(Φυσικά τα ονόματα είναι προσχηματικά, ορισμένα από τα δεδομένα έχουν αλλάξει για λόγους διαφύλαξης της ιδιωτικότητας και συνοχής της ιστορίας)
Η Β ήταν (και είναι ακόμα) μία κοπέλα που έκανε πολύ καλή επαφή. Είχαμε επικοινωνήσει για να κλείσει ραντεβού για την αδερφή της που υπέφερε από άγχος. Ήδη από την τηλεφωνική μας επικοινωνία ήταν φανερό ότι ανησυχούσε ιδιαίτερα γι’ αυτήν και είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει γρήγορα καλά. Οι δυο αδερφές θα έρχονταν μαζί γιατί κατά την Β η Α είχε ανάγκη συνοδού.
Η Α ήταν (και είναι φυσικά ακόμα) μία εξαιρετικά γλυκιά κοπέλα. Καλομίλητη, ευγενική, πολύ προσεκτική στα λόγια και τα σχόλιά της. Μιλούσε πολύ σιγά, σχεδόν ψιθύριζε. Αυτό είχε ως συνέπεια να απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για να την παρακολουθήσεις. Η συζήτηση μαζί της έφερε ένα συναίσθημα εξομολογητικό, μαζί με μία αίσθηση μικρής συνωμοσίας, αφού ένοιωθες σα να κοινωνείς τα μικρά προσωπικά της μυστικά. Η Α έδινε την εικόνα ενός ανθρώπου πολύ ευαίσθητου και εύθραυστου, που απαιτούσε πολύ προσοχή και λεπτούς χειρισμούς. Πολύ νεαρή στην ηλικία, πολύ μοντέρνα στην εμφάνιση. Με επισκέφθηκε στο ιατρείο αναφέροντας ως βασική της δυσχέρεια το πρόβλημα του άγχους. Την είχε πιέσει η αδερφή της (που με είχε πάρει τηλέφωνο και περίμενε στην αναμονή του ιατρείου) να έρθει και να βοηθηθεί.
Η Α περιέγραφε μία κατάσταση παροξυσμικού άγχους, με περιστασιακές κρίσεις πανικού που την φόβιζαν και την προβλημάτιζαν πάρα πολύ. Προηγούμενα είχε ολοκληρώσει τον οργανικό έλεγχο, όλα είχαν βρεθεί φυσιολογικά, όμως η ίδια δεν είχε πειστεί ότι τα πράγματα ήταν έτσι όπως έπρεπε. Έλεγε πως όσο θυμόταν τον εαυτό της ήταν αγχώδης. Εργαζόταν κάποια χρόνια ως ελεύθερη επαγγελματίας και η δουλειά της προχωρούσε καλά. Τα συμπτώματά της είχαν επιδεινωθεί σημαντικά μετά από μία εξαντλητική δίαιτα που είχε αρχίσει να ακολουθεί για να χάσει λίγα κιλά που την ενοχλούσαν. Στο γραφείο του διατροφολόγου στον οποίο είχε πάει και μετά από μία στιγμή που ένοιωσε άβολα της συνέβη μία κρίση πανικού που κράτησε αρκετή ώρα και την εξάντλησε πολύ. Αυτή ήταν και η στιγμή που κατάλαβε και η ίδια ότι χρειαζόταν βοήθεια, όπως τόνισε.
Όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα τα συμπτώματά της συνεχώς επιδεινώνονταν, με αποτέλεσμα να είναι σε συνεχή ανησυχία, να παρουσιάζει προβλήματα ύπνου, να μην μπορεί να εργαστεί όπως παλιότερα. Ρώτησε πως μπορεί να βοηθηθεί και όταν της εξηγήθηκαν οι διαθέσιμες επιλογές κληθήκαμε να αποφασίσουμε μεταξύ της λήψης φαρμακοθεραπείας (της συστήθηκε, αρχικά το άκουσε με μισή καρδιά είναι αλήθεια) και μεταξύ της ψυχοθεραπείας, (γιατί είχε αίτημα και ένδειξη). Αυτό ήταν το πρώτο μας θεραπευτικό δίλημμα και το προσπεράσαμε επιλέγοντας και τις δύο λύσεις ταυτόχρονα. Ξεκινήσαμε λοιπόν φαρμακευτική αγωγή και τακτικές συναντήσεις ψυχοθεραπείας, έχοντας ως κύριο αντικείμενο την αντιμετώπιση των αποφυγών και των φόβων.
Από τις πρώτες ακόμα συναντήσεις μας προέκυψαν μεταξύ άλλων δύο διαπιστώσεις μεγάλης σημασίας όπως αποδείχτηκε για την έκβαση του περιστατικού:
Η πρώτη ήταν ότι η Α από πολύ μικρή ηλικία είχε χάσει με απότομο και εξαιρετικά τραυματικό τρόπο τον πατέρα της. Ζούσε μαζί με την αδερφή και τη μητέρα της σε μία πολύ στενή, σχεδόν κλειστή οικογενειακή σχέση. Στο ίδιο σπίτι (διπλοκατοικία) στον δεύτερο όροφο έμεναν οι μητρικοί παππούδες με τους οποίους διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις. Μιλούσε γι’αυτούς με πολύ καλά λόγια και πολύ αγάπη. Η σχέση της όμως ήταν ακόμα καλύτερη με τους πατρικούς παππούδες που έμεναν στην ίδια περιοχή λίγο μακρύτερα. Της άρεσε να μένει εκεί πάρα πολύ, το έβρισκε όμορφο και περιπετειώδες να πηγαίνει σε αυτούς και από καιρό εις καιρό να κοιμάται και εκεί. Η οικογένεια περιγραφόταν με ένα τρόπο πολύ ζεστό, σχεδόν ονειρικό, με αγάπη, αλληλοσεβασμό, πολύ φροντίδα. Αναγνώριζε όμως η Α ότι μετά την απώλεια του πατέρα τους είχαν δυσκολευτεί πολύ. Έπρεπε να προσπαθήσουν για να τα καταφέρουν, έπρεπε να μείνουν ενωμένες για να το πετύχουν. Με τις περιγραφές της Α δεν μπορούσες να μείνεις ασυγκίνητος, δεν μπορούσες να μην θαυμάσεις αυτές τις γυναίκες και την προσπάθειά τους να επιβιώσουν, δημιουργώντας όπως φαίνεται ένα αδιάρρηκτο μέτωπο.
Η δεύτερη πολύ σημαντική διαπίστωση είναι ότι όσο εξελισσόταν η θεραπεία γινόταν περισσότερο φανερό ότι η Α ταλαιπωρούταν από πληθώρα αποφυγών και φοβιών. Από την πρώτη μας συνάντηση είχε εκφράσει 2 σημαντικές της ανησυχίες: η πρώτη ήταν ο φόβος που ένοιωθε ότι μπορεί να έχανε το μυαλό της και να τρελαινόταν (συχνή ανησυχία και σύμπτωμα ανθρώπων που παρουσιάζουν κρίσεις πανικού). Η δεύτερη ανησυχία που τη φόβιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν ότι της έρχονταν ιδέες ότι θα έβγαζε τα μάτια της με τα χέρια της (σπάνιο σύμπτωμα). Αυτή ήταν μία σκέψη που η Α δεν κατανοούσε καθόλου. Στην πορεία της θεραπείας μας συνεχώς ρωτούσε, συνεχώς ζητούσε διαβεβαίωση ότι αυτό δεν θα συμβεί, αναγνώριζε δε αυτή τη σκέψη ως τελείως παράλογη και αυτό την φόβιζε ακόμα περισσότερο. Παρουσίαζε όμως και πολλές άλλες φοβίες που στην πορεία θεραπείας αναδύονταν σαν μία νοσηρή βεντάλια και σκέπαζαν πολλά κομμάτια της ζωής και της καθημερινότητάς της. Δεν μπορούσε επ ΄ ουδενί να μετακινηθεί μόνη: έπρεπε να την μεταφέρει κάποιος δικός της, συνήθως η αδερφή της, δεδομένο αρκετά εντυπωσιακό, ειδικά αν λάβει κανείς υπ΄ όψιν το ότι η δουλειά της απαιτούσε πολλές μετακινήσεις μέσα στη μέρα. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί μόνη της. Κοιμόταν με τη μητέρα, αλλά πολύ συχνότερα με την αδερφή της. Εξαίρεση σε αυτό το δεδομένο η διαμονή της στους πατρικούς παππούδες που πολλές φορές έμενε με την αδερφή της, κάποιες φορές όμως και μόνη. Δεν μπορούσε να κάνει μπάνιο χωρίς να είναι κάποιος παρών. Έπρεπε να έχει μόνιμα μία πόρτα ανοικτή, να ακούει τη φωνή κάποιου κοντά της, να είναι μαζί με κάποιο στο ίδιο το μπάνιο.
Αυτή η νεαρή κοπέλα μέσα από τις περιγραφές της έδινε την εικόνα ενός παράξενου αλλά και ελλιπούς παζλ που εξελισσόταν παράλληλα με την ψυχοθεραπεία μας. Δεν παρουσίαζε ψυχωτικά συμπτώματα, δεν είχε διαταραχές της σκέψης, δεν είχε ψευδαισθητικά βιώματα, είχε εργασία, είχε σύντροφο. Παρουσίαζε πολύ-πολύ άγχος, πολλές φοβίες, αποφυγές και κάποιους ψυχαναγκασμούς που φαίνονταν ατάκτως ειρημένοι, χωρίς προφανείς συνδέσεις. Η φαρμακευτική αγωγή που της συνεστήθη περιελάμβανε αγχολυτικό και αντικαταθλιπτικό SSRI (την ενδεδειγμένη πρώτη λύση για τη διαταραχή πανικού) και από τις πρώτες ημέρες είχε αρχίσει να δίνει καρπούς. Το παροξυσμικό άγχος άρχισε να μειώνεται και η Α άρχισε να ανταποκρίνεται καλύτερα και στο κομμάτι της ψυχοθεραπείας. Τα δύο βασικά της ειπωμένα άγχη, ο φόβος της εξόρυξης των ματιών και η ανησυχία ότι μπορεί να χάσει το μυαλό της είχαν μειωθεί σημαντικά, είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί και αυτό την έκανε να νοιώθει πολύ καλύτερα. Η διερεύνηση των οικογενειακών σχέσεων δεν ήταν αποδοτική. Δεν ήταν φανερό αν η Α απέφευγε να σχολιάζει πράγματα ή αν δεν υπήρχαν πράγματα προς περαιτέρω διερεύνηση (πάντα υπάρχουν).
Σε εκείνο το σημείο η θεραπεία μας μετατοπίστηκε στη διερεύνηση της προσωπικής της σχέσης που περνούσε δυσκολίες. Ήταν με ένα νεαρό, με τον οποίο διατηρούσε μία σχέση 2 ετών (η Α τότε ήταν 22). Ο νέος αυτός εργαζόταν όπως και η Α, ήταν ανεξάρτητος και της είχε ζητήσει να μείνουν μαζί πριν λίγο καιρό. Αυτή είχε μπει σε μία διαδικασία μεγάλης αμφιθυμίας. Ο φίλος της περιγραφόταν ως ένας καλός και φιλότιμος άνθρωπος, ανεξάρτητος και φροντιστικός. Όμως ήταν αρκετά νευρικός και πολύ επίμονος. Για να συνεχίσουν τη σχέση τους ήθελε να μείνουν μαζί. Η Α δεν ένοιωθε έτοιμη. Δεν ήξερε αν ο σύντροφός της ήταν αυτό που ήθελε και δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της μαζί του στο μέλλον. Η αδερφή της δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις μαζί του και αυτό ήταν σημαντικό για την Α. Η Α έβλεπε ότι η αδερφή της δεν είχε ειπωμένο πρόβλημα, ήταν όμως τουλάχιστον επιφυλακτική με το φίλο της.
Αισίως πια είχαμε κλείσει κάποιους μήνες θεραπείας με την Α. Εντωμεταξύ, η ίδια είχε διακόψει τη σχέση με τον φίλο της, το άγχος είχε μειωθεί σημαντικά, ένοιωθε περισσότερο ασφαλής στην επαφή μας, ένοιωθε ότι είχε βοηθηθεί αρκετά. Οι φοβίες είχαν υφεθεί σημαντικά, όμως υπήρχαν. Το αγχολυτικό δεν είχαμε καταφέρει να το μειώσουμε καθόλου, παρόλες τις δικές μου παροτρύνσεις. Είχε κάνει μία καινούργια γνωριμία, που βρισκόταν στα πρώτα της βήματα και ήταν πολλά υποσχόμενη.
Κάποια στιγμή, σε κάποια από τις τότε συναντήσεις μας η Α είχε πει κάτι σημαντικό: «Εύχομαι να μπορούσα να μείνω με το σύντροφό μου στο δικό μου σπίτι, νοιώθω όμως ότι δεν θα τα καταφέρω». Για εμένα αυτή η δήλωση είχε κομβική σημασία, ίσως και να είχα την αίσθηση ότι άκουσα τις λέξεις «στο δικό μου σπίτι» να χρωματίζονται με ιδιαίτερο τρόπο, ίσως με ακόμα πιο ψιθυριστικό, μυστικό τόνο.
Η δήλωση της Α όπως το εξέλαβα εγώ έδειχνε την επιθυμία της Α αλλά και μία άρρητη δέσμευση. Δέσμευση σε κάτι το οποίο δεν είχε ειπωθεί ακόμα, στο κομμάτι της ιστορίας που θα ολοκλήρωνε το παζλ.
Η επόμενη συνάντησή μας ήταν κατακλυσμιαία. Με τον ίδιο μειλίχιο, σιγανό και προσεκτικό τόνο της από τα πρώτα ακόμα λεπτά και στο πλαίσιο της διερεύνησης της επιθυμίας να ανεξαρτητοποιηθεί, της σχέσης της που τελείωσε, αυτής που ερχόταν και αυτής που πάντα προϋπήρχε (της οικογενειακής) αποφάσισα να τη ρωτήσω «κάτι». Αυτό το «κάτι» αφορούσε την αδερφή της και το αν αυτή βίωνε άγχη, αν βίωνε φοβίες ή άλλα παράξενα πράγματα αντίστοιχα με την Α. Το αποτέλεσμα με εξέπληξε.
Από την παιδική της ηλικία η Β, μετά το θάνατο του πατέρα τους είχε ψευδαισθητικά βιώματα. Έβλεπε πολύ συχνά πεθαμένους ανθρώπους. Τους έβλεπε παντού. Στο μπάνιο, στο δωμάτιό τους, στις μετακινήσεις τους έξω στο δρόμο. Μιλούσε γι’ αυτούς στην Α, της έλεγε ότι την χρειαζόταν, ότι αυτό υποχωρεί μόνο όταν είναι και αυτή μαζί. Της περιέγραφε τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: Στην αρχή η Α δεν κατανοούσε τη σημασία όλων αυτών. Έβλεπε την αδερφή της να ταλαιπωρείται, να της μιλά για πράγματα που η ίδια δεν αντιλαμβανόταν, που της προξενούσαν όμως ανείπωτο φόβο. Με το πέρασμα των ετών η Α είχε αρχίσει να επηρεάζεται κατά ένα τρόπο που δεν κατανοούσε. Δεν ήξερε αν το υπερφυσικό βίωμα είναι πρόβλημα της αδερφής της ή αλήθεια. Η στενή τους σχέση, η εμπιστοσύνη που της είχε αλλά και ορισμένα περιστατικά συμπτώσεων την οδηγούσαν να κλίνει προς το δεύτερο, ότι όλα αυτά ήταν αληθινά. Η ίδια η Α δεν είχε παρουσιάζει ποτέ κάποια παραίσθηση ή κάποιο ψευδαισθητικό βίωμα. Η Β, όπως και η Α ήταν άνθρωπος οργανωμένος. Πολύ φροντισμένη, πολύ περιποιημένη, εξαιρετικά καλή στην επαφή, αν και πάντα επιφυλακτική.
Με το πέρασμα των ετών αυτή η κατάσταση άρχισε να πιέζει περισσότερο την Α. Φοβόταν πάρα πολύ κυρίως κατά τις βραδινές ώρες γιατί υπήρχαν περιπτώσεις που η Β έβλεπε πεθαμένους στο δωμάτιό τους. Τότε η Α έμενε γαντζωμένη πάνω της προσπαθώντας να διώξει με αυτό τον τρόπο την υπερφυσική επίδραση. Είχε πειστεί ότι η αδερφή της έχει κάποιο «καταραμένο» χάρισμα το οποίο θα τη συνόδευε σε όλη της τη ζωή. Η αδερφή της τη χρειαζόταν, αυτές οι εμπειρίες είχαν παίξει καταλυτικό ρόλο στη σχέση τους και στην ανάγκη τους για εγγύτητα.
Η μητέρα τους ήταν ο μόνος άλλος άνθρωπος που ήταν ενήμερος αυτής της κατάστασης. Από την πλευρά της την αντιμετώπιζε με στωικότητα, απλά αποδεχόμενη ότι μετά το πλήγμα της απώλειας του συζύγου θα έπρεπε να έχει και ένα παιδί που έχει υπερφυσικές εμπειρίες. Αυτές τις εμπειρίες η ίδια η μητέρα αδυνατούσε να τις εντάξει κάπου (ενδεχομένως τις φοβόταν και/ή δεν μπορούσε να τις διαχειριστεί;) επιλέγοντας να προσπαθήσει να κρατήσει την ισορροπία μέσω της στροφής σε μια οικογένεια που έπρεπε να μείνει πια αδιάρρηκτη και μίας ανάγκης (ανάγκης ανακούφισης) που θα καλυπτόταν εκ των έσω (με την αλληλουποστήριξη των γυναικών αυτών-πράγμα που είχε όμως ως αποτέλεσμα απλά ένα γαϊτανάκι άγχους).
Οι φόβοι που στην αρχή εξέφραζε η Α ως βασικές της ενοχλήσεις, μετά την αποκάλυψη του «κλειδιού» του μυστηρίου ήταν οι φόβοι ή καλύτερα τα άγχη που θα είχα και εγώ, ενδεχομένως και οποιοσδήποτε άλλος στη θέση της Α. Αν το άγχος είναι η εκδήλωση της αρνητικής προσδοκίας του μέλλοντος, το μέλλον έφερνε μαζί του το αρνητικό ενδεχόμενο και η Α κάποια στιγμή να δει πεθαμένους ανθρώπους μπροστά της όπως και η αδερφή της.
Η Β ενδεχομένως ως μεγαλύτερη αναλάμβανε στωικά όλο αυτό το συνταρακτικό βίωμα της σήψης και του υπερφυσικού, η Α όμως καταλάβαινε πως δεν θα άντεχε όλο αυτό το βάρος (και αυτό είναι αλήθεια την κρατούσε σχετικά υγιή, με συνέπεια να εκφράζει συμπτώματα ελάσσονος ψυχοπαθολογίας. Αυτά τα συμπτώματα ενδεχομένως αποτελούσαν βαλβίδα εκφόρτισης του μεγάλου της άγχους, πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει επιτυχώς η αδερφή της). Θα ήταν ίσως φυσική αντίδραση η τάση/σκέψη του ανθρώπου μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο (να βλέπει νεκρούς ανθρώπους) να βγάλει τα μάτια του, να αποφύγει πάση θυσία αυτή την εμπειρία. Αν όμως δεν προλάβαινε ή δεν άντεχε η Α να το πραγματοποιήσει αυτό, τότε θα ερχόταν το δεύτερο μεγάλο άγχος: Αν δεν κατάφερνε να ακυρώσει με κάποιο τρόπο την όρασή της και της συνέβαινε κάποια υπερφυσική εμπειρία, αυτό πια θα σήμαινε κάτι ακόμα χειρότερο. Θα σήμαινε ότι είχε χάσει το μυαλό της.
Αντ’ αυτού του μεγάλου άγχους η Α επέλεξε τον τρίτο δρόμο: αυτό της αναζήτησης βοήθειας εκτός της οικογένειας, απομακρυνόμενη από αυτό που διαισθανόταν ότι δεν είναι η καταραμένη της κληρονομιά αλλά ένα ιατρικό πρόβλημα. Ενώ το ψευδαισθητικό βίωμα της Β λειτουργούσε ως «κόλλα» της οικογένειας και προκαλούσε δυνάμεις στροφής προς τα «ἐσω», οι κρίσεις πανικού είχαν τον αντίθετο ρόλο, την «ηχηρή» αν μη τι άλλο ανάδειξη των συμπτωμάτων (στροφή προς τα έξω και αναζήτηση βοήθειας).
Το σημαντικό ενδιαφέρον της Α για την μητέρα και την αδερφή της αποτελούσαν μόνιμη δέσμευσή της. Η μόνη της αποσυμπίεση ήταν το σπίτι των πατρικών παππούδων, ο μόνος χώρος που μπορούσε να υπάρξει εντός της στενής οικογένειας και να αποτελεί αποδεκτή λύση, τόσο για τις άλλες δύο γυναίκες όσο και για τον εαυτό της. Ο σύντροφός της παρόλο που τη διεκδικούσε δεν είχε καταφέρει να την κερδίσει ολοκληρωτικά, να την τραβήξει έξω από αυτό το οικογενειακό «παιχνίδι» και να την ανακουφίσει. Αυτή η κατάσταση με τον τρόπο που εξελισσόταν αποτελούσε τη σταγόνα προκάλεσε και την υπερχείλιση του άγχους της Α και αποτέλεσε την αρχή των κρίσεων πανικού.
Η αποκάλυψη του πολύτιμου «κλειδιού» αυτής της βαθιά συνταρακτικής ιστορίας εξελίχθηκε σε χρονικό διάστημα τριών συναντήσεων. Σε κάθε μία που περνούσε, η Α έδειχνε λιγότερο αγχωμένη, περισσότερο όμως καταθλιπτική και απογοητευμένη. Τώρα όμως πίστευα ότι ήξερα το γιατί. Ένοιωθε ότι είχε προδώσει την οικογένειά της, ότι είχε εξωτερικεύσει το μυστικό που την ταλαιπωρούσε.
Αυτό ήταν όπως το βλέπω σήμερα ένα δεύτερο σημείο καμπής στη θεραπεία και πολύ σημαντικό θεραπευτικό δίλημμα, το τί έπρεπε πια να κάνω εγώ για να βοηθήσω την Α. Θα έπρεπε να προσπαθήσω να διατηρήσω μία συμμαχία με το σύστημα (που διατηρούσε ασταθή/παθολογική ισορροπία) και τον τρόπο που λειτουργούσε έως τότε, περιμένοντας ενδεχομένως κάποιες μικρές ευκαιρίες για τις όποιες παρεμβάσεις μου ή έπρεπε να αντιπαρατεθώ στο οικογενειακό «παιχνίδι» έχοντας να αντιμετωπίσω το οικογενειακό συγκοίτιο;
Αυτό που επέλεξα ήταν με πολύ προσεκτικό και διακριτικό τρόπο, ανάλογο με το «ψιθύρισμα» της Α να αναπλαισιώσω ότι είχε συμβεί και να συμμαχήσω με τον υγιή εαυτό της.
Απέναντί μου είχα δύο πολύ προβληματικά άκρα. Από το ένα άκρο μία πολύ στενή, συμβιωτική, απαιτητική και παθολογική σχέση η οποία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διαταραχθεί. Από την άλλη, την ανάδειξη του προφανούς στον εξωτερικό παρατηρητή προβλήματος. Ότι δηλαδή η Β που είχε μεσολαβήσει για να ξεκινήσει η θεραπεία της Α ήταν αυτή που στην πραγματικότητα χρειαζόταν τη θεραπεία και που αν το έκανε αυτό, το πρόβλημα της Α ενδεχομένως να λυνόταν αυτοδικαίως (λαμβάνοντας πάντα υπ’όψιν τη διαρκή επιβάρυνση όλων των προηγούμενων ετών, αλλά και την εγωδυστονική αντίδραση της Α σε αυτή την κατάσταση με την εκδήλωση μίας «αρρώστιας» όσο πιο ήπιας γινόταν, με ταυτόχρονη όμως ανάπτυξη «ηχηρών» συμπτωμάτων άγχους).
Επέλεξα να προσπαθήσω να διαχωρήσω τα προβλήματα. Να βοηθήσω την Α να κατανοήσει τη σημασία των συμπτωμάτων της. Να την ενισχύσω στην προσπάθειά της στην καινούργια σχέση της και να αποσυνδέσω την παθολογία της αδερφής της από οποιαδήποτε πιθανότητα εμφάνισής της και στην ίδια. Αυτό το τελευταίο φάνηκε να την βοηθά σε μεγάλο βαθμό. Παρόλα αυτά η ίδια η θλίψη της για τις τρεις αυτές συνεδρίες δεν φάνηκε να μειώνεται. Είχε όμως πια κάποια από αυτά τα εργαλεία που χρειαζόταν. Σταδιακά η ψυχοθεραπεία σταμάτησε, με ένα τρόπο όχι προσυμφωνημένο. Τα ραντεβού αραίωσαν, και υπήρχε πια περιστασιακή επικοινωνία για μία έξαρση του άγχους εδώ μία μικρή προβληματική περίοδο εκεί. Η επικοινωνία μας παρέμενε κατά βάση τηλεφωνική και με τον καιρό αραίωσε περισσότερο, όμως η γενική αίσθηση ήταν αυτή μίας βελτιούμενης κατάστασης υπό φαρμακευτική αγωγή. Τελικά λίγο αργότερα η επικοινωνία μας διεκόπη πλήρως, για διάστημα περίπου ενός χρόνου.
Κάποια στιγμή η Α ζήτησε ένα νέο ραντεβού. Από τη μία πλευρά ανησύχησα, γιατί δεν ήξερα τι τροπή μπορεί να έχουν πάρει τα πράγματα. Από την άλλη χάρηκα, γιατί θεώρησα ότι η Α δεν είχε χάσει την εμπιστοσύνη της σε εμένα, παρόλο το μη δομημένο τρόπο διακοπής των συναντήσεών μας.
Ευτυχώς η ανησυχία μου κατευνάστηκε με τη συνάντησή μας. Η Α είχε ακολουθήσει εξαιρετική πορεία. Είχε εστιάσει στη σχέση της, όπως και η αδερφή της σε μία καινούργια σχέση (φίλο του συντρόφου της Α). Είχε μετακομίσει στο σπίτι του συντρόφου της σε μία περιοχή της Αθήνας αρκετά μακριά από το πατρικό της. Επισκεπτόταν συχνά τους δικούς της. Οδηγούσε μόνη της, έμενε άνετα μόνη της στο σπίτι, έκανε μόνη μπάνιο, είχε αρχίσει να νοιώθει πολύ πιο άνετα με τον εαυτό της. Οι φόβοι και τα άγχη της είχαν υποχωρήσει αρκετά, η ανάγκη του αγχολυτικού είχε πια ελαχιστοποιηθεί. Ήταν γλυκιά όπως πάντα, τώρα πια όμως αρκετά πιο χαρούμενη και γελαστή.
Κάποια στιγμή τη ρώτησα για εκείνες τις τρεις συνεδρίες μας. Μου απάντησε ότι είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ με την ανάδειξη του προβλήματος της αδερφής της και ότι χρειαζόταν χρόνο να μεταβολίσει αυτή τη στεναχώρια. Από εκείνη την εποχή η αδερφή της για κάποιο λόγο έπαψε να της μεταφέρει τις εμπειρίες της, έπαψαν πια να συζητούν γι’ αυτά. Ίσως να άφησε να εννοηθεί ότι εντωμεταξύ άλλαξε σταδιακά και η δική της στάση. Η Α δεν ήξερε αν υπήρχαν πιά ψευδαισθητικά βιώματα στη Β, αν είχε λάβει βοήθεια γι ΄αυτά ή όχι, φαινόταν να μην θέλει να ξέρει. Είχε πια αποφασίσει να προχωρήσει.
Αυτή η τελευταία μας συνάντηση μου δημιούργησε μία γλυκιά και ευχάριστη αίσθηση. Όπως τη νοηματοδοτώ εγώ, ήταν μία αναμνηστική συνάντηση που η Α ήθελε να μοιραστεί την καλή εξέλιξη της πορείας της και να ολοκληρώσει ένα κύκλο. Προφανώς είχε νοιώσει το ενδιαφέρον μου και την προσπάθειά μου να τη βοηθήσω και ήθελε να το ανταποδώσει. Αυτό ήταν το δικό της δώρο σ’ εμένα.-