέσο όρο, πλην ίσως των φορολογικών (γιατί προφανώς δεν τους απασχολούν τόσο τα χρέη προς την εφορία)!

Δυσπροσαρμοστική άποψη 2: Η σχέση Νευρολόγου-Ψυχολόγου-Ψυχιάτρου και τα μεταξύ τους μπερδέματα

Παλιότερα υπήρχε μία ενοποιημένη ιατρική ειδικότητα, του Νευρολόγου-Ψυχιάτρου. Εδώ και μία γενιά σχεδόν, στην Ελλάδα οι ειδικότητες αυτές έχουν διαχωριστεί (στο εξωτερικό πολύ νωρίτερα). Υπάρχουν οι Νευρολόγοι, υπάρχουν και οι Ψυχίατροι. Οι Νευρολόγοι ασχολούνται με νευρολογικές-οργανικές νόσους του εγκεφάλου, όπως είναι για παράδειγμα οι νευροπάθειες, τα αγγειακά-εγκεφαλικά, οι λοιμώξεις του ΚΝΣ, διάφορα νευρολογικά σύνδρομα. Οι Ψυχίατροι ασχολούνται με τα προβλήματα της ψυχικής σφαίρας, που μπορεί να είναι ηπιότερα (λ.χ. άγχος, διαταραχές ύπνου, δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές, διαταραχές προσωπικότητας, σεξουαλικές διαταραχές κ.ο.κ.) ή με μεγαλύτερη επιβάρυνση (ψυχώσεις, μανιοκατάθλιψη, άλλες συναισθηματικές διαταραχές κ.ο.κ.). Στις δύο αυτές ιατρικές ειδικότητες υπάρχουν και κάποιοι κοινοί τόποι, όπως είναι η άνοια, (με τους Ψυχιάτρους να  αντιμετωπίζουν και τα συμπεριφορικά και ψυχωτικά συμπτώματα εκτός από τα γνωσιακά), ενδεχομένως και ένα κομμάτι από τις κεφαλαλγίες ( αυτό που σχετίζεται με κεφαλαλγίες άγχους, αλλά χωρίς να είναι η ειδικότητα αιχμής γι’ αυτές).

Ο Ψυχίατρος δεν είναι Ψυχολόγος (φαίνεται αυταπόδεικτο, όμως πολλές φορές από τα λεγόμενα ενός ανθρώπου δεν καταλαβαίνεις σε ποιόν από τους δύο πηγαίνει). Ο Ψυχίατρος είναι ιατρός. Έχει τελειώσει την ιατρική εκπαίδευση, έχει κάνει αγροτικό (οι παλιότεροι και όχι υποχρεωτικά οι νεότεροι), έχει κάνει την ειδικότητα της Ψυχιατρικής η οποία διαρκεί πεντέμισι έτη και περιλαμβάνει Ψυχιατρική, Νευρολογία και Παθολογία. Ο Ψυχολόγος έχει τελειώσει κάποια σχολή Ψυχολογίας. Υπάρχουν Ψυχοθεραπευτές που δεν είναι καν Ψυχολόγοι, μπορεί το ακαδημαϊκό τους αντικείμενο (εάν και εφόσον υπάρχει) να είναι τελείως διαφορετικό, αλλά να έχουν εκπαιδευτεί σε κάποια ψυχοθεραπευτική σχολή. Το πλαίσιο της Ψυχοθεραπείας στην Ελλάδα είναι αρκετά ασαφές και στερείται επαρκούς πιστοποίησης και κανονικοποίησης. Επιπρόσθετα δεν είναι δεδομένο ότι όλοι οι Ψυχίατροι έχουν Ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση, αυτή συμβαίνει παράλληλα με την ειδικότητά τους (παρόλο που στο πλαίσιο της ειδικότητας τους δίδεται και αυτή η δυνατότητα). Δεν είναι δεδομένο πως όποιος πάει σε Ψυχολόγο έχει κάποιο ελαφρύ πρόβλημα. Αυτό θα ήταν μεγάλη απλοποίηση αν συνέβαινε. Επίσης υπάρχουν άνθρωποι που λαμβάνουν βοήθεια ταυτόχρονα από Ψυχολόγο και Ψυχίατρο, με πολύ καλά αποτελέσματα και με καλή συνεργασία μεταξύ των δύο διαφορετικών ειδικοτήτων.

Δυσπροσαρμοστική άποψη 3: Κάνω Ψυχανάλυση μία φορά το μήνα και έχω αμφιβολία για το αν με βοηθά.

Δεν κάνετε ψυχανάλυση, λαμβάνετε παρακολούθηση από τον Ψυχίατρο ή Ψυχολόγο σας. Η Ψυχανάλυση δεν είναι κάτι ελαφρύ, δεν είναι κάτι που κανείς το κάνει στα «πεταχτά». Αυτό που θέλετε να κάνετε είναι ψυχοθεραπεία. Η ψυχοθεραπεία είναι η θεραπεία δια του λόγου και με το λόγο. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές σχολές και πολλές διαφορετικές τεχνικές. Η Ψυχανάλυση είναι η ψυχοθεραπεία που θεμελιώθηκε από τον Freud και τους μεταγενέστερους του. Είναι είδος θεραπείας που απαιτεί υψηλή κινητοποίηση και εμπλοκή, αφού ανήκει στις θεραπείες ψυχοδυναμικού τύπου. Αυτές είναι θεραπείες που εστιάζουν στο ασυνείδητο. Η συχνότητά τους είναι κατ’ ελάχιστο εβδομαδιαίες (μπορεί δύο, τρεις τέσσερις ή και πέντε φορές την εβδομάδα και η διάρκειά τους κατ’ ελάχιστο κάποια έτη για να θεωρηθούν παραγωγικές). Άλλες ψυχοθεραπευτικές κατευθύνσεις περιλαμβάνουν την συστημική-οικογενειακή θεραπεία, την γνωσιακή-συμπεριφορική, τη θεραπεία Gestalt,  τη συμπεριφορική, την διαπροσωπική ψυχοθεραπεία, την υποστηρικτική-συμβουλευτική ψυχοθεραπεία για να αναφερθούν μερικές από τις αντιπροσωπευτικότερες. Η κάθε ψυχοθεραπευτική κατεύθυνση δανείζεται στοιχεία από τις άλλες, έχει όμως και διακριτές τεχνικές, τελετουργικά, στυλ επικοινωνίας και στόχους. Η ψυχοθεραπεία δεν είναι μία απλή συζήτηση για την καθημερινότητα. Αποτελεί μία προσπάθεια εννοιολόγησης, επεξήγησης και νοηματοδότησης της ιστορίας του κάθε ατόμου και δια αυτής της νοηματοδότησης προσπαθεί να αναδομήσει και να αλλάξει επί το λειτουργικότερο τη ζωή του ατόμου.

