Αρχείο ετικέτας Άγχος

Πώς η μάθηση επηρεάζει την ανάπτυξη του άγχους- Ένα απλό παράδειγμα

Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο “Η Ανατομία Του Άγχους”, το άγχος μπορεί να είναι ταυτόχρονα 2 πράγματα: Μπορεί από τη μία να είναι σύμπτωμα και αποτέλεσμα των ποικίλλων πιέσεων που βιώνει ένα άτομο στην καθημερινότητα. Ταυτόχρονα όμως, μπορεί να σηματοδοτεί και μία στάση ή αλλιώς μία συγκεκριμένη θέση στο πως να ζει κανείς την καθημερινότητα και τη ζωή του.

Όταν το άγχος είναι σύμπτωμα, θεραπεύεται πολύ πιο εύκολα, όταν είναι συστατικό της στάσης του ατόμου απέναντι στη ζωή, η θεραπεία του είναι πολύ πιο απαιτητική έχοντας πολύ σημαντικές προκλήσεις.

Ας δούμε κάποια σημαντικά συστατικά της βασικής μάθησης του άγχους μέσα από ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε απλά τι είναι αυτό που μαθαίνει το αγχώδες άτομο από τη νηπιακή του ηλικία.

Ας υποθέσουμε ότι ένα μικρό παιδί 3-4 ετών ετοιμάζεται να ανέβει σε μία καρέκλα στο σαλόνι του σπιτιού. Δίπλα του είναι η (πολύ αγχώδης) μαμά του. Με το που ανεβαίνει στην καρέκλα η μαμά του χάνει τελείως την ψυχραιμία της.

Φωνάζει, ωρύεται, και του λέει μία (μαγική για τη δημιουργία του άγχους) φράση!

“Μην ανεβαίνεις στην καρέκλα, θα σπάσεις το κεφάλι σου!!!” (ή άλλες αντίστοιχες παραλλαγές του τύπου θα σκοτωθείς, θα μείνεις ανάπηρος κ.ο.κ.)

Προφανώς αυτού του τύπου το περιστατικό με διαφορετικές παραλλαγές θα επαναληφθεί ξανά και ξανά και ξανά στην πορεία του χρόνου. Τι είναι αυτό που μαθαίνει σε πρώτο βαθμό το παιδί;

Μαθαίνει μέσω εξαρτημένης μάθησης ότι για να αντιδρά έτσι η μαμά του όταν ανεβαίνει στην καρέκλα, η καρέκλα πρέπει να είναι επικίνδυνη. Αντίστοιχα, όταν το παιδί είναι στο πάτωμα η μαμά είναι πολύ ήρεμη και χαλαρή. Λόγω αυτής της σταθερής συμπεριφοράς της μητέρας τί είναι φυσικό να συμπεράνει το παιδί; Μα φυσικά ότι το να είναι πάνω στην καρέκλα είναι επικίνδυνο και το να είναι στο πάτωμα είναι ασφαλές. (Η μνήμη μας λειτουργεί σε σημαντικό βαθμό συνειρμικά, οπότε τέτοια απλά και διχοτομικά παραδείγματα “εξυπηρετούν” πολύ τη μάθηση και την μνημονική εγγραφή).

Όμως εμείς τί γνωρίζουμε από τη γενική μας γνώση του κόσμου; Μπορεί κανείς να είναι πάνω σε μία καρέκλα και να είναι ασφαλής;

Φυσικά, είναι η απάντηση.

Και μπορεί να είναι στο πάτωμα και να πέσει και να χτυπήσει;

Βεβαίως, είναι και εδώ η απάντηση.

Οπότε για τους σκοπούς του απλοϊκού μας παραδείγματος, σε μία συνθήκη όπου υπάρχουν 4 (τουλάχιστον) πιθανές εξελίξεις, κανείς (λόγω της μάθησης του παραδείγματος) αυτόματα αποκλείει τις δύο πιθανότητες και κρατά τις άλλες δύο (Κρατά το ότι να είναι πάνω στην καρέκλα είναι επικίνδυνο και το να είναι στο πάτωμα είναι ασφαλές).

