Σε ένα κείμενο του Robert Burton, που αποτελεί σημείο αναφοράς για την Ψυχιατρική και τη λογοτεχνία, την “Ανατομία της μελαγχολίας”, γραμμένο το 1628, σε κάποιο σημείο αναφέρεται (σε ελεύθερη μετάφραση): “ Δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να χαρακτηριστεί ευτυχία, υπάρχουν μόνο ηπιότερες αποχρώσεις της μελαγχολίας…” Ουσιαστικά, σε αυτή τη φράση βρίσκεται συμπυκνωμένο και αποτυπώνεται το νόημα της δυσθυμίας.
Με τη σταδιακή δημιουργία εξωτερικών ψυχιατρικών ιατρείων και ιδιωτικών ιατρείων, (παλαιότερα η Ψυχιατρική ασκούταν κυρίως σε Νοσοκομεία ή κλειστές δομές όπως ήταν τα άσυλα) οι Ψυχίατροι άρχισαν να αξιολογούν και να θεραπεύουν σταδιακά όλο και περισσότερους ασθενείς με ηπιότερη ψυχοπαθολογία.
Η κατάθλιψη αυτών των ασθενών δεν φαινόταν να είναι πολύ διαφορετική από το ταμπεραμέντο ή το χαρακτήρα τους, με άλλα λόγια η ηπιότερη αυτή κατάθλιψη δεν φαινόταν να αποτελεί κάτι άλλο από τη συνηθισμένη τους συναισθηματική κατάσταση.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν παρουσίαζαν σημαντικά ψυχοκινητικά, ψυχωτικά & αυτονομικά συμπτώματα. Δηλαδή δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία, δεν παρουσίαζαν παραισθήσεις ή ιδιαίτερες διαταραχές της σκέψης, δεν εμφάνιζαν ιδιαίτερα έντονα την τάση να κοιμούνται όλη την ημέρα, να νοιώθουν εξαιρετικά αδύναμοι ή να βιώνουν σημαντικές αλλαγές στην όρεξή τους για φαγητό ή στη δυνατότητά τους να εργαστούν και να λειτουργήσουν. Αυτοί οι ασθενείς αρχικά χαρακτηρίστηκαν νευρωτικοί–καταθλιπτικοί (neurotic depressives)
Το 1990, ο H. Akiskal, ένας πολύ σημαντικός Ψυχίατρος που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με αυτά τα συναισθηματικά προβλήματα πρότεινε στην Ψυχιατρική κοινότητα το διαχωρισμό της δυσθυμίας σε 2 ομάδες:
Η πρώτη ομάδα ονομάστηκε διαταραχή του χαρακτηριολογικού φάσματος. Αυτή περιελάμβανε άτομα που εμφάνιζαν δυσθυμία, αλλά μαζί με αυτή και διαταραχές της προσωπικότητας, εξαρτήσεις (ναρκωτικά, αλκοόλ), περισσότερα καταθλιπτικά συμπτώματα και όχι καλή ανταπόκριση στη φαρμακοθεραπεία.
Η δεύτερη ομάδα ονομάστηκε υποουδική συναισθηματική δυσθυμία. Αυτή ήταν μία χρόνια πρωτοπαθής διαταραχή της διάθεσης, με καλή ανταπόκριση στη φαρμακοθεραπεία, συχνά θετικό οικογενειακό ιστορικό διαταραχών της διάθεσης και με ήπια σχετικά καταθλιπτικά συμπτώματα.
Στις μέρες μας, σύμφωνα τουλάχιστον με το ταξινομητικό σύστημα της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας ή δυσθυμία ονομάζεται εμμένουσα καταθλιπτική διαταραχή και για να γίνει η διάγνωσή της πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια (για λόγους απλότητας περιλαμβάνονται εδώ περιληπτικά και μόνο τα σημαντικότερα):
A. Μειωμένη διάθεση για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, για το μεγαλύτερο διάστημα, είτε μέσω υποκειμενικής αναφοράς ή με παρατήρηση από τρίτους, για τουλάχιστον 2 έτη.
