Αρχείο ετικέτας θεραπεία

Θεραπευτικά διλήμματα- Ένα άγχος σε μεταμφίεση

Dilemmas therapy(Φυσικά τα ονόματα είναι προσχηματικά, ορισμένα από τα δεδομένα έχουν αλλάξει για λόγους διαφύλαξης της ιδιωτικότητας και συνοχής της ιστορίας)

Η Β ήταν (και είναι ακόμα) μία κοπέλα που έκανε πολύ καλή επαφή. Είχαμε επικοινωνήσει για να κλείσει ραντεβού για την αδερφή της που υπέφερε από άγχος. Ήδη από την τηλεφωνική μας επικοινωνία ήταν φανερό ότι  ανησυχούσε ιδιαίτερα γι’ αυτήν και είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει γρήγορα καλά. Οι δυο αδερφές θα έρχονταν μαζί γιατί κατά την Β η Α είχε ανάγκη  συνοδού.

Η  Α ήταν (και είναι φυσικά ακόμα) μία εξαιρετικά γλυκιά κοπέλα. Καλομίλητη, ευγενική, πολύ προσεκτική στα λόγια και τα σχόλιά της. Μιλούσε πολύ σιγά, σχεδόν ψιθύριζε. Αυτό είχε ως συνέπεια να απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για να την παρακολουθήσεις.  Η συζήτηση μαζί της έφερε ένα συναίσθημα εξομολογητικό, μαζί με μία αίσθηση μικρής συνωμοσίας, αφού ένοιωθες σα να κοινωνείς τα μικρά προσωπικά της μυστικά. Η Α έδινε την εικόνα ενός ανθρώπου πολύ ευαίσθητου και εύθραυστου, που απαιτούσε πολύ προσοχή και λεπτούς χειρισμούς. Πολύ νεαρή στην ηλικία, πολύ μοντέρνα στην εμφάνιση. Με επισκέφθηκε στο ιατρείο αναφέροντας ως βασική της δυσχέρεια το πρόβλημα του άγχους. Την είχε πιέσει η αδερφή της (που με είχε πάρει τηλέφωνο και περίμενε στην αναμονή του ιατρείου) να έρθει και να βοηθηθεί.

Η Α περιέγραφε μία κατάσταση παροξυσμικού άγχους, με περιστασιακές κρίσεις πανικού που την φόβιζαν και την προβλημάτιζαν πάρα πολύ. Προηγούμενα είχε ολοκληρώσει τον οργανικό έλεγχο, όλα είχαν βρεθεί φυσιολογικά, όμως η ίδια δεν είχε πειστεί ότι τα πράγματα ήταν έτσι όπως έπρεπε. Έλεγε πως όσο θυμόταν τον εαυτό της ήταν αγχώδης. Εργαζόταν κάποια χρόνια ως ελεύθερη επαγγελματίας και η δουλειά της προχωρούσε καλά. Τα συμπτώματά της είχαν επιδεινωθεί σημαντικά μετά από μία εξαντλητική δίαιτα που είχε αρχίσει να ακολουθεί για να χάσει λίγα κιλά που την ενοχλούσαν. Στο γραφείο του διατροφολόγου στον οποίο είχε πάει και μετά από μία στιγμή που ένοιωσε άβολα της συνέβη μία κρίση πανικού που κράτησε αρκετή ώρα και την εξάντλησε πολύ. Αυτή ήταν και η στιγμή που κατάλαβε και η ίδια ότι χρειαζόταν βοήθεια, όπως τόνισε.

Όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα τα συμπτώματά της συνεχώς επιδεινώνονταν, με αποτέλεσμα να είναι σε συνεχή ανησυχία, να παρουσιάζει προβλήματα ύπνου, να μην μπορεί να εργαστεί όπως παλιότερα. Ρώτησε πως μπορεί να βοηθηθεί και όταν της εξηγήθηκαν οι διαθέσιμες επιλογές κληθήκαμε να αποφασίσουμε μεταξύ της λήψης φαρμακοθεραπείας (της συστήθηκε, αρχικά το άκουσε με μισή καρδιά είναι αλήθεια) και μεταξύ της ψυχοθεραπείας, (γιατί είχε αίτημα και ένδειξη).  Αυτό ήταν το πρώτο μας θεραπευτικό δίλημμα και το προσπεράσαμε επιλέγοντας και τις δύο λύσεις ταυτόχρονα. Ξεκινήσαμε λοιπόν φαρμακευτική αγωγή και τακτικές συναντήσεις ψυχοθεραπείας, έχοντας ως κύριο αντικείμενο την αντιμετώπιση των αποφυγών και των φόβων.

Από τις πρώτες ακόμα συναντήσεις μας προέκυψαν μεταξύ άλλων δύο διαπιστώσεις μεγάλης σημασίας όπως αποδείχτηκε για την έκβαση του περιστατικού:

Η πρώτη ήταν ότι η Α από πολύ μικρή ηλικία είχε χάσει με απότομο και εξαιρετικά τραυματικό τρόπο τον πατέρα της. Ζούσε μαζί με την αδερφή και τη μητέρα της σε μία πολύ στενή, σχεδόν κλειστή οικογενειακή σχέση.  Στο ίδιο σπίτι (διπλοκατοικία) στον δεύτερο όροφο έμεναν οι μητρικοί παππούδες με τους οποίους διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις. Μιλούσε γι’αυτούς με πολύ καλά λόγια και πολύ αγάπη. Η σχέση της όμως ήταν ακόμα καλύτερη με τους πατρικούς παππούδες που έμεναν στην ίδια περιοχή λίγο μακρύτερα. Της άρεσε να μένει εκεί πάρα πολύ, το έβρισκε όμορφο και περιπετειώδες να πηγαίνει σε αυτούς και από καιρό εις καιρό να κοιμάται και εκεί. Η οικογένεια περιγραφόταν με ένα τρόπο πολύ ζεστό, σχεδόν ονειρικό, με αγάπη, αλληλοσεβασμό, πολύ φροντίδα. Αναγνώριζε όμως η Α ότι μετά την απώλεια του πατέρα τους είχαν δυσκολευτεί πολύ. Έπρεπε να προσπαθήσουν για να τα καταφέρουν, έπρεπε να μείνουν ενωμένες για να το πετύχουν. Με τις περιγραφές της Α δεν μπορούσες να μείνεις ασυγκίνητος, δεν μπορούσες να μην θαυμάσεις αυτές τις γυναίκες και την προσπάθειά τους  να επιβιώσουν, δημιουργώντας όπως φαίνεται ένα αδιάρρηκτο μέτωπο.

Η δεύτερη πολύ σημαντική διαπίστωση είναι ότι όσο εξελισσόταν η θεραπεία γινόταν περισσότερο φανερό ότι η Α ταλαιπωρούταν από πληθώρα αποφυγών και φοβιών. Από την πρώτη μας συνάντηση είχε εκφράσει 2 σημαντικές της ανησυχίες: η πρώτη ήταν ο φόβος που ένοιωθε ότι μπορεί να έχανε το μυαλό της και να τρελαινόταν (συχνή ανησυχία και σύμπτωμα ανθρώπων που παρουσιάζουν κρίσεις πανικού). Η δεύτερη ανησυχία που τη φόβιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν ότι της έρχονταν ιδέες ότι θα έβγαζε τα μάτια της με τα χέρια της (σπάνιο σύμπτωμα). Αυτή ήταν μία σκέψη που η Α δεν κατανοούσε καθόλου. Στην πορεία της θεραπείας μας συνεχώς ρωτούσε, συνεχώς ζητούσε διαβεβαίωση ότι αυτό δεν θα συμβεί, αναγνώριζε δε αυτή τη σκέψη ως τελείως παράλογη και αυτό την φόβιζε ακόμα περισσότερο. Παρουσίαζε όμως και πολλές άλλες φοβίες που στην πορεία θεραπείας αναδύονταν σαν μία νοσηρή βεντάλια και σκέπαζαν πολλά κομμάτια της ζωής και της καθημερινότητάς της. Δεν μπορούσε επ ΄ ουδενί να μετακινηθεί μόνη: έπρεπε να την μεταφέρει κάποιος δικός της, συνήθως η αδερφή της, δεδομένο αρκετά εντυπωσιακό, ειδικά αν λάβει κανείς υπ΄ όψιν το ότι η δουλειά της απαιτούσε πολλές μετακινήσεις μέσα στη μέρα. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί μόνη της. Κοιμόταν με τη μητέρα, αλλά πολύ συχνότερα με την αδερφή της. Εξαίρεση σε αυτό το δεδομένο η διαμονή της στους πατρικούς παππούδες που πολλές φορές έμενε με την αδερφή της, κάποιες φορές όμως και μόνη. Δεν μπορούσε να κάνει μπάνιο χωρίς να είναι κάποιος παρών. Έπρεπε να έχει μόνιμα μία πόρτα ανοικτή, να ακούει τη φωνή κάποιου κοντά της, να είναι μαζί με κάποιο στο ίδιο το μπάνιο.

Αυτή η νεαρή κοπέλα μέσα από τις περιγραφές της έδινε την εικόνα ενός παράξενου  αλλά και ελλιπούς παζλ που εξελισσόταν παράλληλα με την ψυχοθεραπεία μας. Δεν παρουσίαζε ψυχωτικά συμπτώματα, δεν είχε διαταραχές της σκέψης, δεν είχε ψευδαισθητικά βιώματα, είχε εργασία, είχε σύντροφο. Παρουσίαζε πολύ-πολύ άγχος, πολλές φοβίες, αποφυγές και κάποιους ψυχαναγκασμούς που φαίνονταν ατάκτως ειρημένοι, χωρίς προφανείς συνδέσεις. Η φαρμακευτική αγωγή που της συνεστήθη περιελάμβανε αγχολυτικό και αντικαταθλιπτικό SSRI (την ενδεδειγμένη πρώτη λύση για τη διαταραχή πανικού) και από τις πρώτες ημέρες είχε αρχίσει να δίνει καρπούς. Το παροξυσμικό άγχος άρχισε να μειώνεται και η Α άρχισε να ανταποκρίνεται καλύτερα και στο κομμάτι της ψυχοθεραπείας. Τα δύο βασικά της ειπωμένα άγχη, ο φόβος της εξόρυξης των ματιών και η ανησυχία ότι μπορεί να χάσει το μυαλό της είχαν μειωθεί σημαντικά, είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί και αυτό την έκανε να νοιώθει πολύ καλύτερα. Η διερεύνηση των οικογενειακών σχέσεων δεν ήταν αποδοτική. Δεν ήταν φανερό αν η Α απέφευγε να σχολιάζει πράγματα ή αν δεν υπήρχαν πράγματα προς περαιτέρω διερεύνηση (πάντα υπάρχουν).

