Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο “Η Ανατομία Του Άγχους”, το άγχος μπορεί να είναι ταυτόχρονα 2 πράγματα: Μπορεί από τη μία να είναι σύμπτωμα και αποτέλεσμα των ποικίλλων πιέσεων που βιώνει ένα άτομο στην καθημερινότητα. Ταυτόχρονα όμως, μπορεί να σηματοδοτεί και μία στάση ή αλλιώς μία συγκεκριμένη θέση στο πως να ζει κανείς την καθημερινότητα και τη ζωή του.
Όταν το άγχος είναι σύμπτωμα, θεραπεύεται πολύ πιο εύκολα, όταν είναι συστατικό της στάσης του ατόμου απέναντι στη ζωή, η θεραπεία του είναι πολύ πιο απαιτητική έχοντας πολύ σημαντικές προκλήσεις.
Ας δούμε κάποια σημαντικά συστατικά της βασικής μάθησης του άγχους μέσα από ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε απλά τι είναι αυτό που μαθαίνει το αγχώδες άτομο από τη νηπιακή του ηλικία.
Ας υποθέσουμε ότι ένα μικρό παιδί 3-4 ετών ετοιμάζεται να ανέβει σε μία καρέκλα στο σαλόνι του σπιτιού. Δίπλα του είναι η (πολύ αγχώδης) μαμά του. Με το που ανεβαίνει στην καρέκλα η μαμά του χάνει τελείως την ψυχραιμία της.
Φωνάζει, ωρύεται, και του λέει μία (μαγική για τη δημιουργία του άγχους) φράση!
“Μην ανεβαίνεις στην καρέκλα, θα σπάσεις το κεφάλι σου!!!” (ή άλλες αντίστοιχες παραλλαγές του τύπου θα σκοτωθείς, θα μείνεις ανάπηρος κ.ο.κ.)
Προφανώς αυτού του τύπου το περιστατικό με διαφορετικές παραλλαγές θα επαναληφθεί ξανά και ξανά και ξανά στην πορεία του χρόνου. Τι είναι αυτό που μαθαίνει σε πρώτο βαθμό το παιδί;
Μαθαίνει μέσω εξαρτημένης μάθησης ότι για να αντιδρά έτσι η μαμά του όταν ανεβαίνει στην καρέκλα, η καρέκλα πρέπει να είναι επικίνδυνη. Αντίστοιχα, όταν το παιδί είναι στο πάτωμα η μαμά είναι πολύ ήρεμη και χαλαρή. Λόγω αυτής της σταθερής συμπεριφοράς της μητέρας τί είναι φυσικό να συμπεράνει το παιδί; Μα φυσικά ότι το να είναι πάνω στην καρέκλα είναι επικίνδυνο και το να είναι στο πάτωμα είναι ασφαλές. (Η μνήμη μας λειτουργεί σε σημαντικό βαθμό συνειρμικά, οπότε τέτοια απλά και διχοτομικά παραδείγματα “εξυπηρετούν” πολύ τη μάθηση και την μνημονική εγγραφή).
Όμως εμείς τί γνωρίζουμε από τη γενική μας γνώση του κόσμου; Μπορεί κανείς να είναι πάνω σε μία καρέκλα και να είναι ασφαλής;
Φυσικά, είναι η απάντηση.
Και μπορεί να είναι στο πάτωμα και να πέσει και να χτυπήσει;
Βεβαίως, είναι και εδώ η απάντηση.
Οπότε για τους σκοπούς του απλοϊκού μας παραδείγματος, σε μία συνθήκη όπου υπάρχουν 4 (τουλάχιστον) πιθανές εξελίξεις, κανείς (λόγω της μάθησης του παραδείγματος) αυτόματα αποκλείει τις δύο πιθανότητες και κρατά τις άλλες δύο (Κρατά το ότι να είναι πάνω στην καρέκλα είναι επικίνδυνο και το να είναι στο πάτωμα είναι ασφαλές).
Αυτός είναι ένας τρόπος σκέψης που εμπεριέχει τη διχοτόμηση, τη δημιουργία διπόλων, που τόσο τα βλέπουμε στην καθημερινότητά μας και μας ταλαιπωρούν. Το καλό και το κακό, το άσπρο και το μαύρο, ο εμβολιασμένος και ο ανεμβολίαστος, ετούτη ή η άλλη ομάδα. Η διχοτόμηση είναι το αποτέλεσμα μίας διαδικασίας αφαίρεσης πληροφορίας που συχνά δεν είναι η σωστή προς αφαίρεση πληροφορία (στο παράδειγμά μας, η μαμά του παιδιού μπορεί για τους δικούς της λόγους να είναι υπερβολική στις αντιδράσεις της και την ενδεχόμενη επικινδυνότητα της καρέκλας για το παιδί της).