Δυσπροσαρμοστική άποψη 4: Τα ψυχοφάρμακα είναι επικίνδυνα, καταστέλλουν, σε κάνουν να χάσεις το μυαλό σου, προκαλούν εξάρτηση.

Η αλήθεια είναι ότι τις περισσότερες φορές η εικόνα που βλέπουμε και μας προβληματίζει είναι εικόνα ανθρώπων που τα φάρμακα δεν αντιμετωπίζουν πλήρως το ψυχιατρικό τους πρόβλημα. Πολλές ψυχιατρικές νόσοι περιλαμβάνουν ως συμπτώματα την κοινωνική απόσυρση, την έκφραση παράξενων ιδεών, την μεγάλη συναισθηματική άμβλυνση, προβλήματα που πολλές φορές δεν εξισορροπούνται πλήρως με τη φαρμακευτική αγωγή. Μερικές φορές, ο συνδυασμός φαρμάκων σε πολύπλοκα θεραπευτικά σχήματα αυξάνει τις αλληλεπιδράσεις και τις ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων, με συχνή συνέπεια την καταστολή ή και απρόβλεπτες αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Τα περισσότερα φάρμακα που χρησιμοποιεί η Ψυχιατρική δεν προκαλούν εξάρτηση. Από τις κατηγορίες φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας κυρίως τα αγχολυτικά και κυρίως τα βενζοδιαζεπινικού τύπου είναι φάρμακα που έχουν το δυναμικό να προκαλέσουν εξάρτηση. Με τα άλλα φάρμακα μπορεί να προκληθεί κάποιο σύνδρομο διακοπής (π.χ. αντικαταθλιπτικά,) που δεν είναι επικίνδυνο, είναι αυτοπεριοριζόμενο και αν προκύψει συνήθως διαρκεί λίγο. Το ότι μπορεί να διακόψει κάποιος τη φαρμακευτική αγωγή και να νοιώσει άσχημα πολλές φορές έχει να κάνει με το ότι αναδύεται εκ νέου το άγχος και η δυσφορία που έως τότε η αγωγή κατεύναζε δεν είναι κάποιο σύνδρομο εξάρτησης.

Δυσπροσαρμοστική άποψη 5: Τα αγχολυτικά είναι φάρμακα που κανείς μπορεί να τα χρησιμοποιεί ελεύθερα.

Είναι πάρα πολύ κακή πρακτική να λαμβάνονται φάρμακα μετά από την υπόδειξη συγγενικού προσώπου, γνωστού ή γείτονα. Πολλές φορές το πρόβλημα είναι διαφορετικό από αυτό που μπορεί να υποθέτει ακόμα και ο κοντινός συγγενής. Π.χ. μπορεί το άγχος να είναι ψυχωτικού τύπου και η δέουσα αγωγή να μην είναι το αγχολυτικό. Επίσης τα αγχολυτικά έχουν σημαντικές παρενέργειες και πρέπει να λαμβάνονται πολλά πράγματα υπόψιν πριν την χορήγηση τους, όπως η ηλικία, συνοδά προβλήματα υγείας, λοιπές φαρμακευτικές αγωγές που μπορεί να αλληλεπιδρούν, τάση προς εξάρτηση κ.ο.κ. Τα αγχολυτικά είναι φάρμακα ελεγχόμενα και η χρήση τους ρυθμίζεται από το νόμο 3459/2006 περί ναρκωτικών ουσιών. Κατά το νόμο αυτό ναρκωτική ουσία είναι αυτή που προκαλεί εξάρτηση. Όντως τα αγχολυτικά έχουν το δυναμικό να προκαλέσουν εξάρτηση (όχι σε όλους, ανάλογα με τη συχνότητα και τη διάρκεια χρήσης), αλλά σε χρήση εντός ορίων έχουν αγχολυτικό και όχι ναρκωτικό αποτέλεσμα (με την έννοια του ύπνου ή της αλλαγής του τρόπου με τον οποίο κανείς αισθάνεται το περιβάλλον)

Δυσπροσαρμοστική άποψη 6: Τα αντικαταθλιπτικά είναι φάρμακα επικίνδυνα και προκαλούν εξάρτηση.

Τα αντικαταθλιπτικά και ιδιαίτερα τα πιο σύγχρονα είναι πολύ ασφαλή και αποτελεσματικά φάρμακα, ενδεχομένως από τα καλύτερα που έχει παράγει η φαρμακευτική. Ως φάρμακα, έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες, συνήθως όμως είναι ήπιες, αυτοπεριοριζόμενες (κρατούν λίγες ημέρες συνήθως) και ελεγχόμενες. Ταυτόχρονα είναι φάρμακα που δεν προκαλούν εξάρτηση. Οι οδηγίες μεγάλων οργανισμών για τη χρήση τους αναφέρουν ότι εκεί που υπάρχει σημαντικό όφελος και όχι ανεπιθύμητες ενέργειες, μπορεί να λαμβάνονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα (ή επ’ αόριστον). Τα αντικαταθλιπτικά (συγκεκριμένες κατηγορίες περισσότερο) είναι πολύ καλά αγχολυτικά φάρμακα και είναι η θεραπεία εκλογής για αγχώδεις διαταραχές που διαρκούν. Η συνταγογράφηση τους πρέπει να γίνεται κατόπιν εκτίμησης και μόνο από γιατρό, διότι είναι φάρμακα. Επίσης συνήθως η δράση τους δεν είναι άμεση, χρειάζεται χρονικό διάστημα από λίγες ημέρες ίσως έως και 2-3 εβδομάδες για να δούμε σημαντική αποτελεσματικότητα.