Σε εκείνο το σημείο η θεραπεία μας μετατοπίστηκε στη διερεύνηση της προσωπικής της σχέσης που περνούσε δυσκολίες. Ήταν με ένα νεαρό, με τον οποίο διατηρούσε μία σχέση 2 ετών (η Α τότε ήταν 22). Ο νέος αυτός εργαζόταν όπως και η Α, ήταν ανεξάρτητος και της είχε ζητήσει να μείνουν μαζί πριν λίγο καιρό. Αυτή είχε μπει σε μία διαδικασία μεγάλης αμφιθυμίας. Ο φίλος της περιγραφόταν ως ένας καλός και φιλότιμος άνθρωπος, ανεξάρτητος και φροντιστικός. Όμως ήταν αρκετά νευρικός και πολύ επίμονος. Για να συνεχίσουν τη σχέση τους ήθελε να μείνουν μαζί. Η Α δεν ένοιωθε έτοιμη. Δεν ήξερε αν ο σύντροφός της ήταν αυτό που ήθελε και δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της μαζί του στο μέλλον. Η αδερφή της δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις μαζί του και αυτό ήταν σημαντικό για την Α. Η Α έβλεπε ότι η αδερφή της δεν είχε ειπωμένο πρόβλημα, ήταν όμως τουλάχιστον επιφυλακτική με το φίλο της.

Αισίως πια είχαμε κλείσει κάποιους μήνες θεραπείας με την Α. Εντωμεταξύ, η ίδια είχε διακόψει τη σχέση με τον φίλο της, το άγχος είχε μειωθεί σημαντικά, ένοιωθε περισσότερο ασφαλής στην επαφή μας, ένοιωθε ότι είχε βοηθηθεί αρκετά. Οι φοβίες είχαν υφεθεί σημαντικά, όμως υπήρχαν. Το αγχολυτικό δεν είχαμε καταφέρει να το μειώσουμε καθόλου, παρόλες τις δικές μου παροτρύνσεις. Είχε κάνει μία καινούργια γνωριμία, που βρισκόταν στα πρώτα της βήματα και ήταν πολλά υποσχόμενη.

Κάποια στιγμή, σε κάποια από τις τότε  συναντήσεις μας η Α είχε πει κάτι σημαντικό: «Εύχομαι να μπορούσα να μείνω με το σύντροφό μου στο δικό μου σπίτι, νοιώθω όμως ότι δεν θα τα καταφέρω». Για εμένα αυτή η δήλωση είχε κομβική σημασία, ίσως και να είχα την αίσθηση ότι άκουσα τις λέξεις «στο δικό μου σπίτι» να χρωματίζονται με ιδιαίτερο τρόπο, ίσως με ακόμα πιο ψιθυριστικό, μυστικό τόνο.

Η δήλωση της Α όπως το εξέλαβα εγώ έδειχνε την επιθυμία της Α αλλά και μία άρρητη δέσμευση. Δέσμευση σε κάτι το οποίο δεν είχε ειπωθεί ακόμα, στο κομμάτι της ιστορίας που θα ολοκλήρωνε το παζλ.

Η επόμενη συνάντησή μας ήταν κατακλυσμιαία. Με τον ίδιο μειλίχιο, σιγανό και προσεκτικό τόνο της από τα πρώτα ακόμα λεπτά και στο πλαίσιο της διερεύνησης της επιθυμίας να ανεξαρτητοποιηθεί, της σχέσης της που τελείωσε, αυτής που ερχόταν και αυτής που πάντα προϋπήρχε (της οικογενειακής) αποφάσισα να τη ρωτήσω  «κάτι». Αυτό το «κάτι» αφορούσε την αδερφή της και το αν αυτή βίωνε άγχη, αν βίωνε φοβίες ή άλλα παράξενα πράγματα αντίστοιχα με την Α. Το αποτέλεσμα με εξέπληξε.

Από την παιδική της ηλικία η Β, μετά το θάνατο του πατέρα τους είχε ψευδαισθητικά βιώματα. Έβλεπε πολύ συχνά πεθαμένους ανθρώπους. Τους έβλεπε παντού. Στο μπάνιο, στο δωμάτιό τους, στις μετακινήσεις τους έξω στο δρόμο. Μιλούσε γι’ αυτούς στην Α, της έλεγε ότι την χρειαζόταν, ότι αυτό υποχωρεί μόνο όταν είναι και αυτή μαζί. Της περιέγραφε τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: Στην αρχή η Α δεν κατανοούσε τη σημασία όλων αυτών. Έβλεπε την αδερφή της να ταλαιπωρείται, να της μιλά για πράγματα που η ίδια δεν αντιλαμβανόταν, που της προξενούσαν όμως ανείπωτο φόβο. Με το πέρασμα των ετών  η Α είχε αρχίσει να επηρεάζεται κατά ένα τρόπο που δεν κατανοούσε. Δεν ήξερε αν το υπερφυσικό βίωμα είναι πρόβλημα της αδερφής της ή αλήθεια. Η στενή τους σχέση, η εμπιστοσύνη που της είχε αλλά και ορισμένα περιστατικά συμπτώσεων την οδηγούσαν να κλίνει προς το δεύτερο, ότι όλα αυτά ήταν αληθινά. Η ίδια η Α δεν είχε παρουσιάζει ποτέ κάποια παραίσθηση ή κάποιο ψευδαισθητικό βίωμα. Η Β, όπως και η Α ήταν άνθρωπος οργανωμένος. Πολύ φροντισμένη, πολύ περιποιημένη, εξαιρετικά καλή στην επαφή, αν και πάντα επιφυλακτική.

Με το πέρασμα των ετών αυτή η κατάσταση άρχισε να πιέζει περισσότερο την Α. Φοβόταν πάρα πολύ κυρίως κατά τις βραδινές ώρες γιατί υπήρχαν περιπτώσεις που η Β έβλεπε πεθαμένους στο δωμάτιό τους. Τότε η Α έμενε γαντζωμένη πάνω της προσπαθώντας να διώξει με αυτό τον τρόπο την υπερφυσική επίδραση. Είχε πειστεί ότι η αδερφή της έχει κάποιο «καταραμένο» χάρισμα το οποίο θα τη συνόδευε σε όλη της τη ζωή. Η αδερφή της τη χρειαζόταν, αυτές οι εμπειρίες είχαν παίξει καταλυτικό ρόλο στη σχέση τους και στην ανάγκη τους για εγγύτητα.

Η μητέρα τους ήταν ο μόνος άλλος άνθρωπος που ήταν ενήμερος αυτής της κατάστασης. Από την πλευρά της  την αντιμετώπιζε με στωικότητα, απλά αποδεχόμενη ότι μετά το πλήγμα της απώλειας του συζύγου θα έπρεπε να έχει και ένα παιδί που έχει υπερφυσικές εμπειρίες. Αυτές τις εμπειρίες η ίδια η μητέρα αδυνατούσε να τις εντάξει κάπου (ενδεχομένως τις φοβόταν και/ή  δεν μπορούσε να τις διαχειριστεί;) επιλέγοντας να προσπαθήσει να κρατήσει την  ισορροπία μέσω της στροφής σε μια οικογένεια που έπρεπε να μείνει πια αδιάρρηκτη και μίας ανάγκης (ανάγκης ανακούφισης) που θα καλυπτόταν εκ των έσω (με την αλληλουποστήριξη των γυναικών αυτών-πράγμα που είχε όμως ως αποτέλεσμα απλά ένα γαϊτανάκι άγχους).

Οι φόβοι που στην αρχή εξέφραζε η Α ως βασικές της ενοχλήσεις,  μετά την αποκάλυψη του  «κλειδιού» του μυστηρίου ήταν οι φόβοι ή καλύτερα τα άγχη που θα είχα και εγώ, ενδεχομένως και οποιοσδήποτε άλλος στη θέση της Α. Αν το άγχος είναι η εκδήλωση της αρνητικής προσδοκίας του μέλλοντος, το μέλλον έφερνε μαζί του το αρνητικό ενδεχόμενο και η Α κάποια στιγμή να δει πεθαμένους ανθρώπους μπροστά της όπως και η αδερφή της.

Η Β ενδεχομένως ως μεγαλύτερη αναλάμβανε στωικά όλο αυτό το συνταρακτικό βίωμα της σήψης και του υπερφυσικού, η Α όμως καταλάβαινε πως δεν θα άντεχε όλο αυτό το βάρος (και αυτό είναι αλήθεια την κρατούσε σχετικά υγιή, με συνέπεια να εκφράζει συμπτώματα ελάσσονος ψυχοπαθολογίας. Αυτά τα συμπτώματα ενδεχομένως αποτελούσαν βαλβίδα εκφόρτισης του μεγάλου της άγχους, πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει επιτυχώς η αδερφή της). Θα ήταν ίσως φυσική αντίδραση η τάση/σκέψη του ανθρώπου μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο  (να βλέπει νεκρούς ανθρώπους) να βγάλει τα μάτια του, να αποφύγει πάση θυσία αυτή την εμπειρία. Αν όμως δεν προλάβαινε ή δεν άντεχε η Α να το πραγματοποιήσει αυτό, τότε θα ερχόταν το δεύτερο μεγάλο άγχος: Αν δεν κατάφερνε να ακυρώσει με κάποιο τρόπο την όρασή της και της συνέβαινε κάποια υπερφυσική εμπειρία, αυτό πια θα σήμαινε κάτι ακόμα χειρότερο. Θα σήμαινε ότι είχε χάσει το μυαλό της.