Αυτός είναι ένας τρόπος σκέψης που εμπεριέχει τη διχοτόμηση, τη δημιουργία διπόλων, που τόσο τα βλέπουμε στην καθημερινότητά μας και μας ταλαιπωρούν. Το καλό και το κακό, το άσπρο και το μαύρο, ο εμβολιασμένος και ο ανεμβολίαστος, ετούτη ή η άλλη ομάδα. Η διχοτόμηση είναι το αποτέλεσμα μίας διαδικασίας αφαίρεσης πληροφορίας που συχνά δεν είναι η σωστή προς αφαίρεση πληροφορία (στο παράδειγμά μας, η μαμά του παιδιού μπορεί για τους δικούς της λόγους να είναι υπερβολική στις αντιδράσεις της και την ενδεχόμενη επικινδυνότητα της καρέκλας για το παιδί της).

Το πρόβλημα με τη διχοτόμηση είναι πως κανείς αν δεν συμφωνεί με τη μία θέση, νιώθει αναγκασμένος να ακολουθήσει τη δεύτερη, που και εκείνη μπορεί να είναι εξίσου μη ικανοποιητική για εκείνον ή να εμπεριέχει μία εξίσου κακή έκβαση.

Στη φύση όμως δεν υπάρχουν διχοτομήσεις, υπάρχουν φάσματα, πολλές διαφορετικές πιθανότητες και επιλογές. Γι’ αυτό στους αγχώδεις θεραπευόμενούς μου, εκεί που δυσκολεύονται πολύ με κάποιο ερώτημα (που ενδεχομένως εμπεριέχει το διχοτομικό χαρακτήρα), τους προτρέπω να το εμπλουτίσουμε με πληροφορία και με αυτό τον τρόπο να πάψει να φαίνεται τόσο απειλητικό ή δύσκολο.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον πρωταγωνιστή του παραδείγματος μας, το μικρό παιδί. Το πρώτο πράγμα λοιπόν που μαθαίνει από το παράδειγμα της καρέκλας είναι να αντιλαμβάνεται διχοτομικά τις καταστάσεις.

Τί άλλο μαθαίνει;

Ας φανταστούμε τους εαυτούς μας ως ενήλικες να κοιτάμε μία καρέκλα. Πόσο επικίνδυνη φαίνεται; (Το σύνολο των θεραπευόμενων μου απαντά ότι δε φαίνεται επικίνδυνη-και το ίδιο πιστεύω και εγώ). Οι καρέκλες συνήθως είναι φτιαγμένες απο μαλακά υλικά, δεν έχουν παράξενες γωνίες γιατί πρέπει να είναι άνετες και φιλόξενες, συνεπώς δεν είναι επικίνδυνες ή δεν πρέπει να είναι σύμφωνα με την κοινή λογική.

Ας φανταστούμε πάλι τον εαυτό μας, τώρα σε ηλικία 4 ετών να κοιτάμε την ίδια καρέκλα.

Μήπως τότε θα φαινόταν επικίνδυνη; η απάντηση επίσης είναι όχι, μία καρέκλα δε φαίνεται επικίνδυνη ούτε σε ένα παιδί 4 ετών.

Τί μπορεί να είναι το δεύτερο πράγμα που μαθαίνει το παιδί όταν ανεβαίνει πάνω σε αυτή την καρέκλα (που τονίζω ότι δε φαίνεται επικίνδυνη) και η μαμά του φωνάζει ότι θα χτυπήσει;

Μαθαίνει, ότι ενώ νομίζει ότι η καρέκλα είναι ασφαλής, η μαμά του, ο φροντιστής του, το άτομο που εμπιστεύεται περισσότερο, ο μεγάλος εκείνος άνθρωπος που είναι τόσο σημαντικός για εκείνο, του υποδεικνύει ότι στ’ αλήθεια το ίδιο το παιδί δεν είναι τόσο ασφαλές όσο νομίζει.

Επίσης, μαθαίνει και κάτι άλλο. Μαθαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν, (η καρέκλα φαίνεται ασφαλής, η μαμά λέει πως δεν είναι, η μαμά όμως ξέρει καλύτερα) πράγμα που επηρεάζει τον τρόπο και τη δομή της σκέψης του και το καθιστά επιρρεπές στο να είναι σε κατάσταση άμυνας και ετοιμότητας.