Δυσπροσαρμοστική άποψη 7: Τα αντικαταθλιπτικά προκαλούν αυτοκτονία.

Υπάρχει προειδοποίηση στο συνοδευτικό χαρτί αυτών των φαρμάκων, για ενδεχόμενη αύξηση τέτοιων σκέψεων (κυρίως σε εφήβους), δεν προκαλούν όμως τέτοιες σκέψεις de novo (εξ αρχής). Σε εφήβους έτσι κι αλλιώς οι παιδοψυχίατροι είναι πολύ προσεκτικοί στη χρήση των αντικαταθλιπτικών και τα δίνουν πάντα σε στενή παρακολούθηση (ή με τέτοια σύσταση). Σε ενήλικες όταν τα αντικαταθλιπτικά χρησιμοποιούνται με ασφαλή τρόπο, σύμφωνα με τις ενδείξεις τους και με τη σωστή παρακολούθηση δεν δημιουργούν προβλήματα (Σε μερικούς ανθρώπους κατά τις πρώτες ημέρες χρήσης τους παρουσιάζονται φαινόμενα αυξημένης ανησυχίας, έτσι αν κάποιος έχει ήδη σημαντικά αυξημένο αυτοκτονικό ιδεασμό μπορεί αυτός για λίγο να επιδεινωθεί-αυτός είναι ο πιο συχνός και σημαντικός κίνδυνος).

Δυσπροσαρμοστική άποψη 8: Χρειάζομαι κάποιο φάρμακο, θέλω όμως κάτι ελαφρύ!

Δεν υπάρχουν ελαφριά και βαριά φάρμακα. Όταν κανείς ζητά ένα ελαφρύ φάρμακο, οπωσδήποτε δε ζητά ένα αδύναμο φάρμακο που δεν θα είναι βοηθητικό γι’ αυτόν. Στην πραγματικότητα ζητά ένα φάρμακο που να είναι αποτελεσματικό για το πρόβλημά του, να μην υπάρχει περίπτωση να του κάνει οποιοδήποτε κακό και κατά προτίμηση να μη δίνεται σε ανθρώπους με “βαριά” ψυχικά προβλήματα, για να μην υπάρχει η παραμικρή υπόνοια ότι υπάρχει η πιθανότητα να επιβαρυνθεί η κατάστασή του. Εκείνη τη στιγμή ο ασθενής ζητά το ιδανικό φάρμακο. Ουσιαστικά το ζητούμενου ενός φαρμάκου που είναι ελαφρύ, είναι ένα ζητούμενο εμποτισμένο από το ψυχιατρικό στίγμα. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακολογική πραγματικότητα. Στ’ αλήθεια αυτό που υπάρχει είναι το κατάλληλο φάρμακο, στην κατάλληλη δοσολόγηση, με κάποιο συγκεκριμένο προφίλ επιθυμητών και ανεπιθύμητων ενεργειών και ένα συγκεκριμένο λόγο οφέλους-κόστους που πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν. Αυτή είναι μία συζήτηση που πάντα πρέπει να κάνει ο ψυχίατρος με τους ασθενείς του.

Δυσπροσαρμοστική άποψη 9: Ο Ψυχίατρος μπορεί να προβλέψει την πορεία της ψυχικής μας υγείας στο μέλλον.

Η αλήθεια είναι ότι ο Ψυχίατρος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μπορεί όμως για ένα πάσχοντα να αξιολογήσει την πορεία της νόσου με βάση το παρελθόν του, να γνωρίζει τα στατιστικά δεδομένα που αφορούν κάθε διαταραχή, να συνιστά τη βέλτιστη χρήση της φαρμακευτικής αγωγής, να βοηθήσει στο σχεδιασμό της αντιμετώπισης του προβλήματος, να προτείνει εναλλακτικές λύσεις εκεί που η εξέλιξη δεν είναι η δέουσα, να εκπαιδεύσει τον ασθενή και το περιβάλλον για αυτά που ισχύουν για το πρόβλημά του και να διορθώσει λανθασμένες απόψεις που μπορεί να υπάρχουν.

Μοιραστείτε!

Το στίγμα για το ψυχικό πρόβλημα

Stigma12

 

«Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», έλεγε συχνά και υποθέτω πως λέει ακόμα στα μαθήματα ψυχοφαρμακολογίας ο Μπάμπης Τουλούμης, ένας εξαιρετικά ευρυμαθής και μεταδοτικός δάσκαλος της Ψυχιατρικής, δανειζόμενος τη ρήση του Αντισθένη. Μιλώντας λοιπόν για το στίγμα καλό θα ήταν να περιγραφούν κάποιοι όροι και οι σχετικές με τη συζήτηση έννοιες.

Το στίγμα ουσιαστικά περιγράφει μία διαδικασία κατά  την οποία άτομα ή/και ομάδες αδικαιολόγητα θεωρούνται ως ντροπή για την κοινωνία, αποκλείονται και υφίστανται διακρίσεις. Η διάκριση περιλαμβάνει  οποιοσδήποτε διαχωρισμό, αποκλεισμό ή προτίμηση, που συνεπάγεται επίδραση στην αρχή των ίσων δικαιωμάτων. Το στίγμα και οι διακρίσεις εκφράζουν απορριπτική συμπεριφορά της παρεκκλίνουσας από τη νόρμα συμπεριφοράς.