Αντ’ αυτού του μεγάλου άγχους η Α επέλεξε τον τρίτο δρόμο: αυτό της αναζήτησης βοήθειας εκτός της οικογένειας, απομακρυνόμενη από αυτό που διαισθανόταν ότι δεν είναι η καταραμένη της κληρονομιά αλλά ένα ιατρικό πρόβλημα. Ενώ το ψευδαισθητικό βίωμα της Β λειτουργούσε ως «κόλλα» της οικογένειας και προκαλούσε δυνάμεις στροφής προς τα «ἐσω», οι κρίσεις πανικού είχαν τον αντίθετο ρόλο, την «ηχηρή» αν μη τι άλλο ανάδειξη των συμπτωμάτων (στροφή προς τα έξω και αναζήτηση βοήθειας).

Το σημαντικό ενδιαφέρον της Α για την μητέρα και την αδερφή της αποτελούσαν μόνιμη δέσμευσή της. Η μόνη της αποσυμπίεση ήταν το σπίτι των πατρικών παππούδων, ο μόνος χώρος που μπορούσε να υπάρξει εντός της στενής οικογένειας και να αποτελεί αποδεκτή λύση, τόσο για τις άλλες δύο γυναίκες όσο και για τον εαυτό της. Ο σύντροφός της παρόλο που τη διεκδικούσε δεν είχε καταφέρει να την κερδίσει ολοκληρωτικά, να την τραβήξει έξω από αυτό το οικογενειακό «παιχνίδι» και να την ανακουφίσει. Αυτή η κατάσταση με τον τρόπο που εξελισσόταν αποτελούσε τη σταγόνα προκάλεσε και την υπερχείλιση του άγχους της Α και αποτέλεσε την αρχή των κρίσεων πανικού.

Η αποκάλυψη του πολύτιμου «κλειδιού» αυτής της βαθιά συνταρακτικής ιστορίας εξελίχθηκε σε χρονικό διάστημα τριών συναντήσεων. Σε κάθε μία που περνούσε, η Α έδειχνε λιγότερο αγχωμένη, περισσότερο όμως καταθλιπτική και απογοητευμένη. Τώρα όμως πίστευα ότι ήξερα το γιατί. Ένοιωθε ότι είχε προδώσει την οικογένειά της, ότι είχε εξωτερικεύσει το μυστικό που την ταλαιπωρούσε.

Αυτό ήταν όπως το βλέπω σήμερα ένα δεύτερο σημείο καμπής στη θεραπεία και πολύ σημαντικό θεραπευτικό δίλημμα, το τί έπρεπε πια να κάνω εγώ για να βοηθήσω την Α. Θα έπρεπε να προσπαθήσω να διατηρήσω μία συμμαχία με το σύστημα (που διατηρούσε ασταθή/παθολογική ισορροπία) και τον τρόπο που λειτουργούσε έως τότε, περιμένοντας ενδεχομένως κάποιες μικρές ευκαιρίες για τις όποιες παρεμβάσεις μου ή έπρεπε να αντιπαρατεθώ στο οικογενειακό «παιχνίδι» έχοντας να αντιμετωπίσω το οικογενειακό συγκοίτιο;

Αυτό που επέλεξα ήταν με πολύ προσεκτικό και διακριτικό τρόπο, ανάλογο με το «ψιθύρισμα» της Α να αναπλαισιώσω ότι είχε συμβεί και να συμμαχήσω με τον υγιή εαυτό της.

Απέναντί μου είχα δύο πολύ προβληματικά άκρα. Από το ένα άκρο μία πολύ στενή, συμβιωτική, απαιτητική και παθολογική σχέση η οποία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διαταραχθεί. Από την άλλη, την ανάδειξη του προφανούς στον εξωτερικό παρατηρητή προβλήματος. Ότι δηλαδή η Β που είχε μεσολαβήσει για να ξεκινήσει η θεραπεία της Α ήταν αυτή που στην πραγματικότητα χρειαζόταν τη θεραπεία και που αν το έκανε αυτό, το πρόβλημα της Α ενδεχομένως να λυνόταν αυτοδικαίως (λαμβάνοντας πάντα υπ’όψιν τη διαρκή επιβάρυνση όλων των προηγούμενων ετών, αλλά και την εγωδυστονική αντίδραση της Α σε αυτή την κατάσταση με την εκδήλωση μίας  «αρρώστιας» όσο πιο ήπιας γινόταν, με ταυτόχρονη όμως  ανάπτυξη «ηχηρών» συμπτωμάτων άγχους).

Επέλεξα να προσπαθήσω να διαχωρήσω τα προβλήματα. Να βοηθήσω την Α να κατανοήσει τη σημασία των συμπτωμάτων της. Να την ενισχύσω στην προσπάθειά της στην καινούργια σχέση της και να αποσυνδέσω την παθολογία της αδερφής της από οποιαδήποτε πιθανότητα εμφάνισής της και στην ίδια. Αυτό το τελευταίο φάνηκε να την βοηθά σε μεγάλο βαθμό. Παρόλα αυτά η ίδια η θλίψη της για τις τρεις αυτές συνεδρίες δεν φάνηκε να μειώνεται. Είχε όμως πια κάποια από αυτά τα εργαλεία που χρειαζόταν. Σταδιακά η ψυχοθεραπεία σταμάτησε, με ένα τρόπο όχι προσυμφωνημένο. Τα ραντεβού αραίωσαν, και υπήρχε πια περιστασιακή επικοινωνία για μία έξαρση του άγχους εδώ μία μικρή προβληματική περίοδο εκεί. Η επικοινωνία μας παρέμενε κατά βάση τηλεφωνική και με τον καιρό αραίωσε περισσότερο, όμως η γενική αίσθηση ήταν αυτή μίας βελτιούμενης κατάστασης υπό φαρμακευτική αγωγή. Τελικά λίγο αργότερα η επικοινωνία μας διεκόπη πλήρως, για διάστημα περίπου ενός χρόνου.

Κάποια στιγμή η Α ζήτησε ένα νέο ραντεβού. Από τη μία πλευρά ανησύχησα, γιατί δεν ήξερα τι τροπή μπορεί να έχουν πάρει τα πράγματα. Από την άλλη χάρηκα, γιατί θεώρησα ότι η Α δεν είχε χάσει την εμπιστοσύνη της σε εμένα, παρόλο το μη δομημένο τρόπο διακοπής των συναντήσεών μας.

Ευτυχώς η ανησυχία μου κατευνάστηκε με τη συνάντησή μας. Η Α είχε ακολουθήσει εξαιρετική πορεία. Είχε εστιάσει στη σχέση της, όπως και η αδερφή της σε μία καινούργια σχέση (φίλο του συντρόφου της Α). Είχε μετακομίσει στο σπίτι του συντρόφου της σε μία περιοχή της Αθήνας αρκετά μακριά από το πατρικό της. Επισκεπτόταν συχνά τους δικούς της. Οδηγούσε μόνη της, έμενε άνετα μόνη της στο σπίτι, έκανε μόνη μπάνιο, είχε αρχίσει να νοιώθει πολύ πιο άνετα με τον εαυτό της. Οι φόβοι και τα άγχη της είχαν υποχωρήσει αρκετά, η ανάγκη του αγχολυτικού είχε πια ελαχιστοποιηθεί. Ήταν γλυκιά όπως πάντα, τώρα πια όμως αρκετά πιο χαρούμενη και γελαστή.

Κάποια στιγμή τη ρώτησα για εκείνες τις τρεις συνεδρίες μας. Μου απάντησε ότι είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ με την ανάδειξη του προβλήματος της αδερφής της και ότι χρειαζόταν χρόνο να μεταβολίσει αυτή τη στεναχώρια. Από εκείνη την εποχή η αδερφή της για κάποιο λόγο έπαψε να της μεταφέρει τις εμπειρίες της, έπαψαν πια να συζητούν γι’ αυτά. Ίσως να άφησε να εννοηθεί ότι εντωμεταξύ άλλαξε σταδιακά και η δική της στάση. Η Α δεν ήξερε αν υπήρχαν πιά ψευδαισθητικά βιώματα στη Β, αν είχε λάβει βοήθεια γι ΄αυτά ή όχι, φαινόταν να μην θέλει να ξέρει. Είχε πια αποφασίσει να προχωρήσει.

Αυτή η τελευταία μας συνάντηση μου δημιούργησε μία γλυκιά και ευχάριστη αίσθηση. Όπως τη νοηματοδοτώ εγώ,  ήταν μία αναμνηστική συνάντηση που η Α ήθελε να μοιραστεί την καλή εξέλιξη της πορείας της και να ολοκληρώσει ένα κύκλο. Προφανώς είχε νοιώσει το ενδιαφέρον μου και την προσπάθειά μου να τη βοηθήσω και ήθελε να το ανταποδώσει. Αυτό ήταν το  δικό της δώρο σ’ εμένα.-

Μοιραστείτε!

Θεραπευτικά διλήμματα

 

Ι. Η αρχη του τελους: Η ιστορια της Α.

 

BirdΘυμάμαι με πολύ θετικά συναισθήματα αυτή τη γυναίκα. Ήταν η πρώτη μου ασθενής κατά τη διάρκεια της ειδικότητας στην Ψυχιατρική. Δεν την θυμάμαι μόνο επειδή ήταν η πρώτη και εγώ φυσικά εξαιρετικά άπειρος. Η ιστορία της, στο κομμάτι που ενώθηκαν οι διαδρομές της ζωής μας με απασχόλησε πάρα πολύ και πάντα το μυαλό μου ανατρέχει σε αυτή όταν αντιμετωπίζω ένα άνθρωπο με αντίστοιχο πρόβλημα.

 Φυσικά το όνομά της που εδώ αναφέρεται με αρχικά είναι αλλαγμένο όπως και κάποια χαρακτηριστικά της ιστορία της, με σκοπό τη διατήρηση του απορρήτου.

 Η πρώτη επαφή με την Α. σου προκαλούσε ένα παράξενο συναίσθημα. Ήταν ευγενέστατη, πολύ ζωηρή, ομιλητική και αρχικά έδινε την εντύπωση ότι ήταν στο λάθος μέρος (σε μία από τις ψυχιατρικές κλινικές επειγόντων στο νοσοκομείο του Δαφνιού). Αυτό που όμως εξέπεμπε περισσότερο ήταν νεανικότητα. Είχε έντονα βαμμένα μαλλιά και πρόσωπο, φορούσε ένα κοντό φουστανάκι με βαθύ ντεκολτέ. Και παρουσίαζε άγχος, το οποίο προσπαθούσε να μην το δείχνει, κρατώντας στάση αναμονής. Μέχρι εδώ η εικόνα της δεν είχε κάτι το εξόφθαλμα παράξενο.

