Αρχείο ετικέτας βιβλίο

Πώς η μάθηση επηρεάζει την ανάπτυξη του άγχους- Ένα απλό παράδειγμα

Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο “Η Ανατομία Του Άγχους”, το άγχος μπορεί να είναι ταυτόχρονα 2 πράγματα: Μπορεί από τη μία να είναι σύμπτωμα και αποτέλεσμα των ποικίλλων πιέσεων που βιώνει ένα άτομο στην καθημερινότητα. Ταυτόχρονα όμως, μπορεί να σηματοδοτεί και μία στάση ή αλλιώς μία συγκεκριμένη θέση στο πως να ζει κανείς την καθημερινότητα και τη ζωή του.

Όταν το άγχος είναι σύμπτωμα, θεραπεύεται πολύ πιο εύκολα, όταν είναι συστατικό της στάσης του ατόμου απέναντι στη ζωή, η θεραπεία του είναι πολύ πιο απαιτητική έχοντας πολύ σημαντικές προκλήσεις.

Ας δούμε κάποια σημαντικά συστατικά της βασικής μάθησης του άγχους μέσα από ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε απλά τι είναι αυτό που μαθαίνει το αγχώδες άτομο από τη νηπιακή του ηλικία.

Ας υποθέσουμε ότι ένα μικρό παιδί 3-4 ετών ετοιμάζεται να ανέβει σε μία καρέκλα στο σαλόνι του σπιτιού. Δίπλα του είναι η (πολύ αγχώδης) μαμά του. Με το που ανεβαίνει στην καρέκλα η μαμά του χάνει τελείως την ψυχραιμία της.

Φωνάζει, ωρύεται, και του λέει μία (μαγική για τη δημιουργία του άγχους) φράση!

“Μην ανεβαίνεις στην καρέκλα, θα σπάσεις το κεφάλι σου!!!” (ή άλλες αντίστοιχες παραλλαγές του τύπου θα σκοτωθείς, θα μείνεις ανάπηρος κ.ο.κ.)

Προφανώς αυτού του τύπου το περιστατικό με διαφορετικές παραλλαγές θα επαναληφθεί ξανά και ξανά και ξανά στην πορεία του χρόνου. Τι είναι αυτό που μαθαίνει σε πρώτο βαθμό το παιδί;

Μαθαίνει μέσω εξαρτημένης μάθησης ότι για να αντιδρά έτσι η μαμά του όταν ανεβαίνει στην καρέκλα, η καρέκλα πρέπει να είναι επικίνδυνη. Αντίστοιχα, όταν το παιδί είναι στο πάτωμα η μαμά είναι πολύ ήρεμη και χαλαρή. Λόγω αυτής της σταθερής συμπεριφοράς της μητέρας τί είναι φυσικό να συμπεράνει το παιδί; Μα φυσικά ότι το να είναι πάνω στην καρέκλα είναι επικίνδυνο και το να είναι στο πάτωμα είναι ασφαλές. (Η μνήμη μας λειτουργεί σε σημαντικό βαθμό συνειρμικά, οπότε τέτοια απλά και διχοτομικά παραδείγματα “εξυπηρετούν” πολύ τη μάθηση και την μνημονική εγγραφή).

Όμως εμείς τί γνωρίζουμε από τη γενική μας γνώση του κόσμου; Μπορεί κανείς να είναι πάνω σε μία καρέκλα και να είναι ασφαλής;

Φυσικά, είναι η απάντηση.

Και μπορεί να είναι στο πάτωμα και να πέσει και να χτυπήσει;

Βεβαίως, είναι και εδώ η απάντηση.

Οπότε για τους σκοπούς του απλοϊκού μας παραδείγματος, σε μία συνθήκη όπου υπάρχουν 4 (τουλάχιστον) πιθανές εξελίξεις, κανείς (λόγω της μάθησης του παραδείγματος) αυτόματα αποκλείει τις δύο πιθανότητες και κρατά τις άλλες δύο (Κρατά το ότι να είναι πάνω στην καρέκλα είναι επικίνδυνο και το να είναι στο πάτωμα είναι ασφαλές).

