Αρχείο ετικέτας νευροψυχολογία

Για την ψυχοπαθητική (αντικοινωνική) διαταραχή προσωπικότητας

psycho - Google SearchSociopath= Ψυχοπαθητικός, ή αλλιώς αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας

Οι αντικοινωνικοί ασθενείς είναι οι λιγότερο δημοφιλείς στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενώ ταυτόχρονα προκαλούν και το μεγαλύτερο φόβο.

Ο όρος «αντικοινωνικός» αναφέρεται περισσότερο στις κοινωνικές προεκτάσεις αυτής της ψυχολογικής προδιάθεσης, ενώ ο όρος «ψυχοπαθητικός» ή «ψυχοπαθής» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ή να περιγράψει μόνο ένα πιο περιορισμένο τμήμα από το ευρύτερο φάσμα των ανθρώπων με την αντικοινωνική προδιάθεση.

Ενώ οι ακραίοι ψυχοπαθείς δεν επιδέχονται θεραπείας (Stone 2000) τα άτομα με αντικοινωνικές τάσεις είναι δυνατόν να επηρεαστούν θετικά, θεραπευτικά.

Τα άτομα με αυτά τα χαρακτηριστικά (Ψυχοπάθειας) μπορούν να σχηματίσουν  ένα ευρύ φάσμα. Στη μία άκρη είναι οι ακραίοι ψυχωτικοί, αποδιοργανωμένοι, σαδιστές και παρορμητικοί (δολοφόνοι, βιαστές, κ.ο.κ )-δηλαδή άτομα με ψυχωτική /μεταιχμιακή-οριακή δομή που έχει ως βάση την αποτυχία δημιουργίας συναισθηματικού δεσμού με τους γύρω.

Στην άλλη άκρη του ίδιου φάσματος «κατοικούν» οι σαγηνευτικοί, ραφιναρισμένοι αστοί (φίδια με κουστούμια- Biondi & Hecox 1992). Αυτοί έχουν πολλές φορές υψηλή λειτουργικότητα, είναι άτομα ικανά και μπορούν να πετύχουν πολλά πράγματα, ίσως και περισσότερα από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους. Ωστόσο δεν περιορίζονται από ηθικές ή άλλες αναστολές και ενδιαφέρονται βασικά για το πως θα επιβάλλουν τη βούλησή τους, πως θα κατακτήσουν το στόχο τους.

Το βασικό κίνητρο του ψυχοπαθητικού είναι να την φέρει στους άλλους, να τους εκμεταλλευτεί σκόπιμα, για να πετύχει τους σκοπούς του.

Σε αυτό το πλαίσιο η χαρακτηριολογική ψυχοπάθεια ουδεμία σχέση έχει με την ακραία ή την εγκληματική συμπεριφορά, έχει όμως βαθιά σχέση με τα εσωτερικά κίνητρα του ατόμου.

Στο ζήτημα αν ένας ψυχοπαθητικός είναι προδιαγεγραμμένος να έχει παραβατικότητα, καλό θα ήταν να μιλήσουμε για τα εγγενή στοιχεία και ψυχολογικές τάσεις ενός ανθρώπου που σηματοδοτούν το ταμπεραμέντο του. Τα βρέφη έχουν κληρονομικές, «έμφυτες» διαφορές ως προς διάφορα χαρακτηριστικά τους, όπως είναι η ενεργητικότητα, η επιθετικότητα, η αντιδραστικότητα σε ποικίλα ερεθίσματα κ.ο.κ.

Τα αντικοινωνικά άτομα χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη εγγενή επιθετικότητα. Όμως, η γενετική προδιάθεση μπορεί να τροποποιηθεί σημαντικά από την πρώιμη εμπειρία στη ζωή του ανθρώπου. Τα γονίδια μπορούν να «ενεργοποιούνται» και να «απενεργοποιούνται», η ισορροπία στους νευροδιαβιβαστές να αλλάζει με την εμπειρία του ατόμου. (Τα άτομα με μία συγκεκριμένη παραλλαγή ενός γονιδίου) έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν βίαιη συμπεριφορά αν υποστούν κακομεταχείριση.

Η παραμέληση, η κακοποίηση και η κακομεταχείριση μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη του ενός τμήματος του εγκεφάλου, του κογχομετωπιαίου φλοιού, στον οποίο εδράζεται το εγκεφαλικό κέντρο της ηθικής στον εγκέφαλο.

Άρα, η επιθετικότητα των αντικοινωνικών μπορεί να είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης γονιδίων και εμπειρίας.

Οι αντικοινωνικές προσωπικότητες έχουν χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης και οι διαγνωσμένοι ψυχοπαθείς εμφανίζουν χαμηλή αντιδραστικότητα στο αυτόνομο νευρικό σύστημα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την ανάγκη τους για διέγερση, και την αποτυχία τους στη μάθηση από την εμπειρία. Ενδεχομένως παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα κορτιζόλης (ορμόνης στρες) και υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης. Παρουσιάζουν δε ελλειμματική συναισθηματική ρύθμιση και μεγαλύτερο κατώφλι ηδονικής διέγερσης. Χρειάζονται λοιπόν πολύ εντονότερη και συγκλονιστική εμπειρία για να αισθανθούν ζωντάνια και ευεξία. Προτιμούν τη δράση από τη συζήτηση, δεν αναγνωρίζουν τα συναισθήματα, μπορούν όμως να μιλήσουν γι’ αυτά. Τα πιο συνηθισμένα συναισθήματα που βιώνουν είναι είτε οργή είτε μανιακή ευθυμία.

