Αρχείο ετικέτας μελέτη

Νευροεπιστήμη και προσευχή

[cs_content][cs_section parallax=”false” class=”cs-hide-md cs-hide-sm” style=”margin: 0px 10px 0px 0px;padding: 45px 0px;border-style: groove;border-width: 1px;”][cs_row inner_container=”true” marginless_columns=”false” style=”margin: 0px auto;padding: 0px;”][cs_column fade=”false” fade_animation=”in” fade_animation_offset=”45px” fade_duration=”750″ type=”1/3″ style=”padding: 0px;”][x_image type=”thumbnail” src=”http://psychiatriki.com/wp-content/uploads/2016/01/προσευχή-χέρια.png” alt=”” link=”false” href=”#” title=”” target=”” info=”none” info_place=”top” info_trigger=”hover” info_content=””][/cs_column][cs_column fade=”true” fade_animation=”in” fade_animation_offset=”45px” fade_duration=”750″ type=”2/3″ class=”cs-ta-justify” style=”padding: 0px;”][cs_text class=”cs-ta-justify”]Σε μία αρκετά ασυνήθιστη εργασία, μία ομάδα Γερμανών Νευροεπιστημόνων στο Μόναχο (Sarita Silveira et al.) χρησιμοποίησαν απεικονιστική εξέταση λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI)με σκοπό τη μέτρηση της εγκεφαλικής λειτουργίας ενός Καθολικού Γερμανού επισκόπου 72 ετών.

Οι ερευνητές ζήτησαν από τον ιερέα να πραγματοποιήσει κάποιες ενέργειες θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά το πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι δεν υπήρχε καμμία μεταβολή της εγκεφαλικής δραστηριότητας του επισκόπου τη στιγμή που προσευχόταν, σε σχέση με άλλες στιγμές που δεν του είχε ζητηθεί να κάνει κάτι συγκεκριμένο (κατάσταση ηρεμίας).

Οι ερευνητές σημείωσαν ότι για την εξέταση σε κατάσταση ηρεμίας ο ιερέας έλαβε την οδηγία να κρατά τα μάτια του κλειστά χωρίς να τον πάρει ο ύπνος και να μη σκέφτεται τίποτα συγκεκριμένο. Έπειτα, του ζητήθηκε να προσευχηθεί συνεχόμενα (λέγοντας το Πάτερ Ημών). Και οι δύο καταστάσεις διήρκεσαν χρονικό διάστημα 10 λεπτών.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν φαινόταν μεταβολή στη λειτουργικότητα του εγκεφάλου μεταξύ των δύο καταστάσεων. Αυτό οδήγησε τους ερευνητές στο αμφίσημο συμπέρασμα ότι “ένα έντονα θρησκευόμενο άτομο μπορεί να προσεύχεται πάντα ή ποτέ!”

Βέβαια, αυτά τα συμπεράσματα ίσως δεν είναι τόσο παράδοξα. Η κατάσταση “ηρεμίας” του εγκεφάλου εντοπίζεται όποτε δεν πραγματοποιούμε κάποιο έργο. Το να λέει το “Πάτερ Ημών” ένας επίσκοπος δεν είναι πιθανό να αποτελεί γι’ αυτόν κάποιο απαιτητικό έργο, οπότε το αποτέλεσμα ίσως είναι κατανοητό. Ενδεχομένως αν χρησιμοποιούσαν ομάδα ελέγχου που θα είχε κάποιο άθεο τα αποτελέσματα θα ήτνα καλύτερα εξηγίσιμα.

Πηγή: discovermagazine.com[/cs_text][cs_text][/cs_column][/cs_row][/cs_section][/cs_content]

Μοιραστείτε!

Αϋπνία και ερμηνεία των προσωπικών εκφράσεων

emotion card1Θα μπορούσε η διάκριση μεταξύ ενός γέλιου και ενός κατσουφιάσματος να μας δυσκολέψει; Ίσως, εφόσον μεταξύ άλλων δεν καταφέρνουμε να κοιμηθούμε επαρκώς.

Μία πρόσφατη μελέτη στο Πανεπιστήμιο του Berkeley συμπεραίνει αυτό που ούτως ή άλλως μπορεί να υποψιαζόμαστε και μόνοι μας: η έλλειψη ύπνου αμβλύνει την ικανότητά μας να διαβάζουμε με ακρίβεια προσωπικές εκφράσεις.

Αυτό το έλλειμμα μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες στην καθημερινότητά μας.  Ένας άυπνος γονιός που δεν καταλαβαίνει ότι το παιδί του είναι άρρωστο ή ότι πονά, ένας περαστικός στο δρόμο που μπορεί να μην συνειδητοποιεί ότι μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο αν κάποιος κακοποιός με αντίστοιχη όψη τον πλησιάζει στο δρόμο.