Αυτός είναι ένας τρόπος σκέψης που εμπεριέχει τη διχοτόμηση, τη δημιουργία διπόλων, που τόσο τα βλέπουμε στην καθημερινότητά μας και μας ταλαιπωρούν. Το καλό και το κακό, το άσπρο και το μαύρο, ο εμβολιασμένος και ο ανεμβολίαστος, ετούτη ή η άλλη ομάδα. Η διχοτόμηση είναι το αποτέλεσμα μίας διαδικασίας αφαίρεσης πληροφορίας που συχνά δεν είναι η σωστή προς αφαίρεση πληροφορία (στο παράδειγμά μας, η μαμά του παιδιού μπορεί για τους δικούς της λόγους να είναι υπερβολική στις αντιδράσεις της και την ενδεχόμενη επικινδυνότητα της καρέκλας για το παιδί της).

Το πρόβλημα με τη διχοτόμηση είναι πως κανείς αν δεν συμφωνεί με τη μία θέση, νιώθει αναγκασμένος να ακολουθήσει τη δεύτερη, που και εκείνη μπορεί να είναι εξίσου μη ικανοποιητική για εκείνον ή να εμπεριέχει μία εξίσου κακή έκβαση.

Στη φύση όμως δεν υπάρχουν διχοτομήσεις, υπάρχουν φάσματα, πολλές διαφορετικές πιθανότητες και επιλογές. Γι’ αυτό στους αγχώδεις θεραπευόμενούς μου, εκεί που δυσκολεύονται πολύ με κάποιο ερώτημα (που ενδεχομένως εμπεριέχει το διχοτομικό χαρακτήρα), τους προτρέπω να το εμπλουτίσουμε με πληροφορία και με αυτό τον τρόπο να πάψει να φαίνεται τόσο απειλητικό ή δύσκολο.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον πρωταγωνιστή του παραδείγματος μας, το μικρό παιδί. Το πρώτο πράγμα λοιπόν που μαθαίνει από το παράδειγμα της καρέκλας είναι να αντιλαμβάνεται διχοτομικά τις καταστάσεις.

Τί άλλο μαθαίνει;

Ας φανταστούμε τους εαυτούς μας ως ενήλικες να κοιτάμε μία καρέκλα. Πόσο επικίνδυνη φαίνεται; (Το σύνολο των θεραπευόμενων μου απαντά ότι δε φαίνεται επικίνδυνη-και το ίδιο πιστεύω και εγώ). Οι καρέκλες συνήθως είναι φτιαγμένες απο μαλακά υλικά, δεν έχουν παράξενες γωνίες γιατί πρέπει να είναι άνετες και φιλόξενες, συνεπώς δεν είναι επικίνδυνες ή δεν πρέπει να είναι σύμφωνα με την κοινή λογική.

Ας φανταστούμε πάλι τον εαυτό μας, τώρα σε ηλικία 4 ετών να κοιτάμε την ίδια καρέκλα.

Μήπως τότε θα φαινόταν επικίνδυνη; η απάντηση επίσης είναι όχι, μία καρέκλα δε φαίνεται επικίνδυνη ούτε σε ένα παιδί 4 ετών.

Τί μπορεί να είναι το δεύτερο πράγμα που μαθαίνει το παιδί όταν ανεβαίνει πάνω σε αυτή την καρέκλα (που τονίζω ότι δε φαίνεται επικίνδυνη) και η μαμά του φωνάζει ότι θα χτυπήσει;

Μαθαίνει, ότι ενώ νομίζει ότι η καρέκλα είναι ασφαλής, η μαμά του, ο φροντιστής του, το άτομο που εμπιστεύεται περισσότερο, ο μεγάλος εκείνος άνθρωπος που είναι τόσο σημαντικός για εκείνο, του υποδεικνύει ότι στ’ αλήθεια το ίδιο το παιδί δεν είναι τόσο ασφαλές όσο νομίζει.

Επίσης, μαθαίνει και κάτι άλλο. Μαθαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν, (η καρέκλα φαίνεται ασφαλής, η μαμά λέει πως δεν είναι, η μαμά όμως ξέρει καλύτερα) πράγμα που επηρεάζει τον τρόπο και τη δομή της σκέψης του και το καθιστά επιρρεπές στο να είναι σε κατάσταση άμυνας και ετοιμότητας.