Επιπρόσθετα, μαθαίνει από την αντίδραση της μαμάς ότι είναι ανεπαρκές, ότι υπάρχει ένα έλλειμα (δικό του) ασφάλειας και κατανόησης του κινδύνου, το οποίο το καλύπτει η μαμά του. Μαθαίνει δηλαδή να νιώθει ανασφαλές και να αναζητά στο περιβάλλον την ασφάλεια (τη μαμά του στο παράδειγμα), τον καθορισμό του τί είναι σωστό και τί όχι (αδυναμία αυτενέργειας). Και η μάθηση δεν τελειώνει καν εδώ.

Ας μην ξεχνάμε τη φράση της μαμάς που θα ακουστεί σε πολλές παραλλαγές δεκάδες φορές και σε ποικίλες συνθήκες γύρω από ένα σταθερό μοτίβο. Το μοτίβο όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα θα είναι περίπου έτσι: “ Μην ανεβαίνεις στην καρέκλα θα πέσεις και θα χτυπήσεις.”

Αυτή η πρόταση είναι μία τέλεια “συμπύκνωση” της αγχώδους γνώσης του εν δυνάμει αγχώδους ατόμου.

Κάθε κομμάτι της είναι ένα μικρό διαμάντι γνώσης. Τί μαθαίνει λοιπόν το μικρό παιδί όταν ακούει αυτή την πρόταση;

Το πρώτο είναι το μην (ή εναλλακτικά το δεν) που υποδηλώνουν άρνηση, ενδοιασμό στο περιεχόμενο μίας πρότασης.

Πώς όμως μπορεί ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί συχνά αυτά τα λεκτικά μόρια ή συνδέσμους, να ορίσει τον εαυτό του και τις πράξεις του από αυτό που δεν πρέπει να γίνει, αυτό που δεν πρέπει να συμβεί, από αυτό που δεν είναι.

Είναι σα να προσπαθεί κάποιος να ορίσει τη θέση του στο χώρο λέγοντας το που δε βρίσκεται. Αν δεν μπορούμε να ορίσουμε λοιπόν τη θέση μας στο χώρο με αυτό τον τρόπο (το που δεν είμαστε), πώς μπορούμε να ορίσουμε τη ζωή μας από αυτό που δεν θέλουμε να συμβεί ή αυτό που δεν έχουμε…

Το δεύτερο σημαντικό στη σειρά είναι το θα. Τι μαθαίνει το παιδί ακούγοντας το θα; Μα φυσικά μαθαίνει να κοιτά εκεί που δείχνει το θα, προσανατολίζεται δηλαδή στο μέλλον.

Το τρίτο που μαθαίνει είναι ότι “θα πέσει και θα χτυπήσει”. Αν δεν κάνω λάθος, αυτός ο χρόνος λέγεται γραμματικά στιγμιαίος μέλλοντας, και το βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι υπονοεί βεβαιότητα. Κανείς λοιπόν κοιτά στο μέλλον και ξέρει τί θα συμβεί (θα πέσει και θα χτυπήσει στο παράδειγμά μας).

Το τέταρτο που μαθαίνει το παιδί είναι ότι το μέλλον εμπεριέχει το αρνητικό ενδεχόμενο (το να πέσει και να χτυπήσει είναι μία σαφώς αρνητική έκβαση).

Συμπερασματικά λοιπόν, μέσα από αυτό το απλοϊκό παράδειγμα στοιχειώδους μάθησης, που θα επαναλειφθεί εκατοντάδες φορές σε ένα αγχώδες και ιδιαίτερα κανονιστικό περιβάλλον τί θα μάθει το μικρό μας παιδάκι;

Θα μάθει να ορίζει τον εαυτό του με βάση την άρνηση και την αναστολή (μην, δεν), να “κοιτά μονίμως στο μέλλον, να ξέρει τί θα συμβεί στο μέλλον και αυτό που θα συμβεί να πιστεύει ότι θα είναι αρνητικό. Αυτό θα συμβαίνει σε μία κατάσταση δικής του ανεπάρκειας, όπου θα νιώθει ένα σαφές έλλειμμα ασφάλειας. Για να καλύψει την ανεπάρκεια αυτή, θα αναζητά μανιωδώς μία “μαμά” στο περιβάλλον να του το βοηθήσει, “ενεργοποιώντας” ένα διχοτομικό τρόπο σκέψης με τον οποίο θα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο τέλειο και στην καταστροφή.

Όλα αυτά, θα συμβαίνουν με μοναδικό σκεύος μία καρέκλα και την ανεμελιά ενός μπόμπιρα ή μίας μπέμπας που θέλει να παίξει!