Τα ψυχοπαθητικά άτομα δεν έχουν αίσθημα ηθικής ή ντροπής. Θα κομπάσουν για τις δολοπλοκίες και τις κοροϊδίες. Έχουν μία κακή αίσθηση μεγαλείου και θέλουν να θριαμβεύουν σαδιστικά απέναντι στους άλλους.

Αυτά τα άτομα συνήθως αποποιούνται την προσωπική τους ευθύνη, αποδίδοντας σε αυτό που διέπραξαν μικρότερη σημασία. Αν ερωτηθούν για περισσότερες πληροφορίες συνήθως εκφράζουν μεταμέλεια όχι για την παραβατικότητα αλλά για τη σύλληψη τους, για το «ξεσκέπασμά» τους.

Με την πάροδο των ετών, πολλά ψυχοπαθητικά άτομα, ιδιαίτερα αυτά που έχουν αποφύγει έντονες  αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ή τη φυλάκιση για τις παραβατικές τους πράξεις «εξουθενώνονται» κατά κάποια έννοια στη μέση ηλικία και γίνονται έντιμοι. Οι βασικοί λόγοι είναι ενδεχομένως η φθίνουσα σωματική ρώμη και η μείωση των ορμονικών εκκρίσεων.

Ο David Berkowitz, μανιακός δολοφόνος άρχισε να διαπράττει φόνους νεαρών γυναικών όταν έμαθε ότι η βιολογική του μητέρα ήταν μία γυναίκα ανήθικη και δεν είχε καμία σχέση με την εξιδανικευμένη εικόνα που ο ίδιος είχε πλάσει στο μυαλό του γι’ αυτήν. Όντας υιοθετημένος αφηνίασε όταν η φαντασίωσή του ότι η “πραγματική” του μητέρα ήταν μία καταπληκτική γυναίκα, μετατράπηκε σε απατηλή εικόνα.

Αυτό το σημείο καμπής όπου η μη ρεαλιστική εικόνα εαυτού (εικόνα ανωτερότητας) μετατρέπεται στη συνειδητοποίηση της μετριότητας μπορεί να οδηγήσει σε προσπάθεια διάσωσης της αυτοεκτίμησης μέσω της επίδειξης δύναμης με αποτέλεσμα ακόμα και την καταφυγή σε εγκληματικές ενέργειες και παραβατικότητα.

Μοιραστείτε!

Νευρωτισμός και σκέψη

woody-allen-neuroticismΜία νέα θεωρία παρουσιάζεται σε εργασία στο Trends in Cognitive Sciences.

Αυτή η εργασία πραγματεύεται το ότι μπορεί οι άνθρωποι με υψηλά επίπεδα νευρωτισμού να έχουν την τάση να είναι σε μία αρνητική συναισθηματική κατάσταση , να νοιώθουν δυσάρεστα, έχουν όμως και οφέλη στον τομέα της δημιουργικότητας.

Ο νευρωτισμός ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα προς μία τάση μακρόχρονης  αρνητικής συναισθηματικής κατάστασης. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο περιβαλλοντικό στρες, και αντιδρούν άσχημα σε αυτό. Ως αποτέλεσμα μπορεί να είναι δυσκολότερο για αυτούς να  ανταποκριθούν σε επικίνδυνες εργασίες και είναι πιθανότερο να βιώσουν ψυχιατρικές διαταραχές.

Μία από τις πιο αποδεκτές εξηγήσεις του νευρωτισμού έχει προταθεί από τον Ψυχολόγο Jeffrey Gray, ο οποίος υποστήριξε ότι οι άνθρωποι με νευρωτισμό παρουσιάζουν αυξημένη ευαισθησία στην απειλή. Η θεωρία αυτή είναι χρήσιμη και λογική, αλλά δεν επεγηγεί επαρκώς το πλήρες φάσμα των νευρωτικών συμπτωμάτων.  Ο Perkins, βασικός συγγραφέας της εργασίας εντοπίζει κάποια προβλήματα αυτής της θέσης.

Υποστηρίζει ότι είναι αρκετά δύσκολο να εξηγηθεί ο νευρωτισμός με όρους μεγέθυνσης της αντιλαμβανόμενης απειλής [μικρή απειλή- αντίδραση που θα ήταν συμβατή με σημαντική απειλή], διότι αυτοί με υψηλές βαθμολογίες νευρωτισμού συχνά αισθάνονται να δυσφορούν ακόμα και όταν δεν υπάρχει ορατή απειλή.

Το δεύτερο πρόβλημα του ορισμού του Gray είναι ότι η βιβλιογραφία δείχνει ότι υψηλά σκορ νευρωτισμού σχετίζονται θετικά με την δημιουργικότητα. Οπότε τίθεται το εύλογο ερώτημα του πως η μεγέθυνση μίας απειλής μπορεί να σχετίζεται με καλές και παραγωγικές ιδέες.

Βάση της νέας αυτής θεωρίας για το νευρωτισμό είναι η παρατήρηση από την έρευνα ότι όταν οι άνθρωποι έχουν αυτόματες αρνητικές σκέψεις παρουσιάζουν μεγαλύτερη εγκεφαλική δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την αντίληψη απειλής: στην περιοχή του έσω προμετωπιαίου φλοιού. Οι διακυμάνσεις από άτομο σε άτομο της δραστηριότητας σε αυτά τα εγκεφαλικά κυκλώματα μπορεί να καθορίζουν την αυτοεπαγόμενη σκέψη [σκέψη που αυτοτροφοδοτείται] που θα μπορούσε να έχει αιτιακή σχέση με τον νευρωτισμό.