Η ιστορία του στίγματος δεν είναι κάτι πρόσφατο για τους ανθρώπους. Στο βιβλίο της Γένεσης περιγράφεται το πώς ο Θεός τοποθέτησε σημάδι στον Κάιν για να τον «στιγματίσει» ως τον πρώτο δολοφόνο της αρχαιότητας. Αργότερα, το στίζειν σηματοδοτούσε την τοποθέτηση ενός σημαδιού στους σκλάβους για να αναγνωρίζεται η θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία και να φαίνεται η μικρή τους αξία, το γεγονός δηλαδή ότι ήταν αναλώσιμοι και ασήμαντοι. Στα χρόνια του Μεσαίωνα, η αναζήτηση στιγμάτων και άλλων δερματικών αλλοιώσεων έλαβε επιπλέον σημασία με αποτέλεσμα να ερμηνεύεται ως σημάδι διαβολικής και μαγικής επίδρασης. Αυτοί που έφεραν τέτοια στίγματα θεωρούνταν σύμμαχοι του κακού και πολλές φορές κατηγορούνταν, βασανίζονταν ή/και θανατώνονταν. Με στίγματα επίσης «σημαδεύονταν» οι εγκληματίες για να είναι εύκολα εντοπίσιμοι.

Η διαδικασία της στιγματοποίησης όπως την αντιλαμβανόμαστε στις μέρες μας  περιλαμβάνει 2 στοιχεία: το πρώτο είναι η  αναγνώριση ενός σημείου που διαφοροποιεί ή διακρίνει  από αυτό που θεωρείται αποδεκτό, συνηθισμένο, λειτουργικό, συχνό. Το δεύτερο είναι η επαγόμενη απαξίωση του ατόμου, με φυσική συνέπεια τη μη προτίμησή του ή το διαχωρισμό του από παροχές, προνόμια  ή και τον αποκλεισμό του από την  απλή συμμετοχή στα ζητήματα της κοινότητας που ανήκει.

Οι αιτίες του στίγματος ποικίλουν:

Πολλές φορές φοβόμαστε αυτό που δεν κατανοούμε.

Για παράδειγμα,  οι άνθρωποι στην αρχαιότητα αγνοούσαν τις φυσικές αιτίες των καιρικών φαινομένων. Τα ίδια τα φαινόμενα τους προκαλούσαν δέος, γι’ αυτό και τα απέδιδαν σε θεϊκή παρέμβαση (κεραυνός ως μεσολαβητής θυμού του Δία). Η άγνοια λοιπόν είναι ένας παράγοντας που προάγει τη διαδικασία της στιγματοποίησης. Η προκατάληψη επίσης. Η προκατάληψη έχει να κάνει με προδιαμορφωμένες πεποιθήσεις του ατόμου που έχουν ως αποτέλεσμα αρνητικά συναισθήματα, όπως είναι η απόρριψη και η περιφρόνηση.

Συνέπεια των προηγουμένων είναι η δημιουργία του αισθήματος του φόβου. Φόβου επικείμενης μόλυνσης, κινδύνου, βίας και απειλής. Φυσικά η πραγματικότητα μπορεί να απέχει πολύ από το αντικείμενο της ανησυχίας  και του φόβου.

Πολλές φορές η στιγματοποίηση εμπεριέχει και την έννοια του δευτερογενούς οφέλους για αυτόν που στιγματοποιεί , είτε είναι άτομο είτε ομάδα. Στόχος  είναι η εκπλήρωση ψυχολογικών αναγκών και η απόκτηση πλεονεκτημάτων, κυρίως οικονομικών. Μπορεί δηλαδή μία ομάδα να στιγματίζει μία άλλη με σκοπό να προκαλέσει την αποσταθεροποίηση ή τη διάλυσή της, αναλαμβάνοντας εκ των υστέρων τα όποια οφέλη από αυτή την κατάσταση.

Εναλλακτικά μπορεί ένα άτομο να στιγματίζει ένα άλλο για να δέχεται (το ίδιο) την προτίμηση του περιβάλλοντος, την όποια κοινωνική χρηματική ή συναισθηματική απολαβή.

Η σχιζοφρένεια είναι η ψυχική νόσος που φέρει το μεγαλύτερο βάρος στιγματοποίησης, είναι δε επενδυμένη με πολλά στερεότυπα, προκαταλήψεις και μυθώδη δημιουργήματα, που συντελούν στη δημιουργία μίας κατάστασης με πολλά ανακριβή στοιχεία, με επικρατούντα κυρίως αυτά του φόβου της βίας και της επικείμενης απειλής. Σε αυτή τη διαδικασία εκτός από το άτομο πολλές φορές στιγματοποιείται και το οικείο του περιβάλλον ως φορέας, αλλά και κοινωνός της ασθένειας.

Εκτός από τη στιγματοποίηση από τους άλλους, υπάρχει και το φαινόμενο της αυτοστιγματοποίησης, όπου το άτομο στιγματοποιεί τον ίδιο του τον εαυτό.  Αυτή είναι μία διαδικασία κατά την οποία αναδύεται η  υποκειμενική αντίληψη του ανθρώπου ότι διαφέρει από τους άλλους με ένα τρόπο αρνητικό ότι δεν του αξίζει να προτιμηθεί, να συμμετέχει ή να απολαύσει αυτά που απολαμβάνουν και οι γύρω του.