(Σημείωση: στα παιδιά και τους εφήβους, η διάθεση μπορεί να έχει ευερεθιστότητα και η διάρκεια πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 έτος)
B. Παρουσία, σε μειωμένη διάθεση, δύο (ή περισσοτέρων) από :
(1) μειωμένη όρεξη ή υπερφαγία
(2) αϋπνία ή υπερυπνοία (αυξημένη διάρκεια ύπνου)
(3) χαμηλή ενέργεια ή αίσθημα κόπωσης
(4) χαμηλή αυτοεκτίμηση
(5) δυσκολία στη συγκέντρωση ή δυσκολία στη λήψη αποφάσεων
(6) αισθήματα απελπισίας
Γ. Κατά τη διάρκεια 2 ετών της δτχ., το άτομο δεν ήταν ποτέ χωρίς συμπτώματα των κριτηρίων Α και Β για περισσότερους από 2 μήνες
Εκτός όμως από αυτά τα κριτήρια, πως νοιώθει με ψυχολογικούς όρους ένας άνθρωπος που υποφέρει από Δυθυμία και πως αυτή μπορεί να περιγραφεί;
Η Δυσθυμία είναι ένα διαρκές και διαβρωτικό πρότυπο καταθλιπτικών καταστάσεων και συμπεριφορών που ξεκινά στην πρώιμη ενήλικη ζωή και παρουσιάζεται σε ποικιλία πλαισίων, όπως υποδεικνύεται από 5 ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
(1 ) συνηθισμένη διάθεση με κατήφεια, μελαγχολία, έλλειψη ευχαρίστησης, χαράς, δυστυχία
(2) αίσθηση εαυτού επικεντρώνεται σε πεποιθήσεις ανεπάρκειας, αναξιότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησης
(3) το άτομο είναι επικριτικό, κατηγορητικό, υποτιμητικό προς τον εαυτό του
(4) είναι ζοφερός(η) και δοσμένος(η) στην ανησυχία
(5) είναι αρνητικός(η), κριτικός(η)και επικριτικός(η)στους άλλους
(6) είναι πεσιμιστής
(7) είναι επιρρεπής στις ενοχές και τις τύψεις
Η Ψυχαναλυτική άποψη για τη Δυσθυμία, όπως διατυπώθηκε από τον Asch, είναι πως οι Δυσθυμικοί άνθρωποι παρουσιάζουν υποκείμενη μαζοχιστική παθολογία, κάτι το οποίο αποδέχεται η σύγχρονη έρευνα σημειώνοντας ότι η χρόνια κατάθλιψη μπορεί φαινομενολογικά τουλάχιστον να ομοιάζει με τη μαζοχιστική δομή, λόγω της χρονιότητάς της.
Η Δυσθυμία αποτελεί περίπου το 1/3 (37%) όλων των καταθλιπτικών διαταραχών σε ένα Κέντρο Ψυχικής Υγείας στην κοινότητα, με τη μέση διάρκεια επεισοδίου είναι τα 3-4 έτη. Εμφανίζεται σε ένα ποσοστό 0.6-1.7% σε παιδιά και 1.6-8.0% σε εφήβους.
Η δυσθυμία μπορεί να εμφανίσει πρώιμη έναρξη, δηλαδή να ξεκινήσει στην παιδική ηλικία ή την εφηβεία έως την την τρίτη δεκαετία ζωής (νωρίτερα από τα 21) και αυτός ο τύπος είναι συχνότερος. Εναλλακτικά, μπορεί να παρουσιαστεί όψιμα, με αυτό τον τύπο να είναι λιγότερο συχνός, να μην έχει τόσο τυπικά χαρακτηριστικά παρουσίασης και να αφορά μεσήλικες και γηριατρικούς πληθυσμούς
Η πρώιμη έναρξη της δυσθυμίας σχετίζεται με:
Μεγαλύτερη χρονική διάρκεια Μείζων Κατάθλιψης
Διαταραχές προσωπικότητας αλλά και ενδεχόμενη κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών
Υψηλότερη οικογενή επιβάρυνση συναισθηματικών διαταραχών
Μεγαλύτερη πιθανότητα θηλυκού γένους/γυναίκα χωρίς σύντροφο
Μεγαλύτερη διάρκεια νόσησης, συχνότητας αναζήτησης υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και ιστορικού Μείζων (βαριάς) κατάθλιψης
Περισσότερες εισαγωγές σε Ψυχιατρικές κλινικές
Εφόσον ο ασθενής με δυσθυμία δε λάβει θεραπεία, η διαταραχή παρουσιάζει συνήθως εμμένει, με τα 2/3 των ασθενών να παραμένουν συμπτωματικοί για μία δεκαετία ή περισσότερο. Αυτοί οι άνθρωποι παρουσιάζουν σημαντική κοινωνική δυσλειτουργία και ανικανότητα, μεγαλύτερη πιθανότητα από το γενικό πληθυσμό να χρησιμοποιήσουν υπηρεσίες υγείας και μεγαλύτερη πιθανότητα να λάβουν μη ειδικά Ψυχοτρόπα φάρμακα.