Εξάλλου, η έρευνα έχει δείξει ότι καθώς η πηγή της απειλής πλησιάζει κοντύτερα, η εγκεφαλική δραστηριότητα μεταβάλλεται: από δραστηριότητα που σχετίζεται με το άγχος (στον πρόσθιο εγκέφαλο) σε δραστηριότητα που συνδέεται με τον πανικό (στο μέσο εγκέφαλο). Αυτή η μεταβολή ελέγχεται από την περιοχή του εγκεφάλου που λέγεται αμυγδαλή.

“Η αυτοεπαγόμενη, αυτοτροφοδοτούμενη σκέψη μπορεί να διευκολύνει την δημιουργικότητα, αλλά μπορεί να προκαλέσει και δυστυχία”.

Αν υπάρχουν υψηλά επίπεδα αυτόματης δραστηριότητας που σχετίζονται με αρνητικές σκέψεις (στην περιοχή του εγκεφάλου που ασχολείται με την αντίληψη της απειλής), και αν ένα άτομο έχει την τάση να πανικοβάλλεται πιο γρήγορα από του άλλους λόγω  αυξημένης αντιδραστικότητας στην περιοχή της αμυγδαλής, αυτό το άτομο θα μπορούσε να βιώνει αρνητικά συναισθήματα ακόμα και στην έλλειψη απειλής.

Βάσει των προηγουμένων θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι αυτοί που λαμβάνουν υψηλές βαθμολογίες νευρωτισμού και έχουν πλούσια και ενεργή φαντασία έχουν ταυτόχρονα και μία “γεννήτρια απειλής” που μπορεί να τους ταλαιπωρεί σημαντικά.

Αυτό το μοντέλο του νευρωτισμού θα μπορούσε να εξηγήσει και το μυρικαστικό πρότυπο σκέψης στην κατάθλιψη, ενώ είναι συμπληρωματικό στον ήδη αποδεδειγμένο ρόλο του μετωπιαίου λοβού στην αιτιολογία της δυσρύθμισης της διάθεσης. Παρόλο που δεν είναι πλήρες, ίσως θα μπορούσε να αποτελεί ένα ενοποιητικό πλαίσιο μεταξύ της δημιουργικής πλευράς του νευρωτισμού και των συναισθηματικών συνεπειών του.

Η υπόθεση της υπεραναλυτικής σκέψης επίσης εξηγεί τα θετικά του νευρωτισμού. Η δημιουργικότητα ενός νευρωτικού όπως ήταν ο Isaac Newton παλαιά, η ο Woody Allen σήμερα  μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της τάσης να βυθίζεται κανείς σε προβλήματα για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα από το μέσο άνθρωπο.-

 

 

Μοιραστείτε!

Τα συνειδητά (διαυγή) όνειρα (lucid dreams)

Waterhouse-sleep_and_his_half-brother_death-1874  Τα συνειδητά όνειρα ανήκουν στις   παράξενες αντιληπτικές εμπειρίες που  μπορεί να έχει ένα άτομο. Συνιστούν μία κατάσταση κατά την οποία κανείς κοιμάται και ονειρεύεται, αλλά ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι είναι σε όνειρο. Σε αυτό το σημείο μπορεί να επιλέξει να ξυπνήσει ή μπορεί να συνεχίσει να ονειρεύεται, με ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα. Ξέρει, ότι ο κόσμος που βιώνει είναι δημιουργημένος από τον ίδιο. Μπορεί να αλλάξει τους νόμους που διέπουν τον κόσμο του ονείρου κατά το δοκούν. Μπορεί να πετάξει, να επιβληθεί σε ανθρώπους ή καταστάσεις, να χρησιμοποιήσει υπερδυνάμεις.

 

Η πρώτη γραπτή αναφορά που αναγνωρίζει το φαινόμενο αυτό είναι το βιβλίο Les Reves et Les Moyens de Les Diriger: Observations Pratiques (1867) από τον Μαρκήσιο D’Hervey de Saint-Denys (σε ελεύθερη μετάφραση, Όνειρα και τρόποι να τα καθοδηγούμε:πρακτικές παρατηρήσεις). Ουσιαστικά αφορά τις παρατηρήσεις του Μαρκησίου στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά αποτελεί και μία ενδελεχή μελέτη του φαινομένου.

Αργότερα η ερευνήτρια Celia Green (1968) ανέλυσε τα χαρακτηριστικά τέτοιων ονείρων κάνοντας ανασκόπηση προηγούμενης βιβλιογραφίας και ενσωμάτωσε δεδομένα από τη δική της επαγγελματική εμπειρία. Κατέληξε στο ότι τα συνειδητά όνειρα είναι διακριτή κατηγορία από τα συνηθισμένα όνειρα και προέβλεψε ότι συνδέονται με το REM ύπνο. Η Green ήταν η πρώτη που συνέδεσε τα συνειδητά όνειρα με το φαινόμενο της ψευδών αφυπνίσεων.
Κάποιοι άλλοι ερευνητές, στους οποίους ανήκε και ο φιλόσοφος Norman Malcolm υποστήριξαν ότι δεν υπάρχει πρόβληματισμός με την ακρίβεια αναφορών των συνειδητών ονείρων, αφού ο μόνος τρόπος επιβεβαίωσης αυτών των ονείρων είναι η αποδοχή της αναφοράς αυτού που το περιγράφει.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 όμως υπήρξαν περαιτέρω επιστημονικές ενδείξεις για την ύπαρξη του φαινομένου αυτού, αφού αυτοί που ονειρεύονταν άρχισαν να επιδεικνύουν μέσω οφθαλμικών κινήσεων ότι ήταν συνειδητά σε αυτή την ονειρική κατάσταση (κουνούσαν οφθαλμούς σε προσυμφωνημένες θέσεις επιδεικνύοντας επίπεδο συνείδησης).