Το πρόβλημα με τη διχοτόμηση είναι πως κανείς αν δεν συμφωνεί με τη μία θέση, νιώθει αναγκασμένος να ακολουθήσει τη δεύτερη, που και εκείνη μπορεί να είναι εξίσου μη ικανοποιητική για εκείνον ή να εμπεριέχει μία εξίσου κακή έκβαση.
Στη φύση όμως δεν υπάρχουν διχοτομήσεις, υπάρχουν φάσματα, πολλές διαφορετικές πιθανότητες και επιλογές. Γι’ αυτό στους αγχώδεις θεραπευόμενούς μου, εκεί που δυσκολεύονται πολύ με κάποιο ερώτημα (που ενδεχομένως εμπεριέχει το διχοτομικό χαρακτήρα), τους προτρέπω να το εμπλουτίσουμε με πληροφορία και με αυτό τον τρόπο να πάψει να φαίνεται τόσο απειλητικό ή δύσκολο.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον πρωταγωνιστή του παραδείγματος μας, το μικρό παιδί. Το πρώτο πράγμα λοιπόν που μαθαίνει από το παράδειγμα της καρέκλας είναι να αντιλαμβάνεται διχοτομικά τις καταστάσεις.
Τί άλλο μαθαίνει;
Ας φανταστούμε τους εαυτούς μας ως ενήλικες να κοιτάμε μία καρέκλα. Πόσο επικίνδυνη φαίνεται; (Το σύνολο των θεραπευόμενων μου απαντά ότι δε φαίνεται επικίνδυνη-και το ίδιο πιστεύω και εγώ). Οι καρέκλες συνήθως είναι φτιαγμένες απο μαλακά υλικά, δεν έχουν παράξενες γωνίες γιατί πρέπει να είναι άνετες και φιλόξενες, συνεπώς δεν είναι επικίνδυνες ή δεν πρέπει να είναι σύμφωνα με την κοινή λογική.
Ας φανταστούμε πάλι τον εαυτό μας, τώρα σε ηλικία 4 ετών να κοιτάμε την ίδια καρέκλα.
Μήπως τότε θα φαινόταν επικίνδυνη; η απάντηση επίσης είναι όχι, μία καρέκλα δε φαίνεται επικίνδυνη ούτε σε ένα παιδί 4 ετών.
Τί μπορεί να είναι το δεύτερο πράγμα που μαθαίνει το παιδί όταν ανεβαίνει πάνω σε αυτή την καρέκλα (που τονίζω ότι δε φαίνεται επικίνδυνη) και η μαμά του φωνάζει ότι θα χτυπήσει;
Μαθαίνει, ότι ενώ νομίζει ότι η καρέκλα είναι ασφαλής, η μαμά του, ο φροντιστής του, το άτομο που εμπιστεύεται περισσότερο, ο μεγάλος εκείνος άνθρωπος που είναι τόσο σημαντικός για εκείνο, του υποδεικνύει ότι στ’ αλήθεια το ίδιο το παιδί δεν είναι τόσο ασφαλές όσο νομίζει.
Επίσης, μαθαίνει και κάτι άλλο. Μαθαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν, (η καρέκλα φαίνεται ασφαλής, η μαμά λέει πως δεν είναι, η μαμά όμως ξέρει καλύτερα) πράγμα που επηρεάζει τον τρόπο και τη δομή της σκέψης του και το καθιστά επιρρεπές στο να είναι σε κατάσταση άμυνας και ετοιμότητας.
Επιπρόσθετα, μαθαίνει από την αντίδραση της μαμάς ότι είναι ανεπαρκές, ότι υπάρχει ένα έλλειμα (δικό του) ασφάλειας και κατανόησης του κινδύνου, το οποίο το καλύπτει η μαμά του. Μαθαίνει δηλαδή να νιώθει ανασφαλές και να αναζητά στο περιβάλλον την ασφάλεια (τη μαμά του στο παράδειγμα), τον καθορισμό του τί είναι σωστό και τί όχι (αδυναμία αυτενέργειας). Και η μάθηση δεν τελειώνει καν εδώ.