 Η ηλικία της όμως δεν ταίριαζε με την υπόλοιπη εικόνα. Ήταν 72, όμως δεν την έκανες για πάνω από 60. Έμοιαζε να δυσφορεί, και σίγουρα δεν καταλάβαινε το λόγο που ήταν στην κλινική. Πάνω απ’ όλα φαινόταν όμως ότι η νοσηλεία την εμπόδιζε από το να είναι κάπου αλλού.

 Βρέθηκα μαζί με τον διευθυντή μου να παρακολουθώ την πρώτη της συνέντευξη αξιολόγησης. Ήταν μία γυναίκα ευγενική, επιφυλακτική, που έλεγε ότι δεν είχε θέση στην κλινική. Υποστήριζε ότι έπρεπε να φύγει, ότι ο άντρας της που ήταν γιατρός και μάλιστα γνωστός την περίμενε για να διευθετήσουν κάποιες υποθέσεις, ενδεχομένως υποθέσεις του χωρισμού τους. Έπρεπε να μοιράσουν την περιουσία τους, έπρεπε να δουν τι θα γίνει με τα παιδιά τους.  Έπρεπε επειγόντως να πάει να τα συναντήσει τα δυο τους παιδιά, για να βοηθήσει την κόρη της που είχε κάνει πρόσφατα το δικό της παιδί. Κάθε τόσο ανέφερε και ένα περιστατικό από τη ζωή με το σύζυγο. Κάποια όμορφη βραδιά, μετά αναμνήσεις από κοινές στους εξόδους, από τον κοινωνικό τους κύκλο και το σεβασμό που απολάμβανε.

 Από τα συνοδευτικά έγγραφα και πληροφορίες της εισαγωγής προέκυπτε ότι δεν υπήρχε πια σύζυγος. Είχαν χωρίσει πολλά χρόνια πριν, και ήταν όντως ιατρός. Είχε μαζί του δύο παιδιά, και ένα από αυτά είχε κινήσει τη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας. Την είχαν βρει οι αστυνομικοί στο σπίτι της, σε συνθήκες άθλιας υγιεινής. Το σπίτι ήταν ρυπαρό. Τον τελευταίο καιρό η ΔΕΗ της είχε κόψει το ρεύμα, γιατί αδυνατούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς. Κάθε τόσο έβγαινε σε έξαλλη κατάσταση στο μπαλκόνι και έβριζε τους γείτονες. Τους κατηγορούσε ότι ήταν «βαλτοί» από το σύζυγο για να της σπάσουν τα νεύρα και να βγει το διαζύγιο υπέρ του.

 Το παράξενο ήταν ότι βλέποντας  αυτή τη γυναίκα έμπαινες στον πειρασμό να αμφισβητήσεις τις όποιες μαρτυρίες και να πιστέψεις την ίδια. Σε όλα της όμως τα λεγόμενα ο σύζυγος είχε δεσπόζουσα θέση, η καθήλωσή της σε αυτόν και σε οτιδήποτε τον αφορούσε ήταν προφανής. Στις αναφορές των παιδιών και των γειτόνων το ίδιο.

 Ψυχωτική συνδρομή ήταν η αρχική διάγνωση εργασίας που πρότεινε ο διευθυντής μου, και μου είπε ότι η Α. θα ήταν το πρώτο μου περιστατικό. Ξεκινήσαμε ταυτόχρονα την δέουσα φαρμακευτική αγωγή την οποία θα τροποποιούσαμε από κοινού με βάση την πορεία της.

 Μπορεί να ήμουν μεν άπειρος μεν, αλλά ταυτόχρονα ήμουν πολύ διαθέσιμος και με όρεξη. Το θεώρησα προσωπική πρόκληση αυτή η ασθενής να πάει καλά και προετοιμάστηκα έτσι όπως έπρεπε για να την αντιμετωπίσω. Την έβλεπα καθημερινά. Η ψυχοπαθολογία της είχε τελικά χαρακτήρα παραληρήματος. Δεν είχε άλλα συμπτώματα, όπως διαταραχές των αισθήσεων που είναι συχνές σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτή η κατάσταση είχε εξελιχθεί σε διάστημα πολλών ετών και είχε επιδεινωθεί τα τελευταία δύο έτη. Το θεραπευτικό μου πλάνο ήταν η αργή, σταδιακή τροποποίηση προς τα άνω της φαρμακευτικής αγωγής για να μην υπάρχουν ανεπιθύμητες ενέργειες και η καθημερινή επαφή.

 Την είχε πολύ ανάγκη αυτή την επαφή η Α., είχε μείνει πολύ καιρό μόνη της. Κάναμε μακρές συναντήσεις και με δυσκολία μπορούσα να την σταματήσω, να διακόψω τη συνάντηση. Έτσι πέρασε ο πρώτος μήνας. Και μετά ο δεύτερος. Ο δικός μου σχεδιασμός είχε ως σκοπό την σταδιακή αποδόμηση του παραληρήματος και ταυτόχρονα σε συνεννόηση με το γιό της την επισκευή του σπιτιού της στο οποίο θα επέστρεφε μετά την κλινική. Κατά τη διάρκεια του τρίτου μήνα της νοσηλείας της άρχισε να βελτιώνεται. Το παραλήρημα άρχισε να υφίεται, οι αναμνήσεις με το σύζυγο άρχισαν να γίνονται πιο αδύναμες, οι σχέσεις με τα παιδιά περιγράφονταν πιο ρεαλιστικά. Ο ύπνος της ήταν πια σταθερός, η λογόρροια είχε μειωθεί. Ήταν πιο συνεργάσιμη και δεκτική στους κανόνες της επαφής. Είχε αρχίσει να βγαίνει και μικρές βόλτες στον περίβολο, να πηγαίνει στο καφέ. Ήταν πάντα γλυκιά και ευγενική, ακόμα και όταν συνέβαιναν πράγματα που την έκαναν να δυσφορεί (ένα τμήμα ψυχιατρικών οξέων δεν είναι και το πιο εύκολο μέρος να διαμείνει κανείς για διάστημα τριών μηνών).

 Είχε όμως ταυτόχρονα χάσει αυτή την αρχική ζωντάνια της. Δεν βαφόταν πια, δεν ντυνόταν ελαφρά. Άρχισε σταδιακά να λέει ότι ένιωθε περισσότερη κούραση, ότι δεν είχε την ενέργεια που είχε πριν. Ήταν περισσότερο θλιμμένη, άρχισε να μη θυμάται τόσο καλά. Φυσικά η αγωγή άρχισε να μειώνεται, τα συμπτώματα αυτά δεν υποχωρούσαν όμως. Το παραλήρημα της πια δεν εκφραζόταν καθόλου. Πήρε εξιτήριο με διάγνωση παραληρητική διαταραχή και συνέχισε την παρακολούθηση στα εξωτερικά ιατρεία. Είχε μπει πια σε καταθλιπτική διαδικασία με κλινικά σημαντική συμπτωματολογία. Ζούσε με την κόρη της, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Δόθηκε αντικαταθλιπτική αγωγή, στην οποία δεν ανταποκρινόταν. Σύντομα έπαθε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμεινε για λίγο καιρό κλινήρης και μετά απεβίωσε. Τα παιδιά της μπήκαν στον κόπο να έρθουν στο νοσοκομείο να μας ενημερώσουν για την πορεία της υγείας της και να μας ευχαριστήσουν για τη βοήθεια που της δώσαμε. Ειλικρινά δεν ξέρω αν την βοηθήσαμε πραγματικά.

Αυτή η γυναίκα είχε περάσει πολύ δύσκολη συναισθηματικά ζωή. Είχε ένα πολύ κακοποιητικό και αδιάφορο σύζυγο, ο οποίος διατηρούσε και παράλληλες εξωσυζυγικές σχέσεις. Η Α. ενώ προηγούμενα ήταν εξωστρεφής, κοινωνική και κοκέτα, αναγκάστηκε να περιοριστεί στο σπίτι για να αναθρέψει τα παιδιά. Δεν είχε συγγενικό ή βοηθητικό περιβάλλον. Προσπάθησε μόνη. Όταν τα παιδιά ενηλικιώθηκαν [και το έργο της ανατροφής τους ολοκληρώθηκε], ο σύζυγος και επίσημα την αποδέσμευσε από τα συζυγικά της καθήκοντα, της ζήτησε διαζύγιο. Αυτή του την κίνηση η Α. δεν μπόρεσε ποτέ να την αποδεχτεί και άρχισε από τότε να οικοδομεί το παραλήρημά της, το παραλήρημα που της επέτρεψε να πορευτεί για πολλά πολλά χρόνια, χωρίς ποτέ να αντιμετωπίσει σε ψυχολογικό επίπεδο αυτή την τεράστια ψυχική σύγκρουση που στεκόταν εμπόδιο στο να νοηματοδοτήσει με λειτουργικό τρόπο τη ζωή της. Ζούσε σε ένα άνετο και εύπορο περιβάλλον, είχε τα παιδιά της που ενδιαφέρονταν γι΄ αυτήν και την αγαπούσαν, δεν είχε όμως αυτό που πραγματικά ήθελε η ίδια και αυτό ήταν ο σύζυγος της. Είχε με αυτόν  μία σχέση που είχε στηριχθεί σε ένα στρεβλό κατασκεύασμα. Η σχέση της είχε οικοδομηθεί σ’  ένα έρωτα που ήταν απ’ ότι φαινόταν χωρίς ανταπόκριση, οπότε έπρεπε να δομήσει η ίδια την ανταπόκριση μέσα στο μυαλό της. Και αυτή ήταν μεν η αρχή της παθολογίας της, αλλά ταυτόχρονα απετέλεσε και μία ισχυρή ζωοποιό δύναμη, που την βοηθούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να πορεύεται στη ζωή.