Ο Paul Tholey (θεωρητικός της Gestalt θεραπείας) έθεσε την επιστημολογική βάση της έρευνας στον τομέα των ονείρων αυτών και έθεσε επτά προϋποθέσεις:

  • Συνειδητότητα της ονειρικής κατάστασης (προσανατολισμός)
  • Συνειδητότητα της δυνατότητας να λαμβάνονται αποφάσεις
  • Συνειδητότητα μνημονικών λειτουργιών
  • Συνειδητότητα της ταυτότητας
  • Συνειδητότητα του περιβάλλοντος του ονείρου
  • Συνειδητότητα της σημασίας του ονείρου
  • Συνειδητότητα της συγκέντρωσης και του εστιασμού (η υποκειμενική καθαρότητα αυτής της κατάστασης)

Για να είναι ένα όνειρο συνειδητό κατά το Tholey, πρέπει να πληρεί και τις 7 προϋποθέσεις.

Έναρξη

Ένα συνειδητό όνειρο μπορεί να ξεκινήσει με διάφορους τρόπους:
Μπορεί να ξεκινήσει σαν κανονικό όνειρο, που κατά τη διάρκειά του ο ονειρευόμενος συνειδητοποιεί ότι είναι σε ονειρική κατάσταση. Μία δεύτερη κατηγορία συνειδητού ονείρου παρουσιάζει έναρξη από κατάσταση εγρήγορσης σε κατάσταση ονείρου, χωρίς φανερή απώλεια της συνείδησης. Το συνειδητό όνειρο με έναρξη από την εγρήγορση επισυμβαίνει όταν ο ονειρευόμενος βρίσκεται σε ύπνο REM με μη διακεκομένη αίσθηση συνειδητότητας κατευθείαν από κατάσταση εγρήγορσης.

Το προ-συνειδητό όνειρο

Στο προσυνειδητό όνειρο ο ονειρευόμενος διερωτάται, «Κοιμάμαι και ονειρεύομαι;» Ο άνθρωπος που ονειρεύεται μπορεί να καταλήξει σε σωστό ή και λάθος συμπερασμα όσον αφορά σε αυτή την ερώτηση. Τέτοιες εμπειρίες είναι πιθανό να συμβούν τόσο σε αυτούς που σκόπιμα προσπαθούν να εξελίξουν τέτοια όνειρα, αλλά και σε ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν τέτοια σκοπιμότητα.

Νευροβιολογικό μοντέλο

Μία υπόθεση της ερμηνείας των συνειδητών ονείρων ξεκινά από το ίδιο το κομμάτι της αναγνώρισης του ονείρου. Η αναγνώριση μπορεί να συμβαίνει στον οπισθοπλάγιο προμετωπιαίο λοβό η οποία είναι μία από τις εγκεφαλικές περιοχές που απενεργοποιείται κατά τη διάρκεια του ύπνου REM και που σχετίζεται με την μνήμη εργασίας.. Όταν αυτή η περιοχή ενεργοποιείται και συμβαίνει η αναγνώριση του ονείρου, ο ονειρευόμενος πρέπει να αφήσει το όνειρο να συνεχιστεί, αλλά και να αντιλαμβάνεται ότι αυτό που συμβαίνει είναι κατάσταση ονείρου. Ενώ διατηρείται αυτή η ευαίσθητη ισορροπία, η αμυγδαλή και ο παραιπποκάμπιος φλοιός μπορεί να παρουσιάζει μειωμένη δραστηριότητα. Για να συνεχίζεται η ένταση του ψευδαισθητικού ονείρου, αναμένουμε ενεργοποίηση της γέφυρας (pons) και της βρεγματοϊνιακής συμβολής (parietooccipital junction)

Σε μία μελέτη που διενεργήθηκε από τον LeBerge έγινε σύγκριση τεσσάρων ανθρώπων που είτε τραγουδούσαν ή μετρούσαν όταν ονειρεύονταν. Σε αυτή τη μελέτη βρέθηκε ότι το δεξί ημισφαίριο ήταν περισσότερο ενεργό κατά τη διάρκεια του τραγουδιού και το αριστερό κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης. Αυτά τα αποτελέσματα είναι αντίστοιχα με αυτά ανθρώπων που είναι σε εγρήγορση (ξύπνιοι). Αυτή η μελέτη είναι ουσιαστικά πρόδρομη στην ερώτηση που πάντα προσπαθούσε να απαντήσει ο LeBerge, δηλαδή αν υπάρχει ειδική εγκεφαλική κατάσταση για το συνειδητό όνειρο.