Αν θα θέλατε να μάθετε περισσότερα για το άγχος, τους παράγοντες που το επηρεάζουν, τη λειτουργία του, τα αποτελέσματα του και το πως μπορούμε να αναζητήσουμε μία πιο λειτουργική ισορροπία, “Η Ανατομία Του Άγχους” είναι διαθέσιμη:

στο https://psychiatriki.com/?product=book

στο apple books:https://books.apple.com/gr/book/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AC%CE%B3%CF%87%CE%BF%CF%85%CF%82/id1585249967?l=el

Στο Βιβλιοπωλείο Πολιτεία

Στο Βιβλιοπωλείο Ιανός

Μοιραστείτε!

Οι ποικιλίες του Άγχους

Το αποτέλεσμα των πιέσεων που μας ασκούνται έχει ως συνέπεια το βίωμα του άγχους (και όταν οι πιέσεις είναι πολλές και επιβαρυντικές, στην περίπτωση όπου δεν αντιρροπούνται επαρκώς, λόγω αυξημένης έντασης, συχνότητας ή διάρκειας, το αποτέλεσμα είναι το παθολογικό άγχος). Το βίωμα του άγχους είναι διπλό. Έχει σωματική και νοητική παράμετρο.

Σωματικά, το άγχος έχει παρόμοια συμπτώματα με το φόβο. Αυτά τα συμπτώματα συνοψίζονται σε μία αυξημένη αντίδραση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος (το συμπαθητικό νευρικό σύστημα σε γενικές γραμμές “διεγείρει” τον οργανισμό και αν ξέρει κανείς τι περιλαμβάνει αυτή η διέγερση του μπορεί να κατανοήσει την εμφάνιση των συμπτωμάτων του άγχους). Στο πλαίσιο αυτού του κειμένου δεν κρίνεται απαραίτητο να εξηγηθεί πολύ αναλυτικά αυτή η αντίδραση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος του οργανισμού μας.

Η σωματική συνιστώσα της αντίδρασης του άγχους, όπως αναφέρουν τα βιβλία της ιατρικής μπορεί να μιμηθεί οποιοδήποτε άλλο παθολογικό πρόβλημα. Αυτό είναι εύκολα κατανοητό, αν λάβουμε υπόψιν ότι τα προβλήματα του οργανισμού μας τα βιώνουμε, τα αισθανόμαστε και τα κατανοούμε μέσω του νευρικού μας συστήματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το σωματικό βίωμα του άγχους που είναι αποτέλεσμα πιέσεων που έχουν “υπερφορτώσει” το νευρικό σύστημα, το βιώνουμε μέσα από τον ίδιο μεσολαβητή (το νευρικό μας σύστημα) που πάσχει και ταυτόχρονα προσπαθεί να τα βγάλει πέρα ενώ δυσλειτουργεί. Η συνέπεια είναι πολλές φορές το νευρικό μας σύστημα να μας δίνει σήματα που είναι “λανθασμένα” (αυτό θα μπορούσαμε να το φανταστούμε ενδεχομένως σαν μία ηλεκτρική εγκατάσταση σπιτιού με παροχή ρεύματος από ηλεκτρολόγο που δεν ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του. Τα ηλεκτρικά “βραχυκυκλώνουν”, καλούνται να λειτουργούν σε άλλα επίπεδα τάσης από αυτά που πρέπει, με αποτέλεσμα πολλές από τις ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού να δυσλειτουργούν).

Το σωματικό βίωμα του άγχους συνήθως εμφανίζεται με αθροίσεις ή αλλιώς ”μπουκέτα” συμπτωμάτων. Μερικές φορές επικρατούν τα συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα. Μπορεί λοιπόν όταν κάποιοι αγχώνονται, να εμφανίζουν στομαχικά ή κοιλιακά συμπτώματα και πόνους, αίσθηση “κοψιμάτων” ή ανάγκης για τουαλέτα. Άλλες φορές επικρατούν τα καρδιαγγειακά-αγγειοκινητικά συμπτώματα, όπως είναι ταχυκαρδίες, αίσθημα έντονων καρδιακών παλμών, αυξήσεις ή μειώσεις της αρτηριακής πίεσης, εφιδρώσεις.