Επιπρόσθετα, μαθαίνει από την αντίδραση της μαμάς ότι είναι ανεπαρκές, ότι υπάρχει ένα έλλειμα (δικό του) ασφάλειας και κατανόησης του κινδύνου, το οποίο το καλύπτει η μαμά του. Μαθαίνει δηλαδή να νιώθει ανασφαλές και να αναζητά στο περιβάλλον την ασφάλεια (τη μαμά του στο παράδειγμα), τον καθορισμό του τί είναι σωστό και τί όχι (αδυναμία αυτενέργειας). Και η μάθηση δεν τελειώνει καν εδώ.

Ας μην ξεχνάμε τη φράση της μαμάς που θα ακουστεί σε πολλές παραλλαγές δεκάδες φορές και σε ποικίλες συνθήκες γύρω από ένα σταθερό μοτίβο. Το μοτίβο όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα θα είναι περίπου έτσι: “ Μην ανεβαίνεις στην καρέκλα θα πέσεις και θα χτυπήσεις.”

Αυτή η πρόταση είναι μία τέλεια “συμπύκνωση” της αγχώδους γνώσης του εν δυνάμει αγχώδους ατόμου.

Κάθε κομμάτι της είναι ένα μικρό διαμάντι γνώσης. Τί μαθαίνει λοιπόν το μικρό παιδί όταν ακούει αυτή την πρόταση;

Το πρώτο είναι το μην (ή εναλλακτικά το δεν) που υποδηλώνουν άρνηση, ενδοιασμό στο περιεχόμενο μίας πρότασης.

Πώς όμως μπορεί ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί συχνά αυτά τα λεκτικά μόρια ή συνδέσμους, να ορίσει τον εαυτό του και τις πράξεις του από αυτό που δεν πρέπει να γίνει, αυτό που δεν πρέπει να συμβεί, από αυτό που δεν είναι.

Είναι σα να προσπαθεί κάποιος να ορίσει τη θέση του στο χώρο λέγοντας το που δε βρίσκεται. Αν δεν μπορούμε να ορίσουμε λοιπόν τη θέση μας στο χώρο με αυτό τον τρόπο (το που δεν είμαστε), πώς μπορούμε να ορίσουμε τη ζωή μας από αυτό που δεν θέλουμε να συμβεί ή αυτό που δεν έχουμε…

Το δεύτερο σημαντικό στη σειρά είναι το θα. Τι μαθαίνει το παιδί ακούγοντας το θα; Μα φυσικά μαθαίνει να κοιτά εκεί που δείχνει το θα, προσανατολίζεται δηλαδή στο μέλλον.

Το τρίτο που μαθαίνει είναι ότι “θα πέσει και θα χτυπήσει”. Αν δεν κάνω λάθος, αυτός ο χρόνος λέγεται γραμματικά στιγμιαίος μέλλοντας, και το βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι υπονοεί βεβαιότητα. Κανείς λοιπόν κοιτά στο μέλλον και ξέρει τί θα συμβεί (θα πέσει και θα χτυπήσει στο παράδειγμά μας).

Το τέταρτο που μαθαίνει το παιδί είναι ότι το μέλλον εμπεριέχει το αρνητικό ενδεχόμενο (το να πέσει και να χτυπήσει είναι μία σαφώς αρνητική έκβαση).

Συμπερασματικά λοιπόν, μέσα από αυτό το απλοϊκό παράδειγμα στοιχειώδους μάθησης, που θα επαναλειφθεί εκατοντάδες φορές σε ένα αγχώδες και ιδιαίτερα κανονιστικό περιβάλλον τί θα μάθει το μικρό μας παιδάκι;

Θα μάθει να ορίζει τον εαυτό του με βάση την άρνηση και την αναστολή (μην, δεν), να “κοιτά μονίμως στο μέλλον, να ξέρει τί θα συμβεί στο μέλλον και αυτό που θα συμβεί να πιστεύει ότι θα είναι αρνητικό. Αυτό θα συμβαίνει σε μία κατάσταση δικής του ανεπάρκειας, όπου θα νιώθει ένα σαφές έλλειμμα ασφάλειας. Για να καλύψει την ανεπάρκεια αυτή, θα αναζητά μανιωδώς μία “μαμά” στο περιβάλλον να του το βοηθήσει, “ενεργοποιώντας” ένα διχοτομικό τρόπο σκέψης με τον οποίο θα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο τέλειο και στην καταστροφή.