Με το πέρασμα του χρόνου δεν κατάφερε να οικοδομήσει βαθιές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, άρχισε λοιπόν να βυθίζεται περισσότερο στον εαυτό της, να απομονώνεται όλο και περισσότερο από τους γύρω, πράγμα που της επέτρεπε να ζει περισσότερο το φαντασιακό της έρωτα. Περίμενε κάποιο τηλέφωνο από το σύζυγο, φανταζόταν ότι του σιδέρωνε κάποιο ρούχο, ντυνόταν όμορφα για να τον περιμένει σε ένα φαντασιακό ραντεβού. Αυτός δεν ερχόταν, αυτή του θύμωνε, καμμιά φορά έβγαινε στο μπαλκόνι και τον κατηγορούσε. Βίωνε μόνη τη ζωή που φανταζόταν ότι θα ζούσε με τον άντρα της.

Η Α. ήταν μία αποφασιστική γυναίκα, ίσως μία ξεροκέφαλη γυναίκα θα έλεγε κανείς. Είχε αποφασίσει να ζήσει πάση θυσία αυτό που ονειρευόταν. Εμείς, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της προσπαθήσαμε να την επαναφέρουμε σε επαφή με την πραγματικότητα, την οποία όμως η ίδια δεν επιθυμούσε καθόλου. Με τη θεραπεία της αφαιρέσαμε κάτι δυσλειτουργικό μεν, σημαντικό για την ίδια δε και αυτό δεν καταφέραμε να το αντικαταστήσουμε. Η Α. βίωσε ένα τεράστιο κενό, έζησε την απώλεια που δεν είχε αποδεχθεί για πολλά χρόνια πριν. Έμεινε πιστή στον έρωτά της, δεν δέχτηκε να προχωρήσει μπροστά, να δεχτεί την τρυφερότητα των παιδιών της, τη χαρά της επαφής με τα εγγόνια της.

Θεραπεύσαμε το παραλήρημα της, δεν μπορέσαμε όμως να αντιμετωπίσουμε το νεανικό της έρωτα που αποδείχθηκε δυνατότερος του οποιουδήποτε θεραπευτικού σχήματος, έτσι έχω πια στο μυαλό μου την ιστορία της Α.

Από τότε έχω συναντήσει και άλλους ανθρώπους με αντίστοιχα προβλήματα, που πολλές φορές παρουσίασαν παρόμοια πορεία. Δεν έχω πια τον αρχικό ενθουσιασμό εκείνης της πρώτης φοράς [για την απλή εξάλειψη ενός παραληρήματος], δίνω όμως περισσότερη προσοχή στην ανθρώπινη επαφή και στη λειτουργία και το νόημα του συμπτώματος του ασθενούς.

Πως να τα βάλεις εξάλλου με τον έρωτα.-

 

Μοιραστείτε!

Αρνητικά συμπτώματα σχιζοφρένειας

Η σχιζοφρένεια είναι μία από τις συχνές και αρκετά σοβαρές παθήσεις ψυχικής υγείας και προσβάλει περίπου έναν στους εκατό ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Τα βασικά της συμπτώματα ανήκουν σε μία από τρεις κατηγορίες:

Η πρώτη κατηγορία είναι αυτή των θετικών συμπτωμάτων. Εδώ ανήκουν οι ψευδαισθήσεις (διαταραχές των αισθήσεων) και οι παραληρητικές ιδέες (πεποιθήσεις που μπορεί να έχει το άτομο και απέχουν από την πραγματικότητα).

Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή των αρνητικών συμπτωμάτων. Είναι συμπτώματα που δεν είναι “ηχηρά” αφού δεν προβάλλονται έντονα στο περιβάλλον του ασθενούς και πολλές φορές δεν γίνονται και αιτία κλινικής προσοχής. Περιλαμβάνουν την κοινωνική απόσυρση, την απάθεια, την έλλειψη της συναισθηματικής συμμετοχής, την άμβλυνση του συναισθήματος, τη φτωχή παραγωγή λόγου, τον άκαμπτο και στερεοτυπικό τρόπο σκέψης, τη δυσκολία στoν αφηρημένο τρόπο σκέψης.

Η τρίτη κατηγορία είναι αυτή των γνωστικών συμπτωμάτων. Περιλαμβάνει προβλήματα στη μνήμη, την προσοχή, την ταχύτητα επεξεργασίας και την απαρτίωση των επιμέρους ερεθισμάτων σε ένα λειτουργικό όλον.

Τα αρνητικά συμπτώματα οδηγούν σε σταδιακή απώλεια της λειτουργικότητας του ατόμου, σε απομόνωση και δυσκολία διεκδίκησης της καθημερινότητάς του. Τα ψυχιατρικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται έως σήμερα φαίνεται πως βοηθούν λίγο έως καθόλου στα αρνητικά και τα γνωστικά συμπτώματα. Για τα αρνητικά συμτπώματα, οι θεραπευτικές παρεμβάσεις που προσπαθούν να ανακόψουν και να αντιμετωπίσουν την εξέλιξή τους εστιάζονται κυρίως σε συνεχή προσπάθεια κινητοποίησης, δραστηριοποίησης, συμμετοχής σε ομάδες, συναισθηματικής έκφρασης. Για τα γνωστικά συμπτώματα οι προσπάθειες εστιάζονται σε εκπαιδευτικά προγράμματα γνωστικής επανόρθωσης που γίνονται με τη βοήθεια ασκήσεων σε χαρτί ή υπολογιστών.

Παρόλα αυτά, πολλές φορές η ανταπόκριση των ασθενών ακόμα και υπό αυτές τις “ιδανικές” συνθήκες είναι μειωμένη. Πολλές φορές μάλιστα οι ασθενείς βιώνουν αυτή την προσπάθεια κινητοποίησης τους με ένα τρόπο δυσφορικό, σα να πιέζονται να κάνουν πράγματα που ενώ για τους άλλους μπορεί να είναι δεδομένα, για τους ίδιους φαίνονται επίπονα και πάνω από τις δυνάμεις τους.

Μία πρόσφατη μελέτη που παρουσιάστηκε σε συνέδριο νευροψυχοφαρμακολογίας σημειώνει ότι ένα νέο υπό διερεύνηση φάρμακο, η cariprazine φαίνεται ότι παρουσιάζει αποτελεσματικότητα κυρίως στα αρνητικά συμπτώματα που αφορούν την προσωπική και κοινωνική λειτουργικότητα.

Είναι ένα σημαντικό δεδομένο στην θεραπευτική διαδικασία της σχιζοφρένειας όπου η φαρμακευτική αγωγή έχει σημαίνοντα ρόλο. Τα αρνητικά συμπτώματα είναι βασικός τομέας εστίασης της έρευνας και η ανάγκη επαρκέστερης αντιμετώπισής τους σημαντική. Τα αρνητικά συμπτώματα έχουν το ρόλο του σύγχρονου δισκοπότηρου για την σχιζοφρένεια. Περισσότερες μελέτες αντίστοιχου σχεδιασμού είναι απαραίτητες την επιβεβαίωση των πρώτων θετικών αποτελεσμάτων.

Μοιραστείτε!

Τα αισθήματα του θεραπευόμενου για το θεραπευτή

love traps Είναι συχνό για τους  θεραπευόμενους να τρέφουν  αισθήματα για τον  ψυχοθεραπευτή τους. Μερικοί  μπορεί να τον αγαπούν σαν  γονιό. Αισθάνονται  ασφαλείς  και προστατευμένοι. Τους  αρέσει που έχουν κάποιον που  τους φροντίζει,  που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και που δεν απαιτεί πολλά ως αντάλλαγμα.  Μερικοί άλλοι βλέπουν στο πρόσωπο του θεραπευτή ένα ιδανικό φίλο, ένα άτομο  που τους κατανοεί και δεν τους απορρίπτει. Κάποιοι άλλοι αναπτύσσουν ερωτικά και  ρομαντικά συναισθήματα για το θεραπευτή τους και φαντασιώνονται ακόμα και  σεξουαλική σχέση ή γάμο.

Αν ένας θεραπευόμενος αισθανθεί ότι μπορεί να έχει ξεκινήσει να ερωτεύεται το θεραπευτή του μπορεί να αρχίσει να αγχώνεται. Τα συναισθήματα αυτά όμως είναι κατανοητά, πολλές φορές δε, απολύτως αναμενόμενα. Οι θεραπευτές τείνουν να μην είναι επικριτικοί, είναι υπομονετικοί, καλοί ακροατές, δείχνουν να καταλαβαίνουν. Ξοδεύουν χρόνο και προσπάθεια να γνωρίσουν το θεραπευόμενο, να τον κατανοήσουν, να εστιάσουν στα καλά του στοιχεία.

Λόγω αυτού του τύπου της σχέσης (που εν πολλοίς είναι εκουσίως μονόδρομη) οι θεραπευτές τις περισσότερες φορές παρουσιάζονται εξαιρετικά υγιείς, σχεδόν ιδανικοί. Ποιος δεν θα επιζητούσε μία τέτοια σχέση; Ποιος δεν θα ήθελε ένα τέτοιο σύντροφο; Φαίνεται παράξενο που κάποιος θεραπευόμενος μπορεί να αξιολογήσει θετικά μία τέτοια σχέση και έπειτα να θέλει να την συνεχίσει και στο σπίτι του;

Για τους θεραπευόμενους μία σημαντική δύναμη που παίζει ρόλο σε αυτή τη διαδικασία είναι η μεταβίβαση. Μία θεραπευόμενη η οποία πάντα ένοιωθε αγνοημένη και απορριπτέα από τον πατέρα της αρχίζει να ερωτεύεται το θεραπευτή της, διότι την προσέχει πάρα πολύ και προσπαθεί να κατανοήσει τον εσωτερικό της κόσμο χωρίς να την κρίνει. Γι’αυτή τη γυναίκα λοιπόν η διαδικασία της ψυχοθεραπείας μετουσιώνεται στην αποδοχή και τη στήριξη που της έλειπε όλη της τη ζωή.

Η μεταβίβαση είναι μία διαδικασία κατά την οποία εκφράζονται στο πρόσωπο του ψυχοθεραπευτή ποικίλα συναισθήματα του θεραπευόμενου, που δεν δικαιολογούνται από την πραγματική σχέση προς τον ψυχοθεραπευτή, αλλά πηγάζουν από σχέσεις του παρελθόντος, από άλυτες συγκρούσεις με τους γονείς ή από ασυνείδητες επιθυμίες και τώρα τους δίνεται η ευκαιρία να αναζωογονηθούν σε μια νέα σχέση και να απευθυνθούν σε ένα νέο πρόσωπο.