Συχνά στο στίγμα συμβάλλουν/συμμετέχουν και οι επαγγελματίες υγείας,  με την απρόσεκτη χρήση διαγνωστικής ετικέτας. Σε αυτές τις περιπτώσεις εκφράζουν και  δικούς τους φόβους και ανησυχίες (τί να τα κάνεις εσύ αυτά τα ψυχιατρικά φάρμακα, είναι βαριά-ξεπέρασέ το μόνος σου/ θα έλεγαν το ίδιο και για οποιοδήποτε άλλο σωματικό πρόβλημα;) και/ή  θυμώνουν γιατί η δουλειά τους μπορεί να δυσκολεύεται (πολλές φορές σημειώνουν «δε συνεργάζεται» για τον ασθενή που κατηγοριοποιείται σε συγκεκριμένη ανεπιθύμητη ομάδα)

Τρεις είναι οι κύριες στρατηγικές για τη μείωση του στίγματος και την άμβλυνση των στερεοτύπων:

Η πρώτη είναι η διαμαρτυρία (για ανακριβείς αναπαραστάσεις/ΜΜΕ). Είναι εξαιρετικής σημασίας να δίδεται η δέουσα προσοχή στον τρόπο με τον οποίο σχολιάζεται/ παρουσιάζεται αλλά και αναφέρεται η ψυχική νόσος.

Η δεύτερη είναι η εκπαίδευση/ενημέρωση (για παροχή έγκυρης πληροφόρησης και τις αλήθειες της ψυχικής νόσου, αλλά και την διάψευση των όποιων λανθασμένων απόψεων/αστικών μύθων/στάσεων που υπάρχουν εγκατεστημένες).

Η τρίτη στρατηγική είναι η επαφή (με συναντήσεις ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας και σε  ψυχικά πάσχοντες) με σκοπό την έκθεση των μελών αυτών με βιωματικό τρόπο στην ψυχική νόσο του συνανθρώπου τους.

Είναι σημαντικό να μην ξεχνούμε πως πολλές φορές δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, τα βλέπουμε όπως είμαστε εμείς!

Μοιραστείτε!

Το Ψυχιατρικό στίγμα και η ανάγκη της φαρμακευτικής αγωγής

Ο καθdifferentένας μας έχει τη δική του εικόνα για την Ψυχική νόσο. Για τους  περισσότερους,  η  ψυχική νόσος αντιπροσωπεύεται από εκείνο το  παράξενο παιδί στο χωριό που έτρεχε συνέχεια και χωρίς λόγο,  ταυτίζεται με εκείνη την κυρία που λέει όλη την ώρα παράξενα  πράγματα, σχετίζεται με τον άλλο κύριο, που έχει εκείνο το  φοβιστικό  βλέμμα, «αποκαλύπτεται» με ρεπορτάζ της τηλεόρασης τα οποία μιλάνε  (ή μιλούσαν) για ψυχιατρεία-φυλακές-τρώγλες, από περιστατικά που  έρχονται στο φως της δημοσιότητας (τύπου Κωσταλέξι) ή με ταινίες- θρίλερ που έχουν ως πρωταγωνιστή κάποιο ψυχικά διαταραγμένο άτομο. Πολλές από αυτές τις εικόνες προκαλούν απέχθεια, φόβο και επιφυλακτικότητα. Ὀμως είναι αναμφισβήτητα  εικόνες  που συνδέονται με τα βιώματά μας  ακόμα και αν αντιπροσωπεύουν εν πολλοίς εικόνες του παρελθόντος. Αυτές οι εικόνες, ακόμα και αν τις συναντούμε κάποιες φορές στη σύγχρονη πραγματικότητα δεν συνιστούν αντικειμενική αποτύπωση της ψυχικής νόσου, αλλά αποτελούν κομμάτι της και μάλιστα μικρό.

 

Όταν ένας ασθενής περνά την πόρτα του ιατρείου, δεν πρέπει μόνο να εντοπιστεί, να αξιολογηθεί, να περιγραφεί και αντιμετωπιστεί το πρόβλημά του. Πρέπει οπωσδήποτε από την αρχή ακόμα της επαφής να διερευνηθεί και η εικόνα που έχει για την ψυχική νόσο. Πρέπει να εντοπιστούν οι δυσπροσαρμοστικές του πεποιθήσεις, οι εμπειρίες, οι «ταμπέλες» και τα κλισέ που τριγυρνούν στο μυαλό του, ο φόβος και το άγχος της σύγκρισης του προσωπικού του προβλήματος  με το πρόβλημα του γνωστού, του γείτονα ή του συγγενή που είναι ασθενής ψυχικά και με τον οποίο συγκρίνεται. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναγνωστεί τουλάχιστον η κυρίαρχη εικόνα που έχει για τη ψυχική νόσο εν γένει.

Μετά την ολοκλήρωση του διερευνητικού κομματιού, έρχεται το κομμάτι της θεραπείας. Αυτή μπορεί να είναι μιλώντας με γενικούς όρους, είτε η φαρμακοθεραπεία ή η ψυχοθεραπεία με τις ποικίλες της εκφάνσεις. Το κομμάτι της φαρμακοθεραπείας είναι αυτό που κατεξοχήν δημιουργεί συνήθως στους ασθενείς την μεγαλύτερη δυσφορία-ανησυχία.

Τρείς είναι οι κύριοι λόγοι που συνήθως συμβαίνει αυτό:

Ο πρώτος είναι ότι μερικές φορές η ψυχική νόσος συνοδεύεται από μειωμένη εναισθησία. Εναισθησία είναι η δυνατότητα που έχει ένας άνθρωπος να καταλαβαίνει ότι πάσχει σε ψυχικό επίπεδο. Μπορεί η νόσος του να είναι φανερή στους γύρω, αλλά όχι στον ίδιο. Αυτό είναι συχνό φαινόμενο στις ψυχωτικές διαταραχές και στη διπολικότητα, ειδικά όταν η διάθεση είναι αυξημένη (άνω πόλος, υπομανία-μανία). Ο ασθενής λοιπόν δεν καταλαβαίνει ότι πάσχει, άρα δεν καταλαβαίνει ότι πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό. Ή δεν καταλαβαίνει με ποιο τρόπο μπορεί να τον βοηθήσει η ψυχιατρική αγωγή. Κάποιες φορές μάλιστα πιστεύει ότι η φαρμακευτική αγωγή είναι και μέρος του προβλήματός του και την αποφεύγει πάση θυσία. Βιώνει λοιπόν τη φαρμακευτική αγωγή ως κίνδυνο (σε ψυχωτικές διαταραχές κυρίως) ή ως άχρηστη επιβάρυνση (στην υπομανία-μανία που αισθάνεται καλά. Ποιος άνθρωπος που αισθάνεται καλά θέλει να λάβει φάρμακο;)