Όλα αυτά, θα συμβαίνουν με μοναδικό σκεύος μία καρέκλα και την ανεμελιά ενός μπόμπιρα ή μίας μπέμπας που θέλει να παίξει!

Αν θα θέλατε να μάθετε περισσότερα για το άγχος, τους παράγοντες που το επηρεάζουν, τη λειτουργία του, τα αποτελέσματα του και το πως μπορούμε να αναζητήσουμε μία πιο λειτουργική ισορροπία, “Η Ανατομία Του Άγχους” είναι διαθέσιμη:

στο https://psychiatriki.com/?product=book

στο apple books:https://books.apple.com/gr/book/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AC%CE%B3%CF%87%CE%BF%CF%85%CF%82/id1585249967?l=el

Στο Βιβλιοπωλείο Πολιτεία

Στο Βιβλιοπωλείο Ιανός

Μοιραστείτε!

Δημιουργικός εγκέφαλος και ιδιοφυϊα

Νευρώνες

Νευρώνες

neurons1Για το δημιουργικό εγκέφαλο και το Νευροεπιστημονικό υπόβαθρο μίας ιδιοφυΐας

Η Nancy Adreasen είναι μία εξέχουσας φήμης Ψυχίατρος στις ΗΠΑ. Όταν ήταν στο νηπιαγωγείο και έκανε ένα IQ test βρέθηκε σύμφωνα με το αποτέλεσμα να κατατάσσεται στην κατηγορία των ιδιοφυϊών. Είχε γεννηθεί όμως στη δεκαετία του 1930 και η μητέρα της είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα, διότι φαντασιωνόταν πως η κόρη της θα ζούσε μία ζωή γεμάτη δυσκολίες, μη αποδεχόμενη στερεότυπους καθημερινούς ρόλους. Πως ένα μελλοντικό διδακτορικό θα ήταν συμβατό με το ρόλο της συζύγου που θα έπρεπε να έχει;

Τελικά όλες αυτές οι ανησυχίες δεν εμπόδισαν τη Nancy να εξελιχθεί. Έγινε Ψυχίατρος και Νευροεπιστήμονας, άρχισε δε να αναγνωρίζει την αμφιθυμία της για αυτή τη «διάγνωση» της εξαιρετικής νοητικής και δημιουργικής ικανότητας, και να αναρωτιέται για το πόσο πολλοί άνθρωποι στη διάρκεια της ιστορίας ήταν ιδιοφυΐες που όμως ποτέ δεν αναδείχθηκαν. Μάλλον η πιθανότερη αιτία ήταν ότι δεν έγινε δυνατό να καλλιεργηθούν οι ικανότητες τους ή να ανατροφοδοτηθούν από ένα θετικό περιβάλλον.

Με το πέρασμα των ετών ή Adreasen εξελίχθηκε σε πρωτοπόρο της Νευροαπεικόνισης, προσπαθώντας να διερευνήσει τις παραμέτρους της ιδιοφυΐας και το πως αυτή μπορεί να καλλιεργηθεί- έτσι ώστε η κοινωνία να ελαττώσει αυτή τη «σπατάλη» των ανθρώπινων χαρισμάτων. Συνέχισε τις σπουδές της κάνοντας διδακτορικό, όχι στην ιατρική αλλά στην αναγεννησιακή αγγλική λογοτεχνία. Με αυτό τον τρόπο βοηθήθηκε στο να αποκτήσει ευρύτερη οπτική συνδυάζοντας την επιστήμη και την τέχνη.

Το αποτέλεσμα των ερευνών της για τη νευροεπιστήμη, ψυχολογία και ιστορία συμπυκνώνεται στο βιβλίο της «The creating brain: The Neuroscience of Genius».
Ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο αναφέρεται στη σχέση μεταξύ της δημιουργικότητας και της ψυχικής νόσου.