Η μεταβίβαση παρουσιάζει μία σημαντική ευκαιρία στη θεραπεία. Είναι ένας πολύ ηχηρός τρόπος να καταδειχθούν αυτά τα προβλήματα  τα οποία πρέπει να δουλευτούν. Είναι τα ανολοκλήρωτα κομμάτια του ασθενούς, αυτά που τον εμποδίζουν να προχωρήσει προς την ωριμότητα.

Εφόσον οι θεραπευόμενοι ή οι θεραπευτές σταματούν πρόωρα τη θεραπεία, χάνουν μία σημαντική ευκαιρία: να εργαστούν αποτελεσματικά, να εκμεταλλευτούν τη θεραπευτική διαδικασία, να επιμείνουν πάνω στη έκφραση, την αποδοχή και τη νοηματοδότηση των συναισθημάτων τους.

Πως θα μπορούσε να λειτουργήσει ο θεραπευόμενος

Υπάρχει ο πειρασμός ο θεραπευόμενος να προσπαθήσει να να αγνοήσει  ή να απορρίψει τα συναισθήματά του. Είναι πειρασμός να σταματήσει τη θεραπεία. Ένας θεραπευόμενος που συνειδητοποιεί ότι τρέφει αισθήματα για το θεραπευτή του βρίσκεται σε μία θέση άβολη και αγχογόνο.

Είναι σημαντικό ο θεραπευόμενος να εκφράζει τα συναισθήματά του για το θεραπευτή. Αυτή μπορεί να είναι μία σημαντική στιγμή και για τους δύο, διότι αποκαλύπτεται ότι κάτι βαθύ βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της συναισθηματικής ζωής του θεραπευόμενου, κάτι το οποίο πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω.

Μία τέτοια συζήτηση μπορεί να φαίνεται αρχικά παράξενη, άβολη ίσως και ντροπιαστική ακόμα, αλλά μπορεί, εφόσον εξελιχθεί να αποδειχθεί βαθιά θεραπευτική. Ο θεραπευόμενος μπορεί να αρχίσει με μία φράση όπως, “θα ήθελα να μιλήσουμε για εμάς¨ ή  “Νιώθω συναισθήματα για εσάς που με κάνουν να μην αισθάνομαι άνετα.”

Ένας καλός θεραπευτής θα ξέρει πως να αντιμετωπίσει μία τέτοια κατάσταση. Οι  περισσότεροι θεραπευτές πρέπει και είναι εκπαιδευμένοι να ανταποκρίνονται σε εξομολογήσεις και συναισθήματα που έχουν να κάνουν με την αγάπη, τον έρωτα και την τρυφερότητα.

Πάντα ο θεραπευτής πρέπει να βοηθά τον θεραπευόμενο να εξερευνήσει αυτές τις επιθυμίες και τα συναισθήματα από τα οποία προέρχονται. Συχνά οι επιθυμίες αυτές είναι εκφάνσεις βιωμένου πόνου, ψυχικού τραύματος ή πρόωρης απώλειας σημαντικού άλλου κατά την παιδική ηλικία. Όταν ο θεραπευόμενος κατανοεί την προηγούμενη ιστορία αυτών των γεγονότων, την επίδρασή τους στη ζωή του και τα αποτελέσματά τους, το ερωτικό συναίσθημα συνήθως υφίεται και συνήθως σταδιακά αντικαθίσταται από μία διαδικασία εσωτερικής επίγνωσης και έπειτα αλλαγής.

Είναι σημαντικό να προσπαθεί να διερευνήσει και να κατανοήσει κανείς τις ρίζες αυτών των συναισθημάτων, το γιατί προκύπτουν τόσο ισχυρά τη συγκεκριμένη στιγμή στο παρόν, το πως αφορούν την ιστορία του θεραπευόμενου και τις περιστάσεις της στιγμής. Ο θεραπευόμενος πενθεί το γεγονός πως οι ανάγκες του δεν έχουν ακόμα καλυφθεί και δεν αντιμετωπίζονται στο παρόν. Ο θεραπευτής δημιουργεί μαζί με το θεραπευόμενο ένα πλάνο για το πως θα αντιμετωπιστούν με υγιή τρόπο.

Με άλλα λόγια, διερευνάται το γιατί ο θεραπευόμενος νιώθει τα συγκεκριμένα συναισθήματα για το θεραπευτή, το αν έχει νιώσει αντίστοιχα στο παρελθόν και το πως μπορεί να λάβει αυτό που ζητά με υγιή τρόπο αφού ο θεραπευτής δεν αποτελεί διαθέσιμη επιλογή.

Τι θα ήταν καλό να αποφύγει ο θεραπευόμενος

Ο θεραπευόμενος σε κάθε περίπτωση είναι καλό να αποφύγει την εκδραμάτιση. Είναι καλό δηλαδή να αποφύγει την πραγματοποίηση των συναισθήματων του και τη σύναψη ερωτικής ή φιλικής σχέσης με το θεραπευτή του, ακόμα και μετά από σημαντικό χρονικό διάστημα της ολοκλήρωσης της θεραπείας. Ακόμα όμως και αν αυτό συμβεί, ακόμα και αν ο θεραπευόμενος προσπαθήσει να πραγματοποιήσει τους μύχιους πόθους του, ο θεραπευτής έχει την ευθύνη να μην ξεπερνά ποτέ αυτή τη νοητή γραμμή της επαφής έξω από το θεραπευτικό πλαίσιο.

Η άσχημη αντίδραση του θεραπευτή

Δυστυχώς κάποιες φορές όταν κανείς μοιράζεται τα συναισθήματά του μπορεί να αντιμετωπίσει άσχημη αντίδραση. Οι λόγοι γι’αυτό είναι ποικίλοι. Μπορεί ο θεραπευτής να είναι εκπαιδευμένος σε κάποια συγκεκριμένη τεχνική, αλλά όχι στο να αντιμετωπίζει θέματα συναισθηματικής φύσεως με το θεραπευόμενό του. Μπορεί να μην έχει πραγματοποιήσει προσωπική θεραπεία ώστε να βοηθηθεί στην αντιμετώπιση των δικών του συναισθημάτων και να βοηθηθεί στην αποφυγή της απλής αντιδραστικότητας εκ μέρους του (ανεπεξέργαστης αντίδρασης στα συναισθήματα ή συμπεριφορά του θεραπευόμενου). Ή μπορεί η αποκάλυψη εκ μέρους του θεραπευόμενου να διακινεί κάποια προσωπική συναισθηματική χορδή, κάποιο σημαντικό προσωπικό γεγονός το οποία αντιμετωπίζει κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Τέλος, μπορεί να εκλωβίζεται και ο ίδιος σε αντίστοιχη θέση με αυτή του θεραπευόμενου (να αισθάνεται, ερωτική έλξη προς αυτόν) και η αντίδρασή του να είναι μία βεβιασμένη προσπάθεια αποφυγής μίας ευαίσθητης περιοχής επικοινωνίας που δυσκολεύεται να διαχειριστεί.

Ανεξάρτητα από την αιτία, μία άσχημη αντίδραση εκ μέρους του θεραπευτή αφορά περισσότερο τον ίδιο, παρά το θεραπευόμενο.

Το να εκφράζει κανείς τα συναισθήματά του, το θυμό, την οργή, την ευγνωμοσύνη, ή τον έρωτά του για το θεραπευτή και ο θεραπευτής του να μην μπορεί να τα υποδεχθεί και να τα επεξεργαστεί μαζί με το θεραπευόμενό του είναι κεφαλαιώδες πρόβλημα για τη θεραπεία. Είναι σα να εμπιστεύεται κανείς τη ζωή του σε ένα χειρουργό που δεν αντέχει το αίμα. Η άμεση, η καθαρή επικοινωνία είναι σημείο κλειδί. Οι θεραπευόμενοι πρέπει να ενισχύονται να εκφράζουν τα πάντα: τις πιο παράξενες σκέψεις,τα πιο εσωτερικά συναισθήματα που μπορεί να έχουν. Το γεγονός ότι μπορεί να θέλουν να χτυπήσουν ή να αγκαλιάσουν το θεραπευτή τους, να τον πλησιάσουν ή να απομακρυνθούν από αυτόν. Αυτά τα συναισθήματα, οι ιδέες και οι παρορμήσεις είναι που επηρεάζουν τους ανθρώπους και η έκφραση, η νοηματοδότησή τους, η αποδοχή τους και η αναπλαισίωσή τους είναι αυτό που κάνει τη θεραπεία να είναι αποτελεσματική και εξελισσόμενη.

 

 

Μοιραστείτε!

Το Ψυχιατρικό στίγμα και η ανάγκη της φαρμακευτικής αγωγής

Ο καθdifferentένας μας έχει τη δική του εικόνα για την Ψυχική νόσο. Για τους  περισσότερους,  η  ψυχική νόσος αντιπροσωπεύεται από εκείνο το  παράξενο παιδί στο χωριό που έτρεχε συνέχεια και χωρίς λόγο,  ταυτίζεται με εκείνη την κυρία που λέει όλη την ώρα παράξενα  πράγματα, σχετίζεται με τον άλλο κύριο, που έχει εκείνο το  φοβιστικό  βλέμμα, «αποκαλύπτεται» με ρεπορτάζ της τηλεόρασης τα οποία μιλάνε  (ή μιλούσαν) για ψυχιατρεία-φυλακές-τρώγλες, από περιστατικά που  έρχονται στο φως της δημοσιότητας (τύπου Κωσταλέξι) ή με ταινίες- θρίλερ που έχουν ως πρωταγωνιστή κάποιο ψυχικά διαταραγμένο άτομο. Πολλές από αυτές τις εικόνες προκαλούν απέχθεια, φόβο και επιφυλακτικότητα. Ὀμως είναι αναμφισβήτητα  εικόνες  που συνδέονται με τα βιώματά μας  ακόμα και αν αντιπροσωπεύουν εν πολλοίς εικόνες του παρελθόντος. Αυτές οι εικόνες, ακόμα και αν τις συναντούμε κάποιες φορές στη σύγχρονη πραγματικότητα δεν συνιστούν αντικειμενική αποτύπωση της ψυχικής νόσου, αλλά αποτελούν κομμάτι της και μάλιστα μικρό.