Η αναγνώριση των συναισθηματικών εκφράσεων των άλλων αλλάζει τον τρόπο που αποφασίζουμε να αλληλεπιδράσουμε με αυτούς. Στα αναπτυγμένα κράτη τα 2/3 του πληθυσμού δεν καταφέρνουν να κοιμηθούν επαρκώς. Μαθητές, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και άλλες πληθυσμιακές ομάδες συγκαταλέγονται σε αυτούς με διαταραγμένα ωράρια ύπνου.

Στην μελέτη που έγινε στο Πανεπιστήμιο του Berkeley και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Neuroscience, 18 υγιείς ενήλικες επισκόπησαν 70 εκφράσεις προσώπων οι οποίες ποίκιλλαν από φιλικές σε απειλητικές, στην μία περίπτωση μετά από καλό βραδινό ύπνο και στην άλλη μετά από 24 ώρες αϋπνίας. Οι μελετητές διεξήγαγαν απεικονιστικό έλεγχο του εγκεφάλου και μέτρησαν και την καρδιακή συχνότητα κατά τη διάρκεια της αναγνώρισης των προσωπικών εκφράσεων.

Ο έλεγχος με fMRI (λειτουργική Μαγνητική Τομογραφία) αποκάλυψε ότι τα άτομα που ήταν σε στέρηση ύπνου δεν μπορούσαν να διακρίνουν ανάμεσα σε απειλητικά και φιλικά πρόσωπα (διαπιστώθηκε υπολειτουργία αντίστοιχων σημαντικών γι’αυτές τις λειτουργίες κέντρων του εγκεφάλου – πρόσθια νησίδα και πρόσθιο τμήμα της έλικας του προσαγωγίου).

Επιπρόσθετα, ο καρδιακός ρυθμός των στερημένων σε ύπνο συμμετεχόντων δεν αντιδρούσε φυσιολογικά στις απειλητικές ή τις φιλικές εκφράσεις προσώπων. Βρέθηκε ότι υπήρξε “αποσύνδεση” της νευρωνικής σύνδεσης μεταξύ του εγκεφάλου και της καρδιάς που τυπικά δίνει τη δυνατότητα στο σώμα να αισθάνεται-ανταποκρίνεται σε ενοχλητικά συναισθηματικά σήματα. Φαίνεται δηλαδή ότι η στέρηση ύπνου “αποκόπτει”κατά κάποιο τρόπο την καρδιά από τα συναισθηματικά ερεθίσματα που προσλαμβάνονται στον εγκέφαλο. Όταν υπάρχει στέρηση ύπνου “Δεν μπορείς να ακολουθήσεις την καρδιά σου”(η ουσιαστικότερα η καρδιά δεν ακολουθεί τον εγκέφαλό σου).

Ως συνέπεια, οι συμμετέχοντες στη μελέτη εξελάμβαναν  περισσότερα πρόσωπα από τις φωτογραφίες που έβλεπαν ως απειλητικά, ακόμα και τα φιλικά ή τα ουδέτερα.

Εξάλλου, αποτύγχαναν και στο τεστ Rorschach. Η έλλειψη ύπνου οδηγούσε τους συμμετέχοντες σε μία υπερβολική εκτίμηση της απειλής. Ίσως αυτό να βοηθά στο να εξηγήσει κανείς γιατί οι άνθρωποι που αναφέρουν ότι δεν κοιμούνται καλά είναι λιγότερο κοινωνικοί και περισσότερο μοναχικοί.

Επίσης οι ερευνητές σε αυτή τη μελέτη διαπίστωσαν ότι σε αυτούς που κοιμούνταν κανονικά η ποιότητα του ύπνου REM (Rapid eye movement- της φάσης του ύπνου που βλέπουμε όνειρα) ήταν ανάλογη με την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν με ακρίβεια τις εκφράσεις των προσώπων. Προηγούμενες μελέτες έχουν καταδείξει ότι ο ύπνος REM βοηθά στη μείωση νευροδιαβιβαστών του στρες και απάλυνσης συναισθηματικά επώδυνων αναμνήσεων.

Φαίνεται έτσι ότι η φάση του ύπνου που βλέπουμε όνειρα είναι ένα είδος επανεκκίνησης του μαγνητικού βορά της συναισθηματικής μας πυξίδας ενώ μας βοηθά να τοποθετούμαστε καλύτερα, ρεαλιστικότερα απέναντι στο περιβάλλον μας. Ας κοιμηθούμε λοιπόν περισσότερο!

 

Μοιραστείτε!

Ο ρόλος των συμπλεγμάτων γονιδίων στη σχιζοφρένεια

geneΝεότερα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι η σχιζοφρένεια μπορεί να συνίσταται σε οκτώ διακριτές διαταραχές. Η σχιζοφρένεια είναι μία πολύπλοκη ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται κυρίως από αποδιοργάνωση του ατόμου, παραληρητικές ιδέες και/ή ψευδαισθήσεις. Προσβάλει περίπου το 1% του πληθυσμού σε κάθε χρονική στιγμή και τυπικά παρουσιάζει έναρξη κατά την πρώιμη ενηλικίωση του ατόμου. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Washington ανέλυσαν το DNA 4.000 ατόμων με διάγνωση σχιζοφρένειας. Μετά την ανάλυση συμπέραναν ότι στο υπό εξέταση δείγμα ατόμων υπήρχαν οκτώ διακριτές γενετικές διαταραχές.