Παρόλη τη μικρότερη βαρύτητα συμπτωμάτων σε σχέση με την μείζονα κατάθλιψη, η δυσθυμία επιβαρύνει το άτομο αθροιστικά με επίμονα καταθλιπτικά συμπτώματα, με αναστολή της λειτουργικότητας. Η δυσθυμία όμως είναι μία διαταραχή συμβατή με περιπατηρικότητα, δηλαδή ο ασθενής δεν μένει συνεχώς στο σπίτι και στο κρεβάτι του.
Οι ασθενείς με αυτή τη διαταραχή επενδύουν ενέργεια στην εργασία τους, πολλές φορές δυσλειτουργούν στο γάμο τους, έχουν μειωμένες οικογενειακές και κοινωνικές δραστηριότητες, μειωμένη αναψυχή και χόμπυ. Μερικοί από αυτούς παρουσιάζουν παρατεταμένα δυσθυμικά συμπτώματα στη διάρκεια πολλών ετών, αλλά δεν έχουν ποτέ ξεκάθαρα καταθλιπτικά επεισόδια.
Άλλοι εξ αυτών αναζητούν συμβουλευτική και/ή ψυχοθεραπεία (Υπαρξιακή κατάθλιψη). Ο Ernst Kretchmer (Γερμανός Ψυχίατρος του προηγούμενου αιώνα) υποστήριξε ότι είναι η σπονδυλική στήλη της κοινωνίας, γράφοντας γι’ αυτούς: «Αυτά τα άτομα βιώνουν τη ζωή με τις δραστηριότητές της ως βάρος το οποίο έχουν συνηθίσει να κουβαλούν με βάση την αυταπάρνηση και το καθήκον, χωρίς να ανταμοίβονται από τις χαρές της ύπαρξης»
Στη Δυσθυμία τα συμπτώματα είναι περισσότερα από τα σημεία, δημιουργώντας μία περισσότερο υποκειμενική παρά αντικειμενική κατάθλιψη (ο ασθενής νοιώθει πολύ χειρότερα από αυτό που παρατηρεί το περιβάλλον σε αυτόν).
Δεν είναι χαρακτηριστική η σημαντική διαταραχή στη λίμπιντο και στην όρεξη, ενώ δεν παρατηρείται ψυχοκινητική ανησυχία ή ψυχοκινητική επιβράδυνση. Αυτή η κατάσταση μοιάζει με κατάθλιψη με αμβλυμένα χαρακτηριστικά αλλά χρόνια ή διαλείπουσα συμπτωματολογία.
Η ανικανότητα που συνεπάγεται η Δυσθυμία επιδρά στην εργασία, σε δραστηριότητες αναψυχής, στη γενική υγεία του ατόμου, στην ικανότητα να ανταποκρίνεται σε κοινωνικούς ρόλους
Με θεραπεία, φαίνεται να υπάρχουν καλά αποτελέσματα στη βελτίωση της Δυσθυμίας, στην ποιότητα ζωής και στη λειτουργικότητα. Με την Ψυχοθεραπεία και/ή τη φαρμακοθεραπεία το άτομο να μπορεί να ανακτά σημαντικά σημαντικούς υπολειπόμενους τομείς της καθημερινότητας, της δραστηριότητας και της εξισορρόπησης της ψυχικής του υγείας.