Ηλεκτροφυσιολογικές μελέτες (ηλεκτροεγκεφαλογράφημα) ανέδειξαν ότι τα συνειδητά όνειρα ξεκινούν κατά τη διάρκεια του ύπνου REM. Αντίστοιχα, πολλές μελέτες του LeBerge δείχνουν ότι τα συνειδητά όνειρα συμβαίνουν μόνο κατά τη διάρκεια του ύπνου REM. Παρόλα αυτά όμως δεν είναι αδύνατο τα συνειδητά όνειρα να προκύτουν σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο του ύπνου. Οι μελέτες δεν δίνουν σαφή αποτελέσματα σε αυτό το θέμα.

 

Θεραπεία για τους εφιάλτες

Έχει προταθεί ότι αυτοί που πάσχουν από εφιάλτες θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν ότι πραγματικά ονειρεύονται. Μία πιλοτική μελέτη η οποία διενεργήθηκε το 2006 έδειξε ότι η θεραπεία συνειδητών ονείρων ήταν επιτυχημένη στη μείωση της συχνότητας των εφιαλτών. Η θεραπεία περιελάμβανε την έκθεση στην ονειρική ιδέα, την εξέλιξη της τεχνικής ελέγχου και ασκήσεις συνειδητότητας. Στις μελέτες αυτές δεν αναδείχθηκε σαφώς ποιά στοιχεία της θεραπείας ήταν υπεύθυνα για την επιτυχία της μείωσης των εφιαλτών, παρόλο που συνολικά η θεραπεία ήταν επιτυχημένη.

Τα συνειδητά όνειρα έχουν χρησιμοποιηθεί από ψυχοθεραπευτές ως  θεραπευτικά μέσα. Οι μελέτες έδειξαν ότι με τη χρήση των ονείρων αυτών οι εφιάλτες μπορεί να αποφευχθούν. Αυτή η αποφυγή δεν είναι σαφές αν οφείλεται στην επίγνωση ότι κανείς μπορεί να ονειρεύεται ή στην ικανότητα που αποκτά ο ονειρευόμενος να μεταβάλλει το ίδιο το όνειρό του. Σε μελέτες όμως που έχουν γίνει φαίνεται ότι η συχνότητα των εφιαλτών μειώθηκε και η ποιότητα του ύπνου αυξήθηκε ελαφρά.

Αντίληψη του χρόνου

Το 1985 ο LaBerge διενήργησε μία πιλοτική μελέτη η οποία έδειξε ότι σε ένα συνειδητό όνειρο η αντίληψη του χρόνου κατά τη διάρκεια καταμέτρησης είναι αντιστοιχη με αυτή κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης. Οι άνθρωποι που ονειρεύονταν συνειδητά μέτρησαν χρονικό διάστημα δέκα δευτερολέπτων κατά τη διάρκεια του ονείρου σηματοδοτώντας την έναρξη και το τέλος της καταμέτρησης με προσυμφωνημένη οφθαλμική κίνηση που μετρήθηκε με ηλεκτροοφθαλμογραφία.

Συνειδητότητα και νόηση

Ενώ ο έλεγχος του ονείρου και η συνειδητότητα του ονείρου σχετίζονται, το ένα δεν προϋποθέτει το άλλο. Υπάρχουν περιπτώσεις που υπάρχει ο ένας παράγοντας χωρίς να υπάρχει ο άλλος. Σε μερικά μάλιστα όνειρα όπου ο ονειρευόμενος είχε ενσυνείδηση του όνείρου του και επίσης ήξερε πως μπορούσε να ασκήσει έλεγχο απλά επέλεγε να κρατά στο όνειρο το ρόλο του θεατή.

Το 1992, μία μελέτη του D Barrett εξέτασε αν τα συνειδητά όνειρα περιελάμβαναν τέσσερις “συνέπειες” της συνειδητότητας

  • Ο ονειρευόμενος έχει επίγνωση ότι ονειρεύεται
  • Τα αντικείμενα εξαφανίζονται μετά την αφύπνιση
  • Οι νόμοι της φυσικής δεν ισχύουν απαραίτητα στο όνειρο
  • Ο ονειρευόμενος έχει καθαρή ανάμνηση του πραγματικού κόσμου

Ο Barrett σημείωσε ότι λιγότερο από το ένα τέταρτο των περιπτώσεων περιελάμβαναν και τα τεσσερα αυτά χαρακτηριστικά.

Τα συνειδητά όνειρα δεν είναι μοντέρνα ανακάλυψη. Είναι ο δυτικός όρος για να περιγραφεί μία πρακτική ανάλογη με τη yoga nidra, ενώ με τέτοιες καταστάσεις είχε ασχοληθεί και ο Αριστοτέλης.
Για την πρόκληση και τον έλεγχο τέτοιων ονείρων έχουν αναπτυχθεί τεχνικές, οι οποίες βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση και οι οποίες μπορεί να συζητηθούν σε μελλοντική ανάρτηση.

Τα όνειρα αποτελούσαν πάντα ένα πέπλο μυστηρίου για τους ανθρώπους. Παλαιότερα τους απέδιδαν μυστηριακή και υπερφυσική υπόσταση, ενώ η ψυχανάλυση τα αντιμετώπισε ως την πύλη στο ανθρώπινο ασυνείδητο. Ανεξάρτητα από αυτό που πιστεύει ο καθένας, από την επιστημονική ή μεταφυσική χροια που προσδίδει στο όνειρο, τα συνειδητά όνειρα αποτελούν ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, που αξίζει να αναλυθεί περαιτέρω.

 

Πηγές και περαιτέρω βιβλιογραφία:

Αγγλικό και Ελληνικό λήμμα της wikipaedia

Μοιραστείτε!