Ας μην ξεχνάμε τη φράση της μαμάς που θα ακουστεί σε πολλές παραλλαγές δεκάδες φορές και σε ποικίλες συνθήκες γύρω από ένα σταθερό μοτίβο. Το μοτίβο όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα θα είναι περίπου έτσι: “ Μην ανεβαίνεις στην καρέκλα θα πέσεις και θα χτυπήσεις.”
Αυτή η πρόταση είναι μία τέλεια “συμπύκνωση” της αγχώδους γνώσης του εν δυνάμει αγχώδους ατόμου.
Κάθε κομμάτι της είναι ένα μικρό διαμάντι γνώσης. Τί μαθαίνει λοιπόν το μικρό παιδί όταν ακούει αυτή την πρόταση;
Το πρώτο είναι το μην (ή εναλλακτικά το δεν) που υποδηλώνουν άρνηση, ενδοιασμό στο περιεχόμενο μίας πρότασης.
Πώς όμως μπορεί ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί συχνά αυτά τα λεκτικά μόρια ή συνδέσμους, να ορίσει τον εαυτό του και τις πράξεις του από αυτό που δεν πρέπει να γίνει, αυτό που δεν πρέπει να συμβεί, από αυτό που δεν είναι.
Είναι σα να προσπαθεί κάποιος να ορίσει τη θέση του στο χώρο λέγοντας το που δε βρίσκεται. Αν δεν μπορούμε να ορίσουμε λοιπόν τη θέση μας στο χώρο με αυτό τον τρόπο (το που δεν είμαστε), πώς μπορούμε να ορίσουμε τη ζωή μας από αυτό που δεν θέλουμε να συμβεί ή αυτό που δεν έχουμε…
Το δεύτερο σημαντικό στη σειρά είναι το θα. Τι μαθαίνει το παιδί ακούγοντας το θα; Μα φυσικά μαθαίνει να κοιτά εκεί που δείχνει το θα, προσανατολίζεται δηλαδή στο μέλλον.
Το τρίτο που μαθαίνει είναι ότι “θα πέσει και θα χτυπήσει”. Αν δεν κάνω λάθος, αυτός ο χρόνος λέγεται γραμματικά στιγμιαίος μέλλοντας, και το βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι υπονοεί βεβαιότητα. Κανείς λοιπόν κοιτά στο μέλλον και ξέρει τί θα συμβεί (θα πέσει και θα χτυπήσει στο παράδειγμά μας).
Το τέταρτο που μαθαίνει το παιδί είναι ότι το μέλλον εμπεριέχει το αρνητικό ενδεχόμενο (το να πέσει και να χτυπήσει είναι μία σαφώς αρνητική έκβαση).
Συμπερασματικά λοιπόν, μέσα από αυτό το απλοϊκό παράδειγμα στοιχειώδους μάθησης, που θα επαναλειφθεί εκατοντάδες φορές σε ένα αγχώδες και ιδιαίτερα κανονιστικό περιβάλλον τί θα μάθει το μικρό μας παιδάκι;
Θα μάθει να ορίζει τον εαυτό του με βάση την άρνηση και την αναστολή (μην, δεν), να “κοιτά μονίμως στο μέλλον, να ξέρει τί θα συμβεί στο μέλλον και αυτό που θα συμβεί να πιστεύει ότι θα είναι αρνητικό. Αυτό θα συμβαίνει σε μία κατάσταση δικής του ανεπάρκειας, όπου θα νιώθει ένα σαφές έλλειμμα ασφάλειας. Για να καλύψει την ανεπάρκεια αυτή, θα αναζητά μανιωδώς μία “μαμά” στο περιβάλλον να του το βοηθήσει, “ενεργοποιώντας” ένα διχοτομικό τρόπο σκέψης με τον οποίο θα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο τέλειο και στην καταστροφή.
Όλα αυτά, θα συμβαίνουν με μοναδικό σκεύος μία καρέκλα και την ανεμελιά ενός μπόμπιρα ή μίας μπέμπας που θέλει να παίξει!
Αν θα θέλατε να μάθετε περισσότερα για το άγχος, τους παράγοντες που το επηρεάζουν, τη λειτουργία του, τα αποτελέσματα του και το πως μπορούμε να αναζητήσουμε μία πιο λειτουργική ισορροπία, “Η Ανατομία Του Άγχους” είναι διαθέσιμη:
στο https://psychiatriki.com/?product=book
Στο Βιβλιοπωλείο Πολιτεία
Στο Βιβλιοπωλείο Ιανός