Ι. Η αρχη του τελους: Η ιστορια της Α.
Θυμάμαι με πολύ θετικά συναισθήματα αυτή τη γυναίκα. Ήταν η πρώτη μου ασθενής κατά τη διάρκεια της ειδικότητας στην Ψυχιατρική. Δεν την θυμάμαι μόνο επειδή ήταν η πρώτη και εγώ φυσικά εξαιρετικά άπειρος. Η ιστορία της, στο κομμάτι που ενώθηκαν οι διαδρομές της ζωής μας με απασχόλησε πάρα πολύ και πάντα το μυαλό μου ανατρέχει σε αυτή όταν αντιμετωπίζω ένα άνθρωπο με αντίστοιχο πρόβλημα.
Φυσικά το όνομά της που εδώ αναφέρεται με αρχικά είναι αλλαγμένο όπως και κάποια χαρακτηριστικά της ιστορία της, με σκοπό τη διατήρηση του απορρήτου.
Η πρώτη επαφή με την Α. σου προκαλούσε ένα παράξενο συναίσθημα. Ήταν ευγενέστατη, πολύ ζωηρή, ομιλητική και αρχικά έδινε την εντύπωση ότι ήταν στο λάθος μέρος (σε μία από τις ψυχιατρικές κλινικές επειγόντων στο νοσοκομείο του Δαφνιού). Αυτό που όμως εξέπεμπε περισσότερο ήταν νεανικότητα. Είχε έντονα βαμμένα μαλλιά και πρόσωπο, φορούσε ένα κοντό φουστανάκι με βαθύ ντεκολτέ. Και παρουσίαζε άγχος, το οποίο προσπαθούσε να μην το δείχνει, κρατώντας στάση αναμονής. Μέχρι εδώ η εικόνα της δεν είχε κάτι το εξόφθαλμα παράξενο.
Η ηλικία της όμως δεν ταίριαζε με την υπόλοιπη εικόνα. Ήταν 72, όμως δεν την έκανες για πάνω από 60. Έμοιαζε να δυσφορεί, και σίγουρα δεν καταλάβαινε το λόγο που ήταν στην κλινική. Πάνω απ’ όλα φαινόταν όμως ότι η νοσηλεία την εμπόδιζε από το να είναι κάπου αλλού.
Βρέθηκα μαζί με τον διευθυντή μου να παρακολουθώ την πρώτη της συνέντευξη αξιολόγησης. Ήταν μία γυναίκα ευγενική, επιφυλακτική, που έλεγε ότι δεν είχε θέση στην κλινική. Υποστήριζε ότι έπρεπε να φύγει, ότι ο άντρας της που ήταν γιατρός και μάλιστα γνωστός την περίμενε για να διευθετήσουν κάποιες υποθέσεις, ενδεχομένως υποθέσεις του χωρισμού τους. Έπρεπε να μοιράσουν την περιουσία τους, έπρεπε να δουν τι θα γίνει με τα παιδιά τους. Έπρεπε επειγόντως να πάει να τα συναντήσει τα δυο τους παιδιά, για να βοηθήσει την κόρη της που είχε κάνει πρόσφατα το δικό της παιδί. Κάθε τόσο ανέφερε και ένα περιστατικό από τη ζωή με το σύζυγο. Κάποια όμορφη βραδιά, μετά αναμνήσεις από κοινές στους εξόδους, από τον κοινωνικό τους κύκλο και το σεβασμό που απολάμβανε.
Από τα συνοδευτικά έγγραφα και πληροφορίες της εισαγωγής προέκυπτε ότι δεν υπήρχε πια σύζυγος. Είχαν χωρίσει πολλά χρόνια πριν, και ήταν όντως ιατρός. Είχε μαζί του δύο παιδιά, και ένα από αυτά είχε κινήσει τη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας. Την είχαν βρει οι αστυνομικοί στο σπίτι της, σε συνθήκες άθλιας υγιεινής. Το σπίτι ήταν ρυπαρό. Τον τελευταίο καιρό η ΔΕΗ της είχε κόψει το ρεύμα, γιατί αδυνατούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς. Κάθε τόσο έβγαινε σε έξαλλη κατάσταση στο μπαλκόνι και έβριζε τους γείτονες. Τους κατηγορούσε ότι ήταν «βαλτοί» από το σύζυγο για να της σπάσουν τα νεύρα και να βγει το διαζύγιο υπέρ του.
Το παράξενο ήταν ότι βλέποντας αυτή τη γυναίκα έμπαινες στον πειρασμό να αμφισβητήσεις τις όποιες μαρτυρίες και να πιστέψεις την ίδια. Σε όλα της όμως τα λεγόμενα ο σύζυγος είχε δεσπόζουσα θέση, η καθήλωσή της σε αυτόν και σε οτιδήποτε τον αφορούσε ήταν προφανής. Στις αναφορές των παιδιών και των γειτόνων το ίδιο.