Επιπρόσθετα, εντόπισαν πως αυτές οι διαταραχές συνδυάζονται σε γονιδιακά συμπλέγματα καθένα από τα οποία επιφέρει διαφορετικό κίνδυνο νόσησης από τη διαταραχή. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ένα είδος σχιζοφρένειας. Υπάρχουν διαφορετικά σύνδρομα όπου συνδέονται με εμφάνιση άλλοτε θετικών συμπτωμάτων, (ψευδαισθήσεων, παραληρητικών ιδεών κ.ο.κ.), άλλοτε αρνητικών συμπτωμάτων (κλινοφιλίας, κοινωνικής απόσυρσης, ανηδονίας κ.ο.κ.) και τα οποία σχετίζονται με διαφορετικές ομάδες γονιδίων.

Η μελέτη αυτή παρουσιάζει μία σημαντική διαφορά από τις προηγούμενες.  Τυπικά,  εξετάζεται ένα ύποπτο για τη διαταραχή γονίδιο και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι παραλλαγές του. Όμως αυτή η ερευνητική εργασία εξέτασε το πως συμπτώματα φαίνεται να σχετίζονται με συγκεκριμένη ποικιλομορφία γονιδίων (genetic variation).

Η ανάλυση έγινε σε 700.000 περίπου γονιδιακούς τόπους. Διαπιστώθηκε ότι υπήρχε ταυτοποίηση διακριτών γενετικών χαρακτηριστικών του είδους των συμπτωμάτων που παρουσίαζαν οι ασθενείς με ειδικές γενετικές ποικιλομορφίες που αλληλεπιδρούσαν για να δημιουργήσουν 95% πιθανότητα εμφάνισης σχιζοφρένειας.

Φαίνεται λοιπόν ότι ενώ συγκεκριμένα γονίδια παρουσιάζουν ασθενή συσχέτιση με την εμφάνιση σχιζοφρένειας, ομάδες αλληλεπιδρόντων γονιδίων δημιουργούν ένα εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο της τάξης του 70-100%, καθιστώντας σχεδόν αδύνατο για αυτούς τους ανθρώπους να αποφύγουν την διαταραχή. Στη μελέτη αυτή εντοπίστηκαν 42 τόποι γενετικών ποικιλομορφιών που αύξαναν σημαντικά τον κίνδυνο για τη διαταραχή.

Αφού έγινε η βασική ταυτοποίηση τους, οι ασθενείς χωρίστηκαν περαιτέρω σε οκτώ ομάδες με βάση το προφίλ της συμπτωματολογίας τους και τις υποκείμενες γενετικές ποικιλομορφίες. Η ερευνητές μπόρεσαν να αναπαράγουν τα αποτελέσματά τους σε δύο επιπρόσθετες βάσεις δεδομένων ανθρώπων με σχιζοφρένεια, ως ένδειξη ότι η υπόθεσή τους είναι σωστή.

Η ταυτοποίηση και συσχέτιση συμπτωμάτων και σημείων (δηλαδή αυτού που ονομάζεται φαινότυπος) με τα υπεύθυνα γι’ αυτά τα συμπτώματα γονίδια (γονότυπος)  αποτελεί εδώ και αρκετά χρόνια το άγιο δισκοπότηρο της Ψυχιατρικής. Έως τώρα όμως αυτό που έχει βρεθεί είναι γενετική επιβάρυνση, δηλαδή το υπό μελέτη γονίδιο φαίνεται ότι είναι υπεύθυνο σε ένα ποσοστό για την αύξηση του κινδύνου να εμφανιστεί ψυχική νόσος. Το να γνωρίζουμε ότι ένα συγκεκριμένο σύμπλεγμα γονιδίων μπορεί να προκαλέσει αυτή ή την άλλη εικόνα σχιζοφρένειας είναι προφανώς εξαιρετικά σημαντικό. Αναρωτιέμαι όμως, που μπορεί να οδηγήσει αυτή η δυνατότητα. Θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει σε μία ιδιότυπη ευγονική; Και που θα έμπαινε το όριο; Θα μπορούσαν να υπάρχουν συστάσεις για εκτρώσεις; Θα ήταν αυτό ένα ερώτημα που θα αφορούσε μόνο στην κλινική εικόνα της βαριάς αποδιοργανωτικής σχιζοφρένειας ή θα υπήρχε ο  πειρασμός να  επεκταθεί και στις υπόλοιπες επτά εικόνες που ταυτοποιεί αυτή η μελέτη; Είναι σίγουρα πρώιμα τα ερωτήματα αυτά, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά σημαντικά.

Γιατί όπως συνηθίζει να λέει ένας συνάδελφος τον οποίο εκτιμώ πολύ, ” Πρέπει να προσέχουμε πολύ, διότι πολλές φορές όποιος έχει το σφυρί, τα βλέπει όλα καρφιά”.

 

 

Μοιραστείτε!