Ο δεύτερος λόγος είναι η προσωπική προτίμηση. Υπάρχει μία μερίδα ασθενών που δεν θέλουν να λαμβάνουν οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή. Συνδέουν ενδεχομένως την αγωγή με την αίσθηση της προσωπικής φθοράς και αδυναμίας και σιχαίνονται την πιθανότητα της αποδοχής σε ψυχικό επίπεδο ότι μπορεί να βρεθούν σε μία κατάσταση όπου θα πρέπει να βοηθηθούν από εξωτερικό παράγοντα, (τουλάχιστον για προβλήματα που μπορεί να διαρκούν). Ο εξωτερικός παράγοντας-φάρμακο που μπορεί να βοηθήσει βιώνεται εδώ ως απόδειξη-υπενθύμιση της φθαρτότητας του εγώ και ως τέτοιος απορρίπτεται. Εξάλλου, η ψυχιατρική αγωγή είναι αγωγή κατ’ εξοχήν μακρά (διάστημα μηνών τουλάχιστον) στις περισσότερες των περιπτώσεων, για να μπορεί ο ασθενής να βιώνει τα διαρκή θετικά της αποτελέσματα, εξ’ ου και η δυσφορία στην αποδοχή της.

Ο τρίτος βασικός λόγος είναι το ψυχιατρικό στίγμα. Πολλοί ασθενείς φοβούνται και στην παραμικρή πιθανότητα φαρμακευτικής αγωγής (αναφερόμαστε σε ασθενείς που δεν παρουσιάζουν μειωμένη εναισθησία). Αυτοί έχουν αισθανθεί ότι το πρόβλημα που βιώνουν εντοπίζεται στην ψυχική σφαίρα. Από τη μία πλευρά είναι διατεθειμένοι να συνεχίσουν να ταλαιπωρούνται, να βιώνουν δυσλειτουργία και δυσφορία (λόγω του φόβου της στιγματοποίησης), από την άλλη όμως νιώθουν αρκετά απελπισμένοι και γι’ αυτό απευθύνονται σε γιατρό. Η θέση που έχουν περιπέσει είναι θέση έντονης αμφιβουλησίας-αμφιθυμίας. Πιθανόν να έχουν πραγματοποιήσει μία πρώτη απόπειρα ψυχοθεραπείας, που όμως δεν τους βοήθησε επαρκώς (δεν είχαν τα αποτελέσματα που θα επιθυμούσαν).

Εύλογα αναρωτιέται τότε κανείς, μα τί ζητούν από το γιατρό; Ζητούν την ανακούφιση, αυτό είναι το μόνο βέβαιο, ενδεχομένως ανακούφιση με ένα τρόπο μαγικό, με μία λύση χωρίς κόστος. Το κόστος που δεν είναι έτοιμοι να αναλάβουν φαίνεται στην ανησυχία που δείχνουν όταν προτείνεται μία φαρμακευτική αγωγή. Σε αυτή την περίπτωση, το κριτήριο της συναίνεσης στην αγωγή μπορεί να είναι «η βαρύτητα» της.  Το φάρμακο είναι αποδεκτό εφόσον είναι κάτι «ελαφρύ». Σαν αυτό «της γειτόνισσας» που το παίρνει και είναι περδίκι. Ενδεχομένως μάλιστα να είναι ένα φάρμακο που να είναι «φυτικό», να μην δημιουργεί κανένα «πρόβλημα», ή να μπορεί κανείς να το λαμβάνει κατά βούληση περιστασιακά και να είναι αποτελεσματικό ως λύση κατά περίσταση.

Το φάρμακο «της γειτόνισσας», είναι κατά πάσα πιθανότητα ένα αγχολυτικό, σπανιότερα ένα αντικαταθλιπτικό. Μπορεί να το έχει συνταγογραφήσει ο παθολόγος ή ο οικογενειακός-γενικός ιατρός.  Άρα, σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης του ασθενούς, αφού το γράφει ο παθολόγος δεν είναι ψυχιατρικό, άρα δεν υπάρχει το άγχος της ταμπέλας.

Εδώ, η κυρίαρχη ιδέα στον άνθρωπο που επηρεάζεται από το φόβο του ψυχιατρικού στίγματος είναι ότι η φαρμακευτική κατηγορία του φαρμάκου καθορίζεται από το ποιος το συνταγογραφεί  και όχι από τον τρόπο λειτουργίας, το περιβάλλον δράσης του ίδιου του φαρμάκου και τα φαρμακολογικά του χαρακτηριστικά. Στην ίδια κατηγορία εμπίπτει και η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής από το φαρμακοποιό (όποτε και εφόσον αυτός υποκύπτει σε αυτό το ατόπημα), που μπορεί να χορηγήσει ένα αγχολυτικό, αλλά συνήθως «ήπιο» ή κάποιο φυτικό προϊόν. Δηλαδή αφού το έδωσε ο φαρμακοποιός για «ελαφρύ» πρέπει να είναι και έτσι.