Εναλλακτικά, κάποιες φορές επικρατούν συμπτώματα από το αναπνευστικό, με δυσκολία στην ανάσα, αίσθημα μη επαρκούς αερισμού, πίεσης/βάρους στο στήθος κ.ο.κ. Κάποιες φορές προεξάρχουν ψευδονευρολογικού τύπου συμπτώματα, όπως ζάλη, αστάθεια, δυσκολία στη βάδιση, αποδιοργάνωση ή ψυχικά συμπτώματα (αίσθημα αποπραγματοποίησης ή αποπροσωποποίησης, η αίσθηση ότι κανείς θα χάσει το μυαλό του ή θα τρελαθεί). Πολλές φορές όλα τα παραπάνω συμπτώματα παρουσιάζονται αναμεμειγμένα σε ποικίλους συνδυασμούς.

Η άλλη μεγάλη παράμετρος του άγχους, το νοητικό βίωμα, θα μπορούσε να συνοψιστεί και περιγραφεί ως εξής: Το άγχος είναι ουσιαστικά μία αρνητική προσδοκία για το μέλλον. Ο άνθρωπος που αγχώνεται, πιστεύει ότι κάτι στο μέλλον θα πάει άσχημα, κάπου θα έχει πρόβλημα, με συνέπεια μην τα καταφέρει και/ ή να αποτύχει. Ενώ το νοητικό κομμάτι του άγχους ουσιαστικά είναι τόσο απλό όσο περιγράφεται, οι εκφάνσεις ή αλλιώς οι εκδηλώσεις του άγχους στην καθημερινότητα είναι ποικίλες, όπως και οι σωματικές. Ο λόγος γι’ αυτό είναι η δόμηση.

Στη ζωή, τα πάντα χτίζονται. Το καλό και το προβληματικό αποτέλεσμα δεν είναι τυχαίο. Τα χτίζει κανείς είτε το κατανοεί είτε όχι.

Το ίδιο συμβαίνει και με το χτίσιμο του άγχους που ξεκινά από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας μέσα από την καθοδήγηση του περιβάλλοντός μας. Οπότε, ανάλογα με το είδος και τα αντικείμενα της δόμησης αυτής της αρνητικής προσδοκίας, ανάλογες είναι και οι εκδηλώσεις του άγχους μέσα στην καθημερινότητά μας.

Στα σύγχρονα Ψυχιατρικά ταξινομητικά συστήματα η κατηγοριοποίηση των εκδηλώσεων του άγχους έχει γίνει με βάση την προσπάθεια να συσχετιστούν διαφορετικές οι πιθανές εκδηλώσεις του άγχους με διαφορετικά χαρακτηριστικά της καθημερινότητας και με τη διαφορετική πιθανή πορεία που μπορέι να έχει (χωρίς όμως αυτή η προσπάθεια να έχει ιδιαίτερα πετυχημένα αποτελέσματα, αφού από το σύμπτωμα /άγχος/), δεν συνάγεται πάντα εύκολα η αιτία του προβλήματος. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει κανείς τη διαφορά μεταξύ συμπτώματος και προβλήματος και το γεγονός ότι αυτά τα δύο στον ανθρώπινο οργανισμό και γενικότερα στη ζωή δεν ταυτίζονται πάντα.

Ίσως εδώ να είναι βοηθητικό ένα παράδειγμα από την ιατρική σημειολογία για να αντιληφθούμε τη διαφορά ανάμεσα στο σύμπτωμα και το πρόβλημα. Μερικές φορές μπορεί να συμβεί να αισθάνεται κανείς πόνο στην κάτω αριστερή πλευρά της κοιλιάς. Αυτός ο πόνος συνιστά ένα σύμπτωμα. Λογικά σκεπτόμενος, ο άνθρωπος που πονά μπορεί να θεωρήσει ότι αφού η ενόχληση είναι στο συγκεκριμένο σημείο στην αριστερή πλευρά, το πρόβλημα θα βρίσκεται επίσης εκεί. Και συνήθως έτσι είναι.