«Ήταν η Ψυχική νόσος αυτή που διευκόλυνε τις μοναδικές ικανότητες τους (των δημιουργών), ακόμα και αν αφορούσε την εκτέλεση ενός κονσέρτου ή τη σύλληψη μίας καινοτόμου μαθηματικής σχέσης; Η η ψυχική νόσος εμπόδισε τη δημιουργικότητά τους μετά από την αρχική έκρηξή της στην πρώτη ενηλικίωσή τους; Η η σχέση δημιουργικότητας και ευφυΐας είναι πιο πολύπλοκη από μία απλή σχέση αιτίου και αποτελέσματος σε κάθε κατεύθυνση;»

Η Adreasen αναφέρει στις εργασίες της τη δουλειά του Havelock Ellis ενός από τους πρώτους μελετητές της δημιουργικότητας, που έζησε τη Βικτωριανή εποχή και ήταν ο ίδιος ιατρός, συγγραφέας και κοινωνικός μεταρρυθμιστής που έβλεπε μπροστά από την εποχή του. Το 1926 δημοσίευσε τη « Μελέτη της Βρετανικής ιδιοφυΐας», μία αναφορά για 30.000 σημαντικά δημόσια πρόσωπα τα οποία ανάλυσε μέσα από μία σειρά κριτηρίων για να εντοπίσει ότι 1.030 από αυτά παρουσίαζαν «εξαιρετικά υψηλό βαθμό φυσικής ικανότητας» .

Η Adreasen, σχολιάζοντας τον Ellis αναφέρει ότι τα ποσοστά της «τρέλας» όπως καταγράφονται για αυτούς τους ανθρώπους είναι υψηλότερα από αυτά που καταγράφονται για το γενικό πληθυσμό. Το βασικό ποσοστό είναι 1% για τη σχιζοφρένεια και 1% για τη μανία. Αυτές είναι οι πιο συχνές ψυχωτικές διαταραχές. Το ποσοστό της μελαγχολίας (αυτό που σήμερα ονομάζουμε κατάθλιψη) ήταν παρόμοιο με τα σύγχρονα ποσοστά του 10-20%.

Η Adreasen σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Iowa και ολοκλήρωσε εκεί και την Ψυχιατρική της ειδικότητα-ένα παιχνίδι της τύχης το οποίο τη βοήθησε να είναι κοντά σε ένα εξαιρετικό και βολικό γι’ αυτήν κλινικό δείγμα για τη μελέτη της: Το εργαστήριο γραφής του Πανεπιστημίου της Iowa, ένα από τα πιο ευυπόληπτα προγράμματα δημιουργικής γραφής στον κόσμο με συγγραφείς σαν τον Kurt Voneggut και την Annie Dillard. Η μελέτη της Andreasen παρουσίαζε μερικά διαφορετικά σημεία από την προηγούμενη εργασία του Ellis. Αντί να στηριχθεί σε ανεκδοτολογικές αναφορές, ή σε βιβλιογραφίες των ανθρώπων που θα ήταν υπό μελέτη χρησιμοποίησε δομημένες συνεντεύξεις. Έπειτα χρησιμοποίησε σύγχρονα, διαγνωστικά κριτήρια. για να αξιολογήσει τις απαντήσεις που έλαβε με βάση τα ψυχιατρικά κριτήρια του DSM. (διαγνωστικό εγχειρίδιο της ψυχιατρικής εταιρείας των ΗΠΑ) και χρησιμοποίησε και μία ομάδα ελέγχου στην ομάδα των συγγραφέων που αποτελούνταν από εκπαιδευτικά αντίστοιχου βεληνεκούς άτομα.

Η υπόθεσή εργασίας της Adreasen ήταν ότι οι συγγραφείς σε γενικές γραμμές θα ήταν ψυχολογικά υγιείς, αλλά ότι θα είχαν αυξημένα ποσοστά σχιζοφρένειας στους συγγενείς τους. Αυτό το προαίσθημα ήταν λογικό βασισμένο στις πληροφορίες που είχε έως τότε. Είχε επηρεαστεί από αυτά που ήξερε για ανθρώπους όπως ήταν ο James Joyce, ο Bernard Russell και ο Albert Einstein που όλοι τους είχαν μέλη των οικογενειών τους με σχιζοφρένεια.