Η αλήθεια όμως είναι ότι τα φάρμακα ανεξαρτήτως θεραπευτικής κατηγορίας δεν κατηγοριοποιούνται ποτέ σε «βαριά» και σε «ήπια-ελαφριά» (Μερικές φορές όμως χαρακτηρίζονται ως τέτοια και από συναδέλφους γιατρούς, για να πειστεί να τα λάβει εύκολα και γρήγορα ο ασθενής- με αποτέλεσμα να δημιουργούνται όμως έτσι εσφαλμένες πεποιθήσεις). Τα ψυχιατρικά φάρμακα (και γενικότερα τα φάρμακα) χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ή μικρότερη αποτελεσματικότητα στο πρόβλημα για το οποίο θα κληθούν να δράσουν. Κάθε ένα από αυτά έχει ιδιαίτερο προφίλ ενδεχόμενων ανεπιθύμητων ενεργειών, που δεν διαφέρουν όμως σημαντικά από τις ανεπιθύμητες ενέργειες οποιοδήποτε άλλων φαρμάκων στην ιατρική (ίσως μάλιστα κάποιες φορές τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ευρέως από την Ψυχιατρική να είναι και καλύτερα ανεκτά από άλλα). Τέλος, κάθε φάρμακο έχει ένα δοσολογικό εύρος στο οποίο παρουσιάζει τα βέλτιστα αποτελέσματα.

 

Ο προσδιορισμός ενός φαρμάκου ως «ελαφρού» ουσιαστικά αντιπροσωπεύει περισσότερο την επιθυμία του πάσχοντος.  Είναι η επιθυμία  ταύτισης του φαρμάκου με μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και κατ’ επέκταση αφορά στην επιθυμία του ασθενούς να ανήκει σε αυτή την ομάδα. Τα «ελαφριά» φάρμακα δίνονται στα «ελαφριά» προβλήματα (το είδος που ελπίζει πως παρουσιάζει ο ασθενής) και τα «βαριά» φάρμακα στα «βαριά» προβλήματα- με τα οποία ο ασθενής έχει έρθει σε επαφή συνήθως με τραυματικό τρόπο μέσω φημών, τηλεόρασης, σινεμά και αστικών μύθων που προαναφέρθηκαν. Ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να του συστήσουν κάποια αγωγή που κατά τη γνώμη του απευθύνεται σε κάτι «βαρύ», αφού αυτό θα σήμαινε πως θα έπρεπε να αποδεχτεί ότι το πρόβλημά του έχει σημαντική βαρύτητα-πιθανόν λοιπόν να τον απειλεί. Πολλοί άνθρωποι δεν διανοούνται να αποδεχτούν πως πάσχουν από καρκίνο, ενώ είναι προετοιμασμένοι να ακούσουν πως ο οργανισμός έχει παρουσιάσει μία ασαφή «φλεγμονή» που θα σημαίνει ταλαιπωρία  μεν, δυνητική ίαση δε. Υποβαθμίζουν έτσι το πρόβλημα τους, με την ελπίδα πως θα είναι αντιμετωπίσιμο. Κάποιες φορές εναποθέτουν τη θεραπεία τους στους άλλους (συγγενείς και ιατρούς),  κάποιες άλλες φορές όμως στο πλαίσιο της υποβάθμισης της βαρύτητας του προβλήματος το παραμελούν, με αποτέλεσμα αυτό να αφήνεται να εξελίσσεται.

Πολλές φορές, ένας εν δυνάμει ψυχικά ασθενής (αυτός που μέχρι πρότινος δεν έχει λάβει ποτέ υπηρεσίες ψυχικές υγείας) συνδυάζει την ανησυχητική-προβληματική εξωτερική εικόνα που μπορεί να παρουσιάζει ένας defacto ψυχικά ασθενής (που είναι αυτός που λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή-σύμφωνα με το σκεπτικό του εν δυνάμει ασθενή) με την ψυχιατρική αγωγή. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι αυτό που παρατηρεί ΔΕΝ είναι απαραίτητα το αποτέλεσμα της φαρμακευτικής αγωγής.

Οι παράγοντες που έχουν εδώ σημαντικό ρόλο είναι πολλοί. Τις περισσότερες φορές η εξωτερική εικόνα του ψυχικά ασθενούς είναι η εικόνα της ελλιπούς θεραπείας της ψυχικής νόσου. Είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που τα συμπτώματα από τη ψυχική σφαίρα είναι υποθεραπευμένα. Που ζουν σε εξαιρετικά αρνητικά και τραυματικά περιβάλλοντα.  Ή είναι η εικόνα ανθρώπων χρονίως πασχόντων που δεν έλαβαν ποτέ αγωγή ή που την έλαβαν με υστέρηση πολλών ετών, με αποτέλεσμα το πρόβλημά τους να έχει παγιωθεί. Εναλλακτικά, μπορεί να είναι εικόνα ανθρώπων  που κάνουν κακή χρήση της αγωγής, που τη λαμβάνουν υποδοσολογημένα, περιστασιακά, χαοτικά, ή σε δόσεις πέραν του πρέποντος. Κάποιες φορές είναι η εικόνα ανθρώπων  με πολλά και σημαντικά συνοδά οργανικά προβλήματα που επηρεάζουν  λειτουργικά και δομικά τον εγκέφαλο με τρόπους που δεν γίνεται απλά να αναιρεθούν με τη χορήγηση κάποιου φαρμάκου. Ή τέλος είναι εικόνα ανθρώπων που λόγω κακής  διαγνωστικής-θεραπευτικής επιλογής δεν έχουν λάβει τη βέλτιστη διάγνωση ή τη σωστή φαρμακευτική αγωγή (κάτι που φυσικά μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ιατρική ειδικότητα).

Κάποιες φορές, με βαριά καρδιά ομολογουμένως ένας ασθενής δέχεται να λάβει φαρμακευτική αγωγή με σημαντική όμως αρνητική προσδοκία. Αυτό το γεγονός έχει μεγάλη κλινική σημασία. Από τις κλινικές μελέτες, για την κυκλοφορία ενός φαρμάκου, αναγνωρίζεται το φαινόμενο του placebo (δηλ. του εικονικού φαρμάκου). Για να κυκλοφορήσει ένα φάρμακο, πρέπει να τεκμηριώσει καταρχάς την ασφάλειά του. Αφού αυτό γίνει, πρέπει έπειτα να τεκμηριώσει και την αποτελεσματικότητά του. Αυτό πολλές φορές γίνεται μέσω της σύγκρισής του με ένα άλλο καθιερωμένο φάρμακο της ίδιας κατηγορίας, πιο συχνά όμως με τη σύγκριση με ένα εικονικό φάρμακο. Ένα φάρμακο δηλαδή που δεν έχει δραστικό συστατικό, είναι μόνο ζάχαρη ή άμυλο ή κάποιο άλλο έκδοχο και έχει την ίδια όψη με το υπο εξέταση φάρμακο.