Μερικές φορές όμως, το πρόβλημα δεν είναι εκεί, αλλά στην αντίθετη πλευρά, στο κάτω δεξί τεταρτημόριο της κοιλιάς, εκεί που βρίσκεται η σκωληκοειδής απόφυση (η φλεγμονή της οποίας δημιουργεί το πρόβλημα της σκωληκοειδίτιδας). Αυτός ο πόνος, που αλλού τον νιώθει κάποιος και αλλού είναι το πρόβλημα ονομάζεται αντανακλαστικός και υπάρχουν ανατομικοί λόγοι που μπορεί να εξηγούν το γιατί συμβαίνει. Αυτούς τους λόγους τους διδάσκεται κάποιος που εκπαιδεύεται στην ιατρική. Κάποιος όμως χωρίς ιατρικές γνώσεις είναι αναμενόμενο να μην τους ξέρει. Προς τί αυτή η συζήτηση, μπορεί εύλογα να αναρωτηθεί κάποιος. Διότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το σύμπτωμα δεν ταυτίζεται πάντα με το πρόβλημα είναι η απάντηση.

Αν προσπαθούσαμε να λύσουμε το πρόβλημα του παραδείγματος μας χειρουργώντας στην αριστερή πλευρά, δεν θα επιτυγχάναμε κάτι ωφέλιμο, διότι δε θα βρίσκαμε κάποιο πρόβλημα εκεί. Αν αντίθετα χειρουργήσουμε δεξιά και αφαιρέσουμε τη σκωληκοειδή απόφυση, θα έχουμε λύσει το πρόβλημα και στη συνέχεια -ως δια μαγείας- θα εξαφανιστεί και το σύμπτωμα της άλλης πλευράς.

Οι διαταραχές άγχους έχουν οριστεί με βάση την εκδήλωση του αγχώδους συμπτώματος στην καθημερινότητα του ατόμου και περιγράφουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται αυτό το σύμπτωμα κάθε φορά.

Έτσι, σύμφωνα με τη σύγχρονη ψυχιατρική ορολογία, όταν ένας άνθρωπος εμφανίζει άγχος πάνω από το μέσο όρο, το οποίο διατηρείται για το μεγαλύτερο μέρος του 24ώρου, αυτός είναι ένας άνθρωπος που παρουσιάζει γενικευμένο άγχος (ή διαταραχή γενικευμένου άγχους όπως κατηγοριοποιείται ψυχιατρικά). Αν ένας άνθρωπος εμφανίζει αιχμές ή αλλιώς εξάρσεις παροξυσμικού άγχους, διαγιγνώσκονται κρίσεις άγχους ή κρίσεις πανικού. Οι κρίσεις άγχους σηματοδοτούν άγχος υψηλής έντασης, που μειώνει τη λειτουργικότητα του ατόμου και το κάνει να δυσφορεί. Οι κρίσεις άγχους βιώνονται με αρνητικό τρόπο από το άτομο, οι κρίσεις πανικού βιώνονται με καταστροφικό τρόπο και εγγράφονται ισχυρότατα στη μνήμη του ατόμου ως απευκταία σημεία αναφοράς. Στις κρίσεις αυτές το άτομο δε δυσφορεί απλά, αλλά έχει την αίσθηση ή και τη βεβαιότητα ακόμα-που ευτυχώς δεν επαληθεύεται-ότι θα πεθάνει, ότι θα χάσει το μυαλό του ή ότι δεν θα μπορέσει να διαφύγει χωρίς σημαντική βλάβη από αυτή την καταστροφική κατάσταση.

Αντίστοιχα, αν ένα άτομο εμφανίζει άγχος όταν βρίσκεται σε αθροίσεις ατόμων μαζί με πολλούς άλλους ανθρώπους και μπορεί να βιώνει έντονο αίσθημα ντροπής, δυσφορίας ή συστολής, λέμε ότι το άτομο εμφανίζει κοινωνικό άγχος. Αν το άγχος εμφανίζεται σε συγκεκριμένα μέρη (ή τόπους), λέμε ότι το άτομο παρουσιάζει αγοραφοβικό άγχος.

Αν κανείς εμφανίζει έντονα αρνητική προσδοκία για την υγεία του, ανησυχώντας ότι μπορεί να εμφανίσει κάποια βλάβη ή να πάθει κάτι κακό, παρόλο που έχει εξεταστεί επαρκώς και δεν έχει επιβεβαιωθεί κάποια παθολογική διεργασία, περιγραφικά χαρακτηρίζουμε αυτό το άγχος ως άγχος υγείας.