 

Όταν ένας ασθενής περνά την πόρτα του ιατρείου, δεν πρέπει μόνο να εντοπιστεί, να αξιολογηθεί, να περιγραφεί και αντιμετωπιστεί το πρόβλημά του. Πρέπει οπωσδήποτε από την αρχή ακόμα της επαφής να διερευνηθεί και η εικόνα που έχει για την ψυχική νόσο. Πρέπει να εντοπιστούν οι δυσπροσαρμοστικές του πεποιθήσεις, οι εμπειρίες, οι «ταμπέλες» και τα κλισέ που τριγυρνούν στο μυαλό του, ο φόβος και το άγχος της σύγκρισης του προσωπικού του προβλήματος  με το πρόβλημα του γνωστού, του γείτονα ή του συγγενή που είναι ασθενής ψυχικά και με τον οποίο συγκρίνεται. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναγνωστεί τουλάχιστον η κυρίαρχη εικόνα που έχει για τη ψυχική νόσο εν γένει.

Μετά την ολοκλήρωση του διερευνητικού κομματιού, έρχεται το κομμάτι της θεραπείας. Αυτή μπορεί να είναι μιλώντας με γενικούς όρους, είτε η φαρμακοθεραπεία ή η ψυχοθεραπεία με τις ποικίλες της εκφάνσεις. Το κομμάτι της φαρμακοθεραπείας είναι αυτό που κατεξοχήν δημιουργεί συνήθως στους ασθενείς την μεγαλύτερη δυσφορία-ανησυχία.

Τρείς είναι οι κύριοι λόγοι που συνήθως συμβαίνει αυτό:

Ο πρώτος είναι ότι μερικές φορές η ψυχική νόσος συνοδεύεται από μειωμένη εναισθησία. Εναισθησία είναι η δυνατότητα που έχει ένας άνθρωπος να καταλαβαίνει ότι πάσχει σε ψυχικό επίπεδο. Μπορεί η νόσος του να είναι φανερή στους γύρω, αλλά όχι στον ίδιο. Αυτό είναι συχνό φαινόμενο στις ψυχωτικές διαταραχές και στη διπολικότητα, ειδικά όταν η διάθεση είναι αυξημένη (άνω πόλος, υπομανία-μανία). Ο ασθενής λοιπόν δεν καταλαβαίνει ότι πάσχει, άρα δεν καταλαβαίνει ότι πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό. Ή δεν καταλαβαίνει με ποιο τρόπο μπορεί να τον βοηθήσει η ψυχιατρική αγωγή. Κάποιες φορές μάλιστα πιστεύει ότι η φαρμακευτική αγωγή είναι και μέρος του προβλήματός του και την αποφεύγει πάση θυσία. Βιώνει λοιπόν τη φαρμακευτική αγωγή ως κίνδυνο (σε ψυχωτικές διαταραχές κυρίως) ή ως άχρηστη επιβάρυνση (στην υπομανία-μανία που αισθάνεται καλά. Ποιος άνθρωπος που αισθάνεται καλά θέλει να λάβει φάρμακο;)

Ο δεύτερος λόγος είναι η προσωπική προτίμηση. Υπάρχει μία μερίδα ασθενών που δεν θέλουν να λαμβάνουν οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή. Συνδέουν ενδεχομένως την αγωγή με την αίσθηση της προσωπικής φθοράς και αδυναμίας και σιχαίνονται την πιθανότητα της αποδοχής σε ψυχικό επίπεδο ότι μπορεί να βρεθούν σε μία κατάσταση όπου θα πρέπει να βοηθηθούν από εξωτερικό παράγοντα, (τουλάχιστον για προβλήματα που μπορεί να διαρκούν). Ο εξωτερικός παράγοντας-φάρμακο που μπορεί να βοηθήσει βιώνεται εδώ ως απόδειξη-υπενθύμιση της φθαρτότητας του εγώ και ως τέτοιος απορρίπτεται. Εξάλλου, η ψυχιατρική αγωγή είναι αγωγή κατ’ εξοχήν μακρά (διάστημα μηνών τουλάχιστον) στις περισσότερες των περιπτώσεων, για να μπορεί ο ασθενής να βιώνει τα διαρκή θετικά της αποτελέσματα, εξ’ ου και η δυσφορία στην αποδοχή της.

Ο τρίτος βασικός λόγος είναι το ψυχιατρικό στίγμα. Πολλοί ασθενείς φοβούνται και στην παραμικρή πιθανότητα φαρμακευτικής αγωγής (αναφερόμαστε σε ασθενείς που δεν παρουσιάζουν μειωμένη εναισθησία). Αυτοί έχουν αισθανθεί ότι το πρόβλημα που βιώνουν εντοπίζεται στην ψυχική σφαίρα. Από τη μία πλευρά είναι διατεθειμένοι να συνεχίσουν να ταλαιπωρούνται, να βιώνουν δυσλειτουργία και δυσφορία (λόγω του φόβου της στιγματοποίησης), από την άλλη όμως νιώθουν αρκετά απελπισμένοι και γι’ αυτό απευθύνονται σε γιατρό. Η θέση που έχουν περιπέσει είναι θέση έντονης αμφιβουλησίας-αμφιθυμίας. Πιθανόν να έχουν πραγματοποιήσει μία πρώτη απόπειρα ψυχοθεραπείας, που όμως δεν τους βοήθησε επαρκώς (δεν είχαν τα αποτελέσματα που θα επιθυμούσαν).

Εύλογα αναρωτιέται τότε κανείς, μα τί ζητούν από το γιατρό; Ζητούν την ανακούφιση, αυτό είναι το μόνο βέβαιο, ενδεχομένως ανακούφιση με ένα τρόπο μαγικό, με μία λύση χωρίς κόστος. Το κόστος που δεν είναι έτοιμοι να αναλάβουν φαίνεται στην ανησυχία που δείχνουν όταν προτείνεται μία φαρμακευτική αγωγή. Σε αυτή την περίπτωση, το κριτήριο της συναίνεσης στην αγωγή μπορεί να είναι «η βαρύτητα» της.  Το φάρμακο είναι αποδεκτό εφόσον είναι κάτι «ελαφρύ». Σαν αυτό «της γειτόνισσας» που το παίρνει και είναι περδίκι. Ενδεχομένως μάλιστα να είναι ένα φάρμακο που να είναι «φυτικό», να μην δημιουργεί κανένα «πρόβλημα», ή να μπορεί κανείς να το λαμβάνει κατά βούληση περιστασιακά και να είναι αποτελεσματικό ως λύση κατά περίσταση.

Το φάρμακο «της γειτόνισσας», είναι κατά πάσα πιθανότητα ένα αγχολυτικό, σπανιότερα ένα αντικαταθλιπτικό. Μπορεί να το έχει συνταγογραφήσει ο παθολόγος ή ο οικογενειακός-γενικός ιατρός.  Άρα, σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης του ασθενούς, αφού το γράφει ο παθολόγος δεν είναι ψυχιατρικό, άρα δεν υπάρχει το άγχος της ταμπέλας.

Εδώ, η κυρίαρχη ιδέα στον άνθρωπο που επηρεάζεται από το φόβο του ψυχιατρικού στίγματος είναι ότι η φαρμακευτική κατηγορία του φαρμάκου καθορίζεται από το ποιος το συνταγογραφεί  και όχι από τον τρόπο λειτουργίας, το περιβάλλον δράσης του ίδιου του φαρμάκου και τα φαρμακολογικά του χαρακτηριστικά. Στην ίδια κατηγορία εμπίπτει και η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής από το φαρμακοποιό (όποτε και εφόσον αυτός υποκύπτει σε αυτό το ατόπημα), που μπορεί να χορηγήσει ένα αγχολυτικό, αλλά συνήθως «ήπιο» ή κάποιο φυτικό προϊόν. Δηλαδή αφού το έδωσε ο φαρμακοποιός για «ελαφρύ» πρέπει να είναι και έτσι.

Η αλήθεια όμως είναι ότι τα φάρμακα ανεξαρτήτως θεραπευτικής κατηγορίας δεν κατηγοριοποιούνται ποτέ σε «βαριά» και σε «ήπια-ελαφριά» (Μερικές φορές όμως χαρακτηρίζονται ως τέτοια και από συναδέλφους γιατρούς, για να πειστεί να τα λάβει εύκολα και γρήγορα ο ασθενής- με αποτέλεσμα να δημιουργούνται όμως έτσι εσφαλμένες πεποιθήσεις). Τα ψυχιατρικά φάρμακα (και γενικότερα τα φάρμακα) χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ή μικρότερη αποτελεσματικότητα στο πρόβλημα για το οποίο θα κληθούν να δράσουν. Κάθε ένα από αυτά έχει ιδιαίτερο προφίλ ενδεχόμενων ανεπιθύμητων ενεργειών, που δεν διαφέρουν όμως σημαντικά από τις ανεπιθύμητες ενέργειες οποιοδήποτε άλλων φαρμάκων στην ιατρική (ίσως μάλιστα κάποιες φορές τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ευρέως από την Ψυχιατρική να είναι και καλύτερα ανεκτά από άλλα). Τέλος, κάθε φάρμακο έχει ένα δοσολογικό εύρος στο οποίο παρουσιάζει τα βέλτιστα αποτελέσματα.