Ακουνε φωνες οι κωφοι;

pilon_laurence-synesthesia_computer_sketches01 Το 1990, ένας γνωστός στο κοινό Νευρολόγος, ο Oliver Sachs,  μέσω του βιβλίου του βλέποντας τις φωνές (“Seing Voices”)  πραγματοποιεί ένα ταξίδι στον κόσμο των κωφών και του τρόπου  που αναπτύσσουν επικοινωνία, αναδεικνύοντας την ομορφιά και  την εκφραστικότητα μίας εναλλακτικής γλώσσας, της  νοηματικής. Στον πληθυσμό αυτόν όμως, υπάρχει και ένα  μικρότερο κομμάτι, αυτό των ανθρώπων που είναι κωφοί, αλλά  ταυτόχρονα παρουσιάζουν ψύχωση. Σε αυτούς, η απώλεια της ακοής συνοδεύεται και από μία άλλη δεύτερη και τραγικότερη ίσως απώλεια. Την απώλεια της πραγματικότητας, τουλάχιστον με τον τρόπο που τη βιώνουν οι περισσότεροι. Στη δική τους πραγματικότητα, ένας άνδρας βιώνει μία φωνή στο μυαλό του “σαν φάντασμα¨. Μία γυναίκα ακούει “φωνές να της μιλούν” μέσα από την κοιλιά της. Μία άλλη γυναίκα ακούει την αδερφή της να της μιλά τα βράδια όταν είναι στο κρεβάτι της “σαν να ακούει εκπομπή από το ραδιόφωνο”.

Αυτοί οι τρεις άνθρωποι είναι κωφοί. Αυτοί μαζί με το 50% περίπου όλων των κωφών με σχιζοφρένεια “ακούνε φωνές”. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μία εμπειρία τόσο παράξενη και ανησυχητική. Έρευνες τον τελευταίο καιρό έχουν αρχίσει να ασχολούνται με αυτό το “οξύμωρο” ψυχολογικό φαινόμενο και μπορεί να μεταβάλλουν τον τρόπο που κατανοούμε τις ακουστικές ψευδαιθήσεις και στους ανθρώπους που έχουν την ακοή τους.

Αν κάνει κανείς  μία μικρή ανασκόπηση για τις ακουστικές ψευδαισθήσεις στους κωφούς θα βρει αρκετές αναφορές περιστατικών και μελετών που υποστηρίζουν την ύπαρξή τους. Παρόλα αυτά, υπάρχει μικρή συμφωνία στα συστατικά τα οποία συνθέτουν ένα τέτοιο φαινόμενο. Έτσι, ενώ πολλοί υποστηρίζουν την ιδέα ότι οι κωφοί μπορούν να έχουν ακουστικές ψευδαισθήσεις υπάρχουν και ερευνητές που δεν έχουν πειστεί.

Μία εξ αυτών, η Joanna Atkinson είναι ερευνήτρια και κλινική ψυχολόγος που εργάζεται στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Είναι επίσης κωφή. Η ιδέα ότι άτομα με κώφωση μπορούν στην πραγματικότητα να βιώνουν ακουστικές ψευδαισθήσεις ερχόταν σε σύγκρουση με την κλινική της εμπειρία. Όποτε η ίδια έθετε την ερώτηση για τις ακουστικές ψευδαισθήσεις σε κάποιο κωφό λάμβανε την ίδια απάντηση:”Όχι, φυσικά δεν ακούω. Είμαι κωφός”.

Παρόλα αυτά όταν τα ίδια άτομα αξιολογούνταν από Ψυχιάτρους με τη βοήθεια μεταφραστή, περιέγραφαν τις εμπειρίες τους με ορολογία που σχετίζεται με την ακοή-δυνατά, χαμηλόφωνα, σιωπηλά-το οποίο υπονοούσε ότι στην πραγματικότητα άκουγαν ήχο. Τι μπορεί να βίωναν;

Η Joanna Atkinson πίστευε ότι κάτι χανόταν στην μετάφραση. Μέσα από τη δική της εμπειρία της κώφωσης συνειδητοποίησε ότι οι εξεταζόμενοι “δανείζονταν” στον τρόπο που εκφράζονταν κάτι από τη γλώσσα των “ακουόντων” και την ορολογία του Ψυχιατρικού πεδίου και ότι αυτό στην πραγματικότητα δεν σηματοδοτούσε ότι πραγματικά μπορούσαν να “ακούσουν ήχους”.  Λεπτές διαφορές σαν αυτές είναι που κάνουν την έρευνα του πεδίου αυτού πραγματική πρόκληση: για ένα κωφό άτομο, κάποιος φωνάζει όταν χειρονομεί επιθετικά και έντονα, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να δημιουργεί οποιοδήποτε ήχο. Η ενδογενής λοιπόν πρόκληση στην επεξήγηση των σύνθετων ψευδαισθήσεων και αισθήσεων επηρεάζεται από την ανάγκη της μετάφρασης μεταξύ διαφορετικών πλαισίων αναφοράς.