Για να κυκλοφορήσει λοιπόν το φάρμακο (το πραγματικό), πρέπει να παρουσιάζει σημαντική διαφορά στην αποτελεσματικότητα σε σχέση με το placebo. Μέχρι εδώ όλα είναι καλά και αναμενόμενα. Το «παράξενο» είναι όμως ότι βελτίωση (μικρότερη όμως) παρουσιάζει και ο ασθενής που παίρνει και το εικονικό φάρμακο (χωρίς να το ξέρει). Άρα, συμπεραίνουμε ότι στη βελτίωση του ρόλο παίζουν και άλλοι παράγοντες (προφανώς  ψυχολογικοί). Η θετική του προσδοκία, (ότι πραγματικά θα βελτιωθεί με την αγωγή) τον οδηγούν τελικά σε βελτίωση (δεν ισχύει αυτό για όλες τις νόσους, βέβαια, ενώ η βελτίωση συνήθως είναι παροδική με το placebo).

Δυστυχώς όμως υπάρχει κάποιες φορές και η αντίθετη διαπίστωση. Ότι ο  άνθρωπος που λαμβάνει αγωγή με αρνητική όμως προσδοκία, παρουσιάζει ενδεχομένως αυξημένες ανεπιθύμητες ενέργειες (φαινόμενο nocebo).

Ο ασθενής λοιπόν που λαμβάνει αγωγή, νιώθοντας όμως και αρνητικά γι’ αυτήν (λόγω στίγματος), ενδεχομένως να δημιουργεί για τον εαυτό του μερικές φορές μία κυρίαρχη αφήγηση που παίρνει τη μορφή αυτοεκπληρούμενης προφητείας, στην οποία έχει την τάση να αυτοεγκλωβίζεται .Συνήθως λαμβάνει την αγωγή απλά και μόνο επειδή του το λέει ο γιατρός ενώ ο ίδιος δεν πιστεύει ότι πραγματικά θα βοηθηθεί. Μπορεί λοιπόν μέσω του φαινομένου nocebo να παρουσιάζει περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες ή να δίνει περισσότερη σημασία ακόμα και στην παραμικρή ενόχληση, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η δυσφορία που έτσι κι αλλιώς βιώνει (λόγω του αυξημένου ψυχικού του φορτίου).

Κάποιες φορές, ο ασθενής για συστεμικούς λόγους αναγκάζεται να λαμβάνει αγωγή, χωρίς όμως να την αποδέχεται πλήρως. Μπορεί να του το «επιβάλλει» η οικογένειά του, το γεγονός ότι νοσηλεύεται για το πρόβλημά του, το γεγονός ότι βλέπει βελτίωση στην καθημερινότητά του.  Αυτός ο ασθενής (ειδικά αν είναι νέος) πολλές φορές δυσκολεύεται να συντηρήσει τη λήψη της αγωγής, παρόλο που αναγνωρίζει την αξία της. Και εδώ το στίγμα έχει θεμελιώδη ρόλο. Τα ερωτήματα που διατυπώνει καίρια: «δεν μπορώ να βγω έξω και να πιώ ποτό με τους φίλους μου», «ποιος/ποια θα κάνει σχέση μαζί μου αν μάθει ότι παίρνω φάρμακα», «αυτό θα είναι το μέλλον μου», κ.ο.κ. Ο ασθενής αυτός εκείνη τη στιγμή βιώνει μία σημαντική ψυχική σύγκρουση. Αποδέχεται (έστω και μερικά) την ωφέλεια από τη βοήθεια που λαμβάνει, είναι όμως πολλές φορές έτοιμος να «θυσιαστεί» στο βωμό της γνώμης των άλλων, καταδικάζοντας πολλές φορές τον εαυτό του στην καταπίεση της στιγματοποίησης από ανθρώπους που έτσι κι αλλιώς μπορεί να τον απορρίψουν και να τον απομακρύνουν .

Η διόρθωση δυσπροσαρμοστικών αντιλήψεων είναι ένα σημαντικό κομμάτι της θεραπευτικής της ψυχικής νόσου. Ο άνθρωπος που νοσεί ψυχικά, πολλές φορές είναι απελπισμένος, μπερδεμένος και επιβαρυμένος. Έχει ανάγκη βοήθειας και συχνά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και επικίνδυνων πρακτικών. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις ακόμα και νεαρών ανθρώπων, που στο φόβο της στιγματοποίησης εμπιστεύονται εαυτούς σε απίθανους τύπους που τους χορηγούν «αυτοσχέδια» φάρμακα τα οποία φέρουν την υπόσχεση του «αποτελεσματικού» και του «φυσικού». Αυτές οι πρακτικές είτε δεν είναι αποτελεσματικές ή χειρότερα μπορεί  και να έχουν επιβαρυντικά αποτελέσματα.

Είναι σημαντικό η θεραπευτική αντιμετώπιση να διεξάγεται με όρους συνεργασίας και είναι θεμελιώδους αξίας η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην (όποια) θεραπεία (φαρμακευτική ή άλλη). Αυτής που έχει χαθεί από τον ψυχικά πάσχοντα και που εμπεριέχει την ανησυχία του για το αν θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, για το αν πρόβλημά του θα γίνει σεβαστό, για το αν θα του στερηθεί η αξιοπρέπειά του και για το αν θα στιγματοποιηθεί. Και το κυριότερο για τους όρους της εκπλήρωσης της επιθυμίας του, να βρει βοήθεια και ανακούφιση.-

Μοιραστείτε!