Κατά τη διάρκεια όμως των συνεντεύξεων και θέτοντας τα διαγνωστικά κριτήρια η υπόθεσή της γρήγορα κατέρρευσε. Η πλειοψηφία των συγγραφέων περιέγραφαν σημαντικές ιστορίες διαταραχών της διάθεσης οι οποίες πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια είτε της διπολικής διαταραχής είτε της μονοπολικής κατάθλιψης. Οι περισσότεροι λάμβαναν θεραπεία- κάποιοι με νοσηλείες, κάποιοι ως εξωτερικοί ασθενείς με φαρμακευτική αγωγή. Το πιο εντυπωσιακά αντίθετο συμπέρασμα με την αρχική της προαίσθηση είναι ότι κανείς δεν παρουσίαζε συμπτώματα σχιζοφρένειας.
Έτσι αυτό που διαπιστωνόταν ήταν πως δεν επιβεβαιωνόταν ο μύθος της ταλαιπωρημένης ιδιοφυΐας- η ιδέα ότι οι καλλιτέχνες αυτοί πρέπει να έχουν κάποια σκοτεινή τραγική παθολογία για να δημιουργήσουν αλλά το αντίθετο: αυτοί οι άνθρωποι έγιναν επιτυχημένοι συγγραφείς, όχι λόγω του προβλήματος ψυχικής υγείας που παρουσίαζαν, αλλά παρά το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν.

Φαινόταν λοιπόν ότι πολλοί συγγραφείς είχαν περιόδους σημαντικής κατάθλιψης, μανίας ή υπομανίας, αλλά φαίνονταν ιδιαίτερα ευχάριστοι, ενδιαφέροντες και προσεγγίσιμοι. Είχαν ζήσει ενδιαφέρουσες ζωές και τους άρεσε να τις διηγούνται. Οι διαταραχές της διάθεσης τους έτειναν να είναι επεισοδικές με σχετικά σύντομες περιόδους ανεβασμένης ή μειωμένης διάθεσης που κρατούσε εβδομάδες ή μήνες, με ενδιάμεσες σημαντικές περιόδους νορμοθυμίας (φυσιολογικής διάθεσης). Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων οι συγγραφείς ήταν νορμοθυμικοί και μπορούσαν να ανατρέξουν στις περιόδους της κατάθλιψής τους ή της μανίας τους με τρόπο αντικειμενικό. Μπορούσαν ακόμα να περιγράψουν πως οι διαταραχές στη διάθεσή τους επηρέαζαν την δημιουργικότητά τους. Συμφωνούσαν ότι δεν μπορούσαν να είναι δημιουργικοί όταν ήταν καταθλιπτικοί ή μανιακοί.
Επιπλέον, η μελέτη της επιβεβαίωσε δύο σημαντικά αλλά και αντίθετα δεδομένα μεταξύ δημιουργικότητας και ψυχικής νόσου.

Μία άποψη είναι ότι οι χαρισματικοί άνθρωποι είναι πάνω από την νόρμα, από την κανονικότητα ή ανώτεροι με πολλούς τρόπους. Οι συγγραφείς της μελέτης ήταν σίγουρα τέτοια άτομα. Ήταν γοητευτικοί, αστείοι, εκλεπτυσμένοι και πειθαρχημένοι. Τυπικά ακολουθούσαν παρόμοια προγράμματα, ξυπνώντας νωρίς το πρωί και επενδύοντας ένα σημαντικό ποσοστό του χρόνου τους στο γράψιμο κατά τη διάρκεια του πρωινού. Σπάνια θα άφηναν μία μέρα να περάσει χωρίς να γράψουν κάτι. Σε γενικές γραμμές διατηρούσαν στενή σχέση με οικογένεια και φίλους. Εξέφραζαν τον Φροϊδικό ορισμό της υγείας «να αγαπούν και να εργάζονται (Lieben und arbeiten). Από την άλλη πλευρά, εξέφραζαν την εναλλακτική οπτική για τη φύση της ιδιοφυΐας: «Να είναι κανείς τρελός κοντά στους συμμάχους» Πολλοί από αυτούς είχαν βιώσει περιόδους σημαντικής διαταραχής της διάθεσης. Πιο σημαντικά, ενώ η δημιουργικότητα κατέρρεε στη διάρκεια της υποτροπής, αυτές οι περίοδοι σε υποτροπή δεν ήταν μόνιμες ή μακρόχρονες, ήταν αυτοπεριοριζόμενες. Σε μερικές μάλιστα περιστάσεις, οι υποτροπές μπορεί να παρείχαν δυνατό υλικό πάνω στο οποίο ο συγγραφέας αργότερα μπορούσε να δημιουργήσει.