Η Atkinson και οι συνάδελφοί της χρησιμοποίησαν για τη μελέτη τους 27 κωφούς εθελοντές όλους με τη διάγνωση της σχιζοφρένειας και με ιστορικό ακουστικών ψευδαισθήσεων. Τους έδειξαν μία αλληλουχία καρτών με κάθε κάρτα να περιγράφει κάποιο πιθανό χαρακτηριστικό της ακουστικής τους ψευδαίσθησης καλύπτοντας το ευρύτερο δυνατό φάσμα πιθανών χαρακτηριστικών, όπως π.χ. το “φωνή που ακούγεται σαν ψίθυρος” ή το “φωνή που βγαίνει από τη μύτη” μεταξύ άλλων. Οι συμμετέχοντες λάμβαναν υπόψιν κάθε πρόταση και ξεχώριζαν τις κάρτες σε δύο σειρές ανάλογα με το αν είχαν τις εμπειρίες που περιγράφονταν ή όχι.

Οι ερευνητές έλαβαν μία ευρεία γκάμα απαντήσεων οι οποίες παρουσίαζαν σημαντική συσχέτιση με την προσωπική εμπειρία του κάθε ατόμου και το βαθμό της απώλειας ακοής του. Στην έρευνα αυτή σημειώθηκε ότι τα άτομα τα οποία είχαν κωφότητα από τη γέννησή τους δεν βίωναν πραγματικές ακουστικές ψευδαισθήσεις. Για αυτή την ομάδα το ψευδαισθητικό βίωμα ερχόταν μέσω της όρασης:οπτικές ψευδαισθήσεις κινούμενων χειλιών ή χέρια και άνω άκρα που δεν συνδέονταν με κορμούς σωμάτων και έκαναν κινήσεις νοηματικής γλώσσας.

Η δεύτερη ομάδα περιελάμβανε άτομα που είχαν κάποιου βαθμού ακοή ή είχαν χάσει την ακοή τους αργότερα στη ζωή. Αυτοί βίωναν ακουστικές ψευδαισθήσεις από μουρμουρίσματα και ψιθύρους ή ενίοτε την ασαφή αίσθηση ότι ίσως άκουγαν κάτι το οποίο έβρισκαν δύσκολο να καταλάβουν ή να περιγράψουν. Η έρευνα περιελάμβανε και ένα δίγλωσσο συμμετέχοντα. Μία μερικώς κωφή γυναίκα η οποία ήταν και γνώστης της νοηματικής εγγενώς. Αυτή η γυναίκα παρουσίαζε ψευδαισθήσεις και των δύο ειδών. Έβλεπε ένα δίγλωσσο διάβολο που μερικές φορές μιλούσε σ’αυτήν και κάποιες άλλες επικοινωνούσε μέσω της νοηματικής.

Μία τρίτη, ενδιαφέρουσα ομάδα αποτελούνταν από αυτούς που είχαν φτάσει στην ενηλικίωση χωρίς να έχουν διδαχθεί οργανωμένα γλώσσα (δηλαδή δεν έμαθαν νοηματική από μικρή ηλικία). Αυτά τα άτομα μπορεί να έμαθαν εντέλει τη νοηματική αργότερα στη ζωή, αλλά με μεγάλη δυσκολία έχοντας περάσει την κρίσιμη ηλικία κατάκτησης της γλώσσας. Για αυτούς οι ψευδαισθήσεις ήταν πιο ασαφείς. Οι ίδιοι ένοιωθαν σαν άτομα του περιβάλλοντος να τους έχουν βάλει στο στόχαστρο, να τους κριτικάρουν, να έχουν επιθετικές εκφράσεις προσώπου. Ταυτόχρονα υπήρχε σαφής έλλειψη καθαρού λεκτικού περιεχομένου.

Εκτός από το ότι υπήρχε αναλογία με το επίπεδο της γλωσσικής εμπειρίας του κάθε ατόμου, οι ερευνητές βρήκαν πως ο τύπος του ψευδαισθητικού βιώματος επίσης σχετιζόταν με την προσωπικότητα του ατόμου. Αν το άτομο πίστευε ότι η φωνή ανήκε στην μητέρα του η οποία πάντα επικοινωνούσε μέσω του λόγου, τότε η σχηματοποίηση της ψευδαίσθησης αφορούσε το στόμα της. Αν κάποια άλλη στιγμή υπήρχε ψευδαίσθηση κάποιου κωφού φίλου τότε θα οπτικοποιούνταν τα χέρια τους που μιλούσαν τη νοηματική.

Αυτή η έρευνα δίνει την πιο ακριβή αναφορά για την σύσταση των ακουστικών ψευδαισθήσεων , αλλά παρόλα αυτά υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα. Όλη η έρευνα έως τώρα έχει διεξαχθεί στο πλαίσιο της Ψυχοπαθολογίας. Δεν είναι γνωστό το κατά πόσο οι ακουστικές ψευδαισθήσεις συμβαίνουν και σε κωφούς οι οποίοι είναι ψυχικά υγιείς, όπως συμβαίνουν και σε αυτούς που έχουν την ακοή τους.Οι άνθρωποι που ακούνε μπορεί να βιώνουν ακουστικές ψευδαισθήσεις μέσω οπτικών αναπαραστάσεων, όπως και μέσω ήχου.

Αυτά είναι τα δεδομένα των διαταραχών των αισθήσεων σε άτομα με διαταραχές. Τι γίνεται όμως με τους “υγιείς”; Εδώ προκύπτει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο: και σε υγιή άτομα σε καταστάσεις αισθητηριακής αποστέρησης ο εγκέφαλος τείνει να παράγει ψευδαισθήσεις. Τέτοια παραδείγματα εμπειριών είναι γνωστά εδώ και δεκαετίες, από πειράματα τα οποία έχουν γίνει.
anechoic-chamber with person in it Ενδιαφέρον έχουν και οι σύγχρονες αναφορές αυτών  που έχουν περάσει κάποιο χρονικό διάστημα μόνοι  στο ανηχοϊκό (anechoic) δωμάτιο στο εργαστήριο  Orfield στη Μινεάπολη της Μινεσσότα. Αυτό είναι ένα  δωμάτιο τόσο ηχομονωμένο, που επίσημα θεωρείται  το πιο ήσυχο μέρος στη Γη. Πρόκειται για ένα  δωμάτιο το οποιο λόγω της κατασκευής του  απορροφά τον ήχο σε ποσοστό 99,99% με επίπεδο  έντασης ήχου -9,4 dBA. Κάθε ήχος κάτω από τα 0  dBA δεν είναι ακουστός από το ανθρώπινο αυτί. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν τα πράγματα είναι τόσο ήσυχα που οι άνθρωποι μετά από ένα χρονικό διάστημα παρουσιάζουν ψευδαισθήσεις.

Όταν υπάρχει ησυχία, αρχικά τα αυτιά αρχίζουν να προσαρμόζονται. Όσο πιο ήσυχο είναι το δωμάτιο τόσο περισσότερα πράγματα ακούει κανείς. Στην αρχή το χτύπο της καρδιάς, μερικές φορές τους πνεύμονες, τους στομαχικούς ήχους.

Σε αυτό το δωμάτιο ο άνθρωπος γίνεται ο ήχος.

Το γεγονός ότι η έλλειψη ήχου έχει ως αποτέλεσμα να καταρρέουν ψυχολογικά οι άνθρωποι δείχνει το βαθμό στον οποίο εξαρτόμαστε ως αισθητηριακά όντα στα συνεχή ερεθίσματα του περιβάλλοντός μας. Όταν το περιβάλλον σιωπεί, το μυαλό προσπαθεί να κατανοήσει το τι συμβαίνει ή το που βρίσκεται. Αυτό σημαίνει ότι σε ένα τέτοιο δωμάτιο αν κανείς μείνει για πάνω από μισή ώρα, πρέπει να κάθεται σε καρέκλα. Το μακρύτερο χρονικό διάστημα που έχει καταφέρει κάποιος να είναι σε αυτό το δωμάτιο είναι 45 λεπτά.

Εξάλλου, είναι τεκμηριωμένο ότι σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας με αμφοτερόπλευρη απώλεια ακοής προκύπτουν μη ψυχωτικές ακουστικές ή μουσικές ψευδαισθήσεις. Πολλές φορές περιλαμβάνουν φωνές, ύμνους, σταθερούς μουσικούς τόνους, λέξεις από τραγούδια τα οποία ήταν γνωστά, μουσική από όργανα. Το ερώτημα που τίθεται με βάση τα παραπάνω είναι αν αυτά τα βιώματα μπορούν να χαρακτηριστούν ως ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις. Οι παραισθήσεις σύμφωνα με τον ορισμό τους είναι αλλοιώσεις των αισθητηριακών βιωμάτων. Οι ψευδαισθήσεις είναι αντιλήψεις αισθητηριακών βιωμάτων χωρίς να υπάρχει καθόλου ερέθισμα. Το σήμα που δημιουργείται στο ακουστικό σύστημα σε κωφούς προέρχεται από το ίδιο το αυτί, γι’αυτό και θεωρείται ψευδαισθητικό φαινόμενο.

Έτσι μπορεί να τεθεί το ερώτημα στο πεδίο της Ψυχιατρικής:Είναι οι σύγχρονες ιδέες όσον αφορά στις ακουστικές ψευδαισθήσεις πολύ περιορισμένες; Κατά την παρούσα, στην Ψυχιατρική κλινική συνέντευξη η εστίαση είναι στα ακουστικά συστατικά του βιώματος των φωνών και μπορεί με αυτό τον τρόπο να παραγνωρίζονται οι ποικίλες οπτικές η λοιπές ψευδαισθήσεις που είτε συνοδεύουν ή αντικαθιστούν αυτό που ακούγεται. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό έχει ως αποτέλεσμα μία ανολοκλήρωτη εικόνα των συμπτωμάτων των ασθενών. Στην χειρότερη περίπτωση ο ασθενής αισθάνεται ότι οι εμπειρίες του δεν είναι κατανοητές ή δεν λαμβάνονται σοβαρά υπ’όψιν.

Χρειάζεται να διανύσουμε πολύ ακόμα δρόμο για να κατανοήσουμε ευρύτερα τέτοια φαινόμενα και να προσπαθήσουμε να τα εντάξουμε στη ζωή των ανθρώπων που τα βιώνουν, προσπαθώντας εμείς με τη σειρά μας να τους βοηθήσουμε να ενταχθούν με τη σειρά τους καλύτερα στο περιβάλλον τους και να ανακουφιστούν από τις δυσκολίες τους.-

 

Atkinson, J.R., Gleeson, K., Cromwell, J. O’Rourke, S. (2007). Exploring the Perceptual Characteristics of Voice-Hallucinations in Deaf People. Cognitive Neuropsychiatry, 12(4), 339-361. (click here to download the pdf version)

http://www.smartplanet.com/blog/thinking-tech/quietest-place-on-earth-causes-hallucinations/

http://www.consultant360.com/articles/nonpsychotic-auditory-musical-hallucinations-elderly-persons-progressive-deafness

Μοιραστείτε!