 

Ο προσδιορισμός ενός φαρμάκου ως «ελαφρού» ουσιαστικά αντιπροσωπεύει περισσότερο την επιθυμία του πάσχοντος.  Είναι η επιθυμία  ταύτισης του φαρμάκου με μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και κατ’ επέκταση αφορά στην επιθυμία του ασθενούς να ανήκει σε αυτή την ομάδα. Τα «ελαφριά» φάρμακα δίνονται στα «ελαφριά» προβλήματα (το είδος που ελπίζει πως παρουσιάζει ο ασθενής) και τα «βαριά» φάρμακα στα «βαριά» προβλήματα- με τα οποία ο ασθενής έχει έρθει σε επαφή συνήθως με τραυματικό τρόπο μέσω φημών, τηλεόρασης, σινεμά και αστικών μύθων που προαναφέρθηκαν. Ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να του συστήσουν κάποια αγωγή που κατά τη γνώμη του απευθύνεται σε κάτι «βαρύ», αφού αυτό θα σήμαινε πως θα έπρεπε να αποδεχτεί ότι το πρόβλημά του έχει σημαντική βαρύτητα-πιθανόν λοιπόν να τον απειλεί. Πολλοί άνθρωποι δεν διανοούνται να αποδεχτούν πως πάσχουν από καρκίνο, ενώ είναι προετοιμασμένοι να ακούσουν πως ο οργανισμός έχει παρουσιάσει μία ασαφή «φλεγμονή» που θα σημαίνει ταλαιπωρία  μεν, δυνητική ίαση δε. Υποβαθμίζουν έτσι το πρόβλημα τους, με την ελπίδα πως θα είναι αντιμετωπίσιμο. Κάποιες φορές εναποθέτουν τη θεραπεία τους στους άλλους (συγγενείς και ιατρούς),  κάποιες άλλες φορές όμως στο πλαίσιο της υποβάθμισης της βαρύτητας του προβλήματος το παραμελούν, με αποτέλεσμα αυτό να αφήνεται να εξελίσσεται.

Πολλές φορές, ένας εν δυνάμει ψυχικά ασθενής (αυτός που μέχρι πρότινος δεν έχει λάβει ποτέ υπηρεσίες ψυχικές υγείας) συνδυάζει την ανησυχητική-προβληματική εξωτερική εικόνα που μπορεί να παρουσιάζει ένας defacto ψυχικά ασθενής (που είναι αυτός που λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή-σύμφωνα με το σκεπτικό του εν δυνάμει ασθενή) με την ψυχιατρική αγωγή. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι αυτό που παρατηρεί ΔΕΝ είναι απαραίτητα το αποτέλεσμα της φαρμακευτικής αγωγής.

Οι παράγοντες που έχουν εδώ σημαντικό ρόλο είναι πολλοί. Τις περισσότερες φορές η εξωτερική εικόνα του ψυχικά ασθενούς είναι η εικόνα της ελλιπούς θεραπείας της ψυχικής νόσου. Είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που τα συμπτώματα από τη ψυχική σφαίρα είναι υποθεραπευμένα. Που ζουν σε εξαιρετικά αρνητικά και τραυματικά περιβάλλοντα.  Ή είναι η εικόνα ανθρώπων χρονίως πασχόντων που δεν έλαβαν ποτέ αγωγή ή που την έλαβαν με υστέρηση πολλών ετών, με αποτέλεσμα το πρόβλημά τους να έχει παγιωθεί. Εναλλακτικά, μπορεί να είναι εικόνα ανθρώπων  που κάνουν κακή χρήση της αγωγής, που τη λαμβάνουν υποδοσολογημένα, περιστασιακά, χαοτικά, ή σε δόσεις πέραν του πρέποντος. Κάποιες φορές είναι η εικόνα ανθρώπων  με πολλά και σημαντικά συνοδά οργανικά προβλήματα που επηρεάζουν  λειτουργικά και δομικά τον εγκέφαλο με τρόπους που δεν γίνεται απλά να αναιρεθούν με τη χορήγηση κάποιου φαρμάκου. Ή τέλος είναι εικόνα ανθρώπων που λόγω κακής  διαγνωστικής-θεραπευτικής επιλογής δεν έχουν λάβει τη βέλτιστη διάγνωση ή τη σωστή φαρμακευτική αγωγή (κάτι που φυσικά μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ιατρική ειδικότητα).

Κάποιες φορές, με βαριά καρδιά ομολογουμένως ένας ασθενής δέχεται να λάβει φαρμακευτική αγωγή με σημαντική όμως αρνητική προσδοκία. Αυτό το γεγονός έχει μεγάλη κλινική σημασία. Από τις κλινικές μελέτες, για την κυκλοφορία ενός φαρμάκου, αναγνωρίζεται το φαινόμενο του placebo (δηλ. του εικονικού φαρμάκου). Για να κυκλοφορήσει ένα φάρμακο, πρέπει να τεκμηριώσει καταρχάς την ασφάλειά του. Αφού αυτό γίνει, πρέπει έπειτα να τεκμηριώσει και την αποτελεσματικότητά του. Αυτό πολλές φορές γίνεται μέσω της σύγκρισής του με ένα άλλο καθιερωμένο φάρμακο της ίδιας κατηγορίας, πιο συχνά όμως με τη σύγκριση με ένα εικονικό φάρμακο. Ένα φάρμακο δηλαδή που δεν έχει δραστικό συστατικό, είναι μόνο ζάχαρη ή άμυλο ή κάποιο άλλο έκδοχο και έχει την ίδια όψη με το υπο εξέταση φάρμακο.

Για να κυκλοφορήσει λοιπόν το φάρμακο (το πραγματικό), πρέπει να παρουσιάζει σημαντική διαφορά στην αποτελεσματικότητα σε σχέση με το placebo. Μέχρι εδώ όλα είναι καλά και αναμενόμενα. Το «παράξενο» είναι όμως ότι βελτίωση (μικρότερη όμως) παρουσιάζει και ο ασθενής που παίρνει και το εικονικό φάρμακο (χωρίς να το ξέρει). Άρα, συμπεραίνουμε ότι στη βελτίωση του ρόλο παίζουν και άλλοι παράγοντες (προφανώς  ψυχολογικοί). Η θετική του προσδοκία, (ότι πραγματικά θα βελτιωθεί με την αγωγή) τον οδηγούν τελικά σε βελτίωση (δεν ισχύει αυτό για όλες τις νόσους, βέβαια, ενώ η βελτίωση συνήθως είναι παροδική με το placebo).

Δυστυχώς όμως υπάρχει κάποιες φορές και η αντίθετη διαπίστωση. Ότι ο  άνθρωπος που λαμβάνει αγωγή με αρνητική όμως προσδοκία, παρουσιάζει ενδεχομένως αυξημένες ανεπιθύμητες ενέργειες (φαινόμενο nocebo).

Ο ασθενής λοιπόν που λαμβάνει αγωγή, νιώθοντας όμως και αρνητικά γι’ αυτήν (λόγω στίγματος), ενδεχομένως να δημιουργεί για τον εαυτό του μερικές φορές μία κυρίαρχη αφήγηση που παίρνει τη μορφή αυτοεκπληρούμενης προφητείας, στην οποία έχει την τάση να αυτοεγκλωβίζεται .Συνήθως λαμβάνει την αγωγή απλά και μόνο επειδή του το λέει ο γιατρός ενώ ο ίδιος δεν πιστεύει ότι πραγματικά θα βοηθηθεί. Μπορεί λοιπόν μέσω του φαινομένου nocebo να παρουσιάζει περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες ή να δίνει περισσότερη σημασία ακόμα και στην παραμικρή ενόχληση, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η δυσφορία που έτσι κι αλλιώς βιώνει (λόγω του αυξημένου ψυχικού του φορτίου).

Κάποιες φορές, ο ασθενής για συστεμικούς λόγους αναγκάζεται να λαμβάνει αγωγή, χωρίς όμως να την αποδέχεται πλήρως. Μπορεί να του το «επιβάλλει» η οικογένειά του, το γεγονός ότι νοσηλεύεται για το πρόβλημά του, το γεγονός ότι βλέπει βελτίωση στην καθημερινότητά του.  Αυτός ο ασθενής (ειδικά αν είναι νέος) πολλές φορές δυσκολεύεται να συντηρήσει τη λήψη της αγωγής, παρόλο που αναγνωρίζει την αξία της. Και εδώ το στίγμα έχει θεμελιώδη ρόλο. Τα ερωτήματα που διατυπώνει καίρια: «δεν μπορώ να βγω έξω και να πιώ ποτό με τους φίλους μου», «ποιος/ποια θα κάνει σχέση μαζί μου αν μάθει ότι παίρνω φάρμακα», «αυτό θα είναι το μέλλον μου», κ.ο.κ. Ο ασθενής αυτός εκείνη τη στιγμή βιώνει μία σημαντική ψυχική σύγκρουση. Αποδέχεται (έστω και μερικά) την ωφέλεια από τη βοήθεια που λαμβάνει, είναι όμως πολλές φορές έτοιμος να «θυσιαστεί» στο βωμό της γνώμης των άλλων, καταδικάζοντας πολλές φορές τον εαυτό του στην καταπίεση της στιγματοποίησης από ανθρώπους που έτσι κι αλλιώς μπορεί να τον απορρίψουν και να τον απομακρύνουν .

Η διόρθωση δυσπροσαρμοστικών αντιλήψεων είναι ένα σημαντικό κομμάτι της θεραπευτικής της ψυχικής νόσου. Ο άνθρωπος που νοσεί ψυχικά, πολλές φορές είναι απελπισμένος, μπερδεμένος και επιβαρυμένος. Έχει ανάγκη βοήθειας και συχνά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και επικίνδυνων πρακτικών. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις ακόμα και νεαρών ανθρώπων, που στο φόβο της στιγματοποίησης εμπιστεύονται εαυτούς σε απίθανους τύπους που τους χορηγούν «αυτοσχέδια» φάρμακα τα οποία φέρουν την υπόσχεση του «αποτελεσματικού» και του «φυσικού». Αυτές οι πρακτικές είτε δεν είναι αποτελεσματικές ή χειρότερα μπορεί  και να έχουν επιβαρυντικά αποτελέσματα.

Είναι σημαντικό η θεραπευτική αντιμετώπιση να διεξάγεται με όρους συνεργασίας και είναι θεμελιώδους αξίας η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην (όποια) θεραπεία (φαρμακευτική ή άλλη). Αυτής που έχει χαθεί από τον ψυχικά πάσχοντα και που εμπεριέχει την ανησυχία του για το αν θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, για το αν πρόβλημά του θα γίνει σεβαστό, για το αν θα του στερηθεί η αξιοπρέπειά του και για το αν θα στιγματοποιηθεί. Και το κυριότερο για τους όρους της εκπλήρωσης της επιθυμίας του, να βρει βοήθεια και ανακούφιση.-

Μοιραστείτε!