Η δουλειά της Adreasen αποτέλεσε την αρχή για σειρά σχετιζομένων ερευνών όπως για παράδειγμα αυτή του Kay Jamison ο οποίος εξέτασε 47 γνωστούς ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς , βιογράφους και άλλους καλλιτέχνες για να σημειώσει ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτών παρουσίαζαν διαταραχές της διάθεσης.

Επιστρέφοντας στην ερώτηση γιατί οι διαταραχές της διάθεσης είναι συχνές στους συγγραφείς και όχι η σχιζοφρένεια είναι ότι η ίδια η φύση της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας κυρίως της σχετιζόμενης με τα γράμματα, πιθανότατα δεν είναι συμβατή με την παρουσία μίας διαταραχής σαν τη σχιζοφρένεια η οποία έχει ως συνέπεια την κοινωνική απόσυρση των ασθενών και τη γνωσιακή τους αποδιοργάνωση. Μία δραστηριότητα όπως είναι το γράψιμο απαιτεί διατήρηση της προσοχής για μακρές χρονικές περιόδους και τη δυνατότητα να συντηρείται μία πολύπλοκη ομάδα χαρακτήρων της πλοκής στη μνήμη του συγγραφέα για διάστημα ακόμα και ενός ή δύο χρόνων που μπορεί το έργο να συγγράφεται ή να διορθώνεται.

Η δημιουργικότητα σε άλλα όμως πεδία είναι συμβατή με διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια ειδικά σε αυτούς τους τομείς όπου η δημιουργική στιγμή επιτυγχάνεται με αναλαμπές κατανόησης πολύπλοκων σχέσεων ή μέσω της διερεύνησης προαισθήσεων και ενδορμήσεων που ο μέσος άνθρωπος μπορεί να βρει παράξενες η ακόμα και απρόσφορες. ( Ο Tchaikovsky, που κατά ορισμένους μελετητές ίσως έπασχε από σχιζοφρένεια είχε παρουσιάσει και βιώσει τέτοιες καταστάσεις τις οποίες διοχέτευσε μέσω του «Flashes of insight» σε ένα γράμμα του το 1876 για την ανυπολόγιστη ευλογία της δημιουργικότητας.

Πολλά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των δημιουργικών ανθρώπων τους καθιστούν περισσότερο ευάλωτους, συμπεριλαμβανομένων του να είναι κανείς ανοικτός σε νέες εμπειρίες, να ανέχεται την αμφισημία και να έχει μία προσέγγιση του κόσμου ελεύθερη από προκαταλήψεις. Αυτή η ευελιξία επιτρέπει σε αυτούς να αντιλαμβάνονται τα πράγματα με φρέσκο και καινούργιο τρόπο, κάτι που είναι προαπαιτούμενο για τη δημιουργικότητα. Ενώ οι λιγότερο δημιουργικοί άνθρωποι ανταποκρίνονται γρήγορα σε καταστάσεις βασισμένοι σε αυτά που ξέρουν από πηγές εξουσίας -γονείς, δάσκαλοι, κ.ο.κ.- το δημιουργικό άτομο ζει σε ένα κόσμο περισσότερο εύπλαστο και νεφελώδη. Τέτοια όμως συναισθήματα μπορεί να οδηγήσουν σε απογοήτευση και κοινωνική αποξένωση. Ένα πολύ καινοτόμο άτομο μπορεί να φαίνεται εκκεντρικό ή παράξενο στους άλλους. Πολύ μεγάλη άνεση και αποδοχή για τα πάντα σημαίνει να ζει κανείς στα άκρα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος να τα περάσει και να καταλήξει στην κατάθλιψη, τη μανία ή τη σχιζοφρένεια.

Οι δημιουργικές ιδέες πιθανότατα προκύπτουν ως τμήμα μίας δυνητικά επικίνδυνης διαδικασίας όπου οι συνειρμοί στον εγκέφαλο δημιουργούνται ελεύθερα κατά τη διάρκεια ακούσιων νοητικών καταστάσεων (είναι η διαδικασία του πως οι σκέψεις στιγμιαία είναι διάχυτες πριν την οργάνωσή τους). Αυτή η διαδικασία είναι παρόμοια με αυτή που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ψυχωτικής μανίας, κατάθλιψης ή της σχιζοφρένειας. Στην πραγματικότητα ο σημαντικός Ελβετός Ψυχίατρος Eugen Bleuler που ήταν ο «νονός» του ονόματος της Σχιζοφρένειας περιέγραψε την χάλαση του συνειρμού σαν το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της σχιζοφρένειας. «Από τις χιλιάδες των συνειρμικών νημάτων οι οποίες καθοδηγούν τη σκέψη μας, αυτή η διαταραχή φαίνεται να διακόπτει με καταστρεπτικό τρόπο μερικές φορές διακριτά νήματα, μερικές φορές μία ομάδα, κάποιες φορές ολόκληρα τμήματα των νημάτων της σκέψης».
Φυσικά γνωρίζουμε σήμερα ότι η διασταύρωση αυτών των καλωδιώσεων η οποία συνδυάζει φαινομενικά άσχετες ιδέες είναι η πεμπτουσία της δημιουργικότητας, ή αυτό που ο Einstein περιέγραψε ως συνδυαστικό παιχνίδι, στην καρδιά της δημιουργίας ιδεών.

Όταν οι συνειρμοί που περνούν από το νου αυτοοργανώνονται για να σχηματοποιήσουν μία νέα ιδέα, το αποτέλεσμα είναι κάτι κενοτόμο, κάτι νέο. Αλλά αν αποτύχουν να αυτοοργανωθούν, ή αν αυτοοργανωθούν για να δημιουργήσουν μία λάθος ιδέα, το αποτέλεσμα είναι η ψύχωση. Μερικές φορές και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συμβαίνουν στο ίδιο άτομο, και το αποτέλεσμα είναι ένα δημιουργικό ψυχωτικό άτομο. Όπως είπε ο σχιζοφρενής μαθηματικόςο John Nash (που αποτέλεσε την έμπνευση του κινηματογραφικού A beautiful mind) «Οι ιδέες που έχω για υπερφυσικά πλάσματα ήρθαν σε εμένα με τον ίδιο τρόπο που ήρθαν και οι ιδέες για τα μαθηματικά, γι’ αυτό τις πήρα στα σοβαρά»

Αυτή η αποτυχία της αυτο-οργάνωσης πηγάζει από αυτό που οι γνωσιακοί επιστήμονες ονομάζουν δυσλειτουργία εισόδου (input dysfunction)- μία δυσλειτουργία στο σύστημα φιλτραρίσματος το οποίο χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος για να φιλτράρει τον τεράστιο πλούτο της πληροφορίας που εισέρχεται σε εμάς διά μέσου των αισθήσεών μας.

Όλα τα ανθρώπινα όντα και ο εγκέφαλός τους έχουν να αντιμετωπίσουν μία βασική πρόκληση. Το γεγονός ότι οι πέντε μας αισθήσεις συλλέγουν περισσότερες πληροφορίες από αυτές που μπορεί να επεξεργαστεί ή να απομνημονεύσει το μυαλό και η μνήμη μας. Στη καθημερινότητά μας πρέπει να αγνοούμε πολλά ερεθίσματα του περιβάλλοντος και να εστιάζουμε την προσοχή μας σε αυτό που κάνουμε.

Τα δημιουργικά μυαλά μπορεί να χάνουν ευκολότερα την εστίαση και την προσοχή τους και να παραδίδονται στα ερεθίσματα. Μερικοί από τους συγγραφείς της μελέτης της Adreasen είχαν την τάση να απομονώνονται για να μπορούν να εργαστούν επαρκώς. (O Victor Hugoν είναι γνωστός για το ότι κλείδωσε όλα του τα ρούχα σε μία ντουλάπα για να αποφύγει τον πειρασμό να βγει έξω στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει το έργο του «Η Παναγία των Παρισίων», το οποίο έγραψε στο γραφείο του φορώντας μόνο ένα μεγάλο γκρι σάλι.

Η ικανότητά μας να χρησιμοποιούμε το νου μας για να βγούμε από τη σχετικά περιορισμένη μας προσωπική προοπτική και κατάσταση και να δούμε κάτι διαφορετικό από τον αντικειμενικό κόσμο είναι ένα εξαιρετικό δώρο. Πολλοί άνθρωποι παραγνωρίζουν αυτό το γεγονός και τελικά «ξεχνούν» να το χρησιμοποιούν.

Μοιραστείτε!