Όταν ένα άτομο εμφανίζει άγχος σύνδεσης ή της σχέσης του με το αντικείμενο, όπου το αντικείμενο μπορεί να είναι κυριολεκτικά το αντικείμενο (π.χ. το στιλό, το αυτοκίνητο, το κόσμημα) ή το ψυχικό ή το συμβολικό αντικείμενο (ο/ή σύντροφος, η εργασία, τα χόμπι, η φίλοι), αυτό το είδος του άγχους το χαρακτηρίζουμε ψυχαναγκαστικό.

Δηλαδή, το ψυχαναγκαστικό δεν είναι απλά ένα άγχος που έχει ιδεοληψίες ή ψυχαναγκασμούς και καταναγκασμούς όπως αναφέρουν πολλά βιβλία, αυτά μπορούμε κάλλιστα να τα αντιληφθούμε ως παράγωγα, συμπτώματα ή αλλιώς μεσολαβητές της δυσλειτουργικής σύνδεσης με το αντικείμενο. Το χαρακτηριστικό του ψυχαναγκαστικού άγχους είναι ότι το άτομο αντί να εστιάζει στη σχέση του με το αντικείμενο, εστιάζει στην αρνητική του προσδοκία για το πως θα εξελιχθεί αυτή η σχέση και με αυτό τον τρόπο αλλοιώνει εντέλει τα χαρακτηριστικά της σχέσης αυτής.

Τρία είδη άγχους, το κοινωνικό, το άγχος υγείας και το ψυχαναγκαστικό άγχος είναι και τα πιο δύσκολα να αντιμετωπιστούν και αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους. Συνήθως έχουν αναπτυχθεί για σημαντικό χρονικό διάστημα προτού γίνουν αντικείμενο προσοχής από το άτομο ή το θεραπευτή. Επίσης, εμπεριέχουν πιο πολύπλοκες συμπεριφορές, που πολλές φορές στον εξωτερικό παρατηρητή φαντάζουν ανεξήγητες. Έτσι, το άτομο μπορεί να έχει δυσκολία να ερμηνεύσει το γιατί ή το πώς του εμφανίζονται τα συγκεκριμένα συμπτώματα (ενώ λ.χ. μία κρίση πανικού μπορεί να εμφανιστεί σε ένα συγκεκριμένο μέρος, με αποτέλεσμα το άτομο να ξέρει ποιο μέρος να αποφύγει, το άγχος υγείας αντίθετα μπορεί να εμφανιστεί οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή).

Το άτομο πιθανότατα θα αναζητήσει βοήθεια από το γιατρό για αυτό που αντιλαμβάνεται ως “παθολογικό” πρόβλημα, ο γιατρός θα πει ότι “όλα είναι καλά” και ότι δεν υπάρχουν παθολογικά ευρήματα, το άτομο όμως θα συνεχίσει να έχει συμπτώματα-πραγματικά μία πολύ αρνητική κατάσταση για αυτόν που ταλαιπωρείται από το σύμπτωμα και που θα αναπτυχθεί σε ακόλουθο κεφάλαιο.

Εξάλλου, πολλές φορές ο άνθρωπος με ψυχαναγκαστικά χαρακτηριστικά τείνει να αντιλαμβάνεται τη βάση των ψυχαναγκασμών του σαν ένα υγιές δικό του επιθυμητό κομμάτι (είμαι τελειομανής και το ευχαριστιέμαι) και δεν αντιλαμβάνεται ότι το παθολογικό κομμάτι- αυτό που τον ταλαιπωρεί- (δεν αντέχω που τα παιδιά είναι ακατάστατα και δεν τακτοποιούν όπως τα συμβουλεύω) είναι συνέπεια της προηγούμενης διαδικασίας και κομμάτι ενός συνεχούς φάσματος.

Το άγχος υγείας όμως δεν περιγράφει απλώς το πρόβλημα του ότι “ο γιατρός μου λέει ότι δεν έχω τίποτε παθολογικό, αλλά εγώ νιώθω ότι είμαι άρρωστος/η”, και το ψυχαναγκαστικό άγχος δεν είναι απλά “ροπή προς ελέγχους, τάξη ή συμμετρία ή πολλά άλλα”, ούτε είναι απλά μία βιολογικού τύπου “ροπή” ή “επιβάρυνση”, όπως υπονοεί το πιο πρόσφατο εγχειρίδιο ψυχιατρικών διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (το γνωστό DSM-5), που έχει ξεχωρίσει την ψυχαναγκαστική διαταραχή από τις υπόλοιπες αγχώδεις διαταραχές.

Όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, το ψυχαναγκαστικό άγχος σηματοδοτεί μία δυσκολία σύνδεσης ή αλλιώς επένδυσης του αντικειμένου κυριολεκτικά και του αντικειμένου μεταφορικά, του ψυχικού ή συμβολικού αντικειμένου δηλαδή. Τα δύο τελευταία είδη άγχους λοιπόν, έχουν ιδιαιτερότητες και στη θεραπευτική τους, χρειάζονται συνήθως περισσότερο χρόνο και ισχυρότερη αγωγή (εκεί που επιλέγεται φαρμακοθεραπεία) για να ανταποκριθούν.

Αυτό, μεταξύ άλλων οφείλεται και στον εξής πολύ σημαντικό λόγο: Η κρίση άγχους, η κρίση πανικού, το αγοραφοβικό άγχος και το κοινωνικό άγχος έχουν συνήθως σαφή σημεία αναφοράς. Μπορεί κανείς να εμφανίσει μία κρίση πανικού στο σουπερμάρκετ ή στον αυτοκινητόδρομο, έπειτα “ξέρει” τι είναι αυτό που τον ενοχλεί και “ξέρει” τί είναι αυτό που πρέπει να αποφύγει (ακόμα και αν αυτό βασίζεται σε λάθος ερμηνεία των πληροφοριών που έχει λάβει το νευρικό σύστημα).

Το άγχος υγείας και το ψυχαναγκαστικό άγχος δεν έχουν εύκολα εντοπίσιμα σημεία αναφοράς. Αυτό γίνεται εύκολα σαφές στην περίπτωση όπου οι γιατροί τους οποίους αναζητά ο πάσχων λόγω του άγχους υγείας τον διαβεβαιώνουν ότι δεν βρίσκουν τίποτε παθολογικό, εκείνος όμως αισθάνεται πληθώρα παθολογικών δυσαισθησιών, πόνων και ενοχλημάτων, με αποτέλεσμα να αναζητά δεύτερη, τρίτη, τέταρτη κ.ο.κ. γνώμη, στην προσπάθεια του να αναδειχθεί η αιτία του αρνητικού του βιώματος. Στην περίπτωση του ψυχαναγκαστικού άγχους, το βίωμα δεν είναι τόσο ταλαιπωρητικό σωματικά όσο νοητικά.

Ο ψυχαναγκασμός ή αλλιώς ιδεοληψία όπως ονομάζεται εναλλακτικά, σηματοδοτεί μία σκέψη, νοητική εικόνα ή ιδέα, η προέλευση της οποίας (ή η βάση της) δεν εντοπίζεται πάντα από το άτομο. Αυτή η ιδέα (ή καλύτερα η συνέπεια/ες της) είναι εγωδυστονική (δηλαδή μη αποδεκτή από το εγώ του ατόμου) και προκαλεί ισχυρό άγχος σε αυτό.

Στην προσπάθεια του να μειώσει το άγχος του, το άτομο οδηγείται σε συμπεριφορές οι οποίες αποσκοπούν στο να “μειώσουν” ή να “ακυρώσουν” το άγχος και αυτές οι συμπεριφορές ονομάζονται καταναγκασμοί. Αρχικά οι καταναγκασμοί προκαλούν φαινομενική ανακούφιση στο άτομο και είναι αυτή η ανακούφιση που τους συντηρεί, όμως αυτή η ανακούφιση δυστυχώς δεν διατηρείται επί μακρό χρονικό διάστημα, οπότε για να διατηρήσουν τον ανακουφιστικό τους ρόλο οι καταναγκασμοί θα πρέπει να επαναληφθούν και αυτό σταδιακά οδηγεί στην αύξηση τους σε χρόνο, έκταση και αριθμό.

Είναι οι καταναγκασμοί που γίνονται ορατοί απο το περιβάλλον του ατόμου και που πολλές φορές είναι ακατανόητοι ή και σχεδόν “μαγικοί” και που ουσιαστικά επιβαρύνουν την καθημερινή λειτουργικότητα και που περιορίζουν το ίδιο το άτομο (στ’ αλήθεια όμως οι καταναγκασμοί είναι αυτοί που “ρίχνουν νερό” στο “μύλο” του ψυχαναγκαστικού άγχους).

Μοιραστείτε!