Ψυχωτική συνδρομή ήταν η αρχική διάγνωση εργασίας που πρότεινε ο διευθυντής μου, και μου είπε ότι η Α. θα ήταν το πρώτο μου περιστατικό. Ξεκινήσαμε ταυτόχρονα την δέουσα φαρμακευτική αγωγή την οποία θα τροποποιούσαμε από κοινού με βάση την πορεία της.
Μπορεί να ήμουν μεν άπειρος μεν, αλλά ταυτόχρονα ήμουν πολύ διαθέσιμος και με όρεξη. Το θεώρησα προσωπική πρόκληση αυτή η ασθενής να πάει καλά και προετοιμάστηκα έτσι όπως έπρεπε για να την αντιμετωπίσω. Την έβλεπα καθημερινά. Η ψυχοπαθολογία της είχε τελικά χαρακτήρα παραληρήματος. Δεν είχε άλλα συμπτώματα, όπως διαταραχές των αισθήσεων που είναι συχνές σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτή η κατάσταση είχε εξελιχθεί σε διάστημα πολλών ετών και είχε επιδεινωθεί τα τελευταία δύο έτη. Το θεραπευτικό μου πλάνο ήταν η αργή, σταδιακή τροποποίηση προς τα άνω της φαρμακευτικής αγωγής για να μην υπάρχουν ανεπιθύμητες ενέργειες και η καθημερινή επαφή.
Την είχε πολύ ανάγκη αυτή την επαφή η Α., είχε μείνει πολύ καιρό μόνη της. Κάναμε μακρές συναντήσεις και με δυσκολία μπορούσα να την σταματήσω, να διακόψω τη συνάντηση. Έτσι πέρασε ο πρώτος μήνας. Και μετά ο δεύτερος. Ο δικός μου σχεδιασμός είχε ως σκοπό την σταδιακή αποδόμηση του παραληρήματος και ταυτόχρονα σε συνεννόηση με το γιό της την επισκευή του σπιτιού της στο οποίο θα επέστρεφε μετά την κλινική. Κατά τη διάρκεια του τρίτου μήνα της νοσηλείας της άρχισε να βελτιώνεται. Το παραλήρημα άρχισε να υφίεται, οι αναμνήσεις με το σύζυγο άρχισαν να γίνονται πιο αδύναμες, οι σχέσεις με τα παιδιά περιγράφονταν πιο ρεαλιστικά. Ο ύπνος της ήταν πια σταθερός, η λογόρροια είχε μειωθεί. Ήταν πιο συνεργάσιμη και δεκτική στους κανόνες της επαφής. Είχε αρχίσει να βγαίνει και μικρές βόλτες στον περίβολο, να πηγαίνει στο καφέ. Ήταν πάντα γλυκιά και ευγενική, ακόμα και όταν συνέβαιναν πράγματα που την έκαναν να δυσφορεί (ένα τμήμα ψυχιατρικών οξέων δεν είναι και το πιο εύκολο μέρος να διαμείνει κανείς για διάστημα τριών μηνών).
Είχε όμως ταυτόχρονα χάσει αυτή την αρχική ζωντάνια της. Δεν βαφόταν πια, δεν ντυνόταν ελαφρά. Άρχισε σταδιακά να λέει ότι ένιωθε περισσότερη κούραση, ότι δεν είχε την ενέργεια που είχε πριν. Ήταν περισσότερο θλιμμένη, άρχισε να μη θυμάται τόσο καλά. Φυσικά η αγωγή άρχισε να μειώνεται, τα συμπτώματα αυτά δεν υποχωρούσαν όμως. Το παραλήρημα της πια δεν εκφραζόταν καθόλου. Πήρε εξιτήριο με διάγνωση παραληρητική διαταραχή και συνέχισε την παρακολούθηση στα εξωτερικά ιατρεία. Είχε μπει πια σε καταθλιπτική διαδικασία με κλινικά σημαντική συμπτωματολογία. Ζούσε με την κόρη της, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Δόθηκε αντικαταθλιπτική αγωγή, στην οποία δεν ανταποκρινόταν. Σύντομα έπαθε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμεινε για λίγο καιρό κλινήρης και μετά απεβίωσε. Τα παιδιά της μπήκαν στον κόπο να έρθουν στο νοσοκομείο να μας ενημερώσουν για την πορεία της υγείας της και να μας ευχαριστήσουν για τη βοήθεια που της δώσαμε. Ειλικρινά δεν ξέρω αν την βοηθήσαμε πραγματικά.
Αυτή η γυναίκα είχε περάσει πολύ δύσκολη συναισθηματικά ζωή. Είχε ένα πολύ κακοποιητικό και αδιάφορο σύζυγο, ο οποίος διατηρούσε και παράλληλες εξωσυζυγικές σχέσεις. Η Α. ενώ προηγούμενα ήταν εξωστρεφής, κοινωνική και κοκέτα, αναγκάστηκε να περιοριστεί στο σπίτι για να αναθρέψει τα παιδιά. Δεν είχε συγγενικό ή βοηθητικό περιβάλλον. Προσπάθησε μόνη. Όταν τα παιδιά ενηλικιώθηκαν [και το έργο της ανατροφής τους ολοκληρώθηκε], ο σύζυγος και επίσημα την αποδέσμευσε από τα συζυγικά της καθήκοντα, της ζήτησε διαζύγιο. Αυτή του την κίνηση η Α. δεν μπόρεσε ποτέ να την αποδεχτεί και άρχισε από τότε να οικοδομεί το παραλήρημά της, το παραλήρημα που της επέτρεψε να πορευτεί για πολλά πολλά χρόνια, χωρίς ποτέ να αντιμετωπίσει σε ψυχολογικό επίπεδο αυτή την τεράστια ψυχική σύγκρουση που στεκόταν εμπόδιο στο να νοηματοδοτήσει με λειτουργικό τρόπο τη ζωή της. Ζούσε σε ένα άνετο και εύπορο περιβάλλον, είχε τα παιδιά της που ενδιαφέρονταν γι΄ αυτήν και την αγαπούσαν, δεν είχε όμως αυτό που πραγματικά ήθελε η ίδια και αυτό ήταν ο σύζυγος της. Είχε με αυτόν μία σχέση που είχε στηριχθεί σε ένα στρεβλό κατασκεύασμα. Η σχέση της είχε οικοδομηθεί σ’ ένα έρωτα που ήταν απ’ ότι φαινόταν χωρίς ανταπόκριση, οπότε έπρεπε να δομήσει η ίδια την ανταπόκριση μέσα στο μυαλό της. Και αυτή ήταν μεν η αρχή της παθολογίας της, αλλά ταυτόχρονα απετέλεσε και μία ισχυρή ζωοποιό δύναμη, που την βοηθούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να πορεύεται στη ζωή.
Με το πέρασμα του χρόνου δεν κατάφερε να οικοδομήσει βαθιές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, άρχισε λοιπόν να βυθίζεται περισσότερο στον εαυτό της, να απομονώνεται όλο και περισσότερο από τους γύρω, πράγμα που της επέτρεπε να ζει περισσότερο το φαντασιακό της έρωτα. Περίμενε κάποιο τηλέφωνο από το σύζυγο, φανταζόταν ότι του σιδέρωνε κάποιο ρούχο, ντυνόταν όμορφα για να τον περιμένει σε ένα φαντασιακό ραντεβού. Αυτός δεν ερχόταν, αυτή του θύμωνε, καμμιά φορά έβγαινε στο μπαλκόνι και τον κατηγορούσε. Βίωνε μόνη τη ζωή που φανταζόταν ότι θα ζούσε με τον άντρα της.
Η Α. ήταν μία αποφασιστική γυναίκα, ίσως μία ξεροκέφαλη γυναίκα θα έλεγε κανείς. Είχε αποφασίσει να ζήσει πάση θυσία αυτό που ονειρευόταν. Εμείς, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της προσπαθήσαμε να την επαναφέρουμε σε επαφή με την πραγματικότητα, την οποία όμως η ίδια δεν επιθυμούσε καθόλου. Με τη θεραπεία της αφαιρέσαμε κάτι δυσλειτουργικό μεν, σημαντικό για την ίδια δε και αυτό δεν καταφέραμε να το αντικαταστήσουμε. Η Α. βίωσε ένα τεράστιο κενό, έζησε την απώλεια που δεν είχε αποδεχθεί για πολλά χρόνια πριν. Έμεινε πιστή στον έρωτά της, δεν δέχτηκε να προχωρήσει μπροστά, να δεχτεί την τρυφερότητα των παιδιών της, τη χαρά της επαφής με τα εγγόνια της.
Θεραπεύσαμε το παραλήρημα της, δεν μπορέσαμε όμως να αντιμετωπίσουμε το νεανικό της έρωτα που αποδείχθηκε δυνατότερος του οποιουδήποτε θεραπευτικού σχήματος, έτσι έχω πια στο μυαλό μου την ιστορία της Α.
Από τότε έχω συναντήσει και άλλους ανθρώπους με αντίστοιχα προβλήματα, που πολλές φορές παρουσίασαν παρόμοια πορεία. Δεν έχω πια τον αρχικό ενθουσιασμό εκείνης της πρώτης φοράς [για την απλή εξάλειψη ενός παραληρήματος], δίνω όμως περισσότερη προσοχή στην ανθρώπινη επαφή και στη λειτουργία και το νόημα του συμπτώματος του ασθενούς.
Πως να τα βάλεις εξάλλου με τον